Στο σπιτικό μας κόπιασες, ως βούιζαν οι φήμες
και τούτο γίνηκ’ αφορμή, να γράψουμε τσι ρίμες
Πολύ χαρά μας δώκατε κι εσύ και η Μαρία,
που σας ξελαχταρίσαμε, μ’ αυτή την ευκαιρία.
Αρρώστιες μας χωρίσανε, μαζί κι η καραντίνα,
με μαρουβά γλεντήσαμε και μεζεδάκια φίνα.
Κι ως μέρες τρεις περάσανε, κλειστήκαμ’ όλοι μέσα,
κρούσματα βλέπουμε πολλά, έ για μόλα ε για λέσα.
Μικροί μεγάλοι πρέπει μας, τα μέτρα να τηρούμε,
γιατί πολλοί πεθαίνουνε, είντ’ άλλο θε να δούμε.
Πιότερο κιτνυνεύουμε, εμείς οι …παλιαθρώποι,
που γίναμε πολλώ χρονώ, μη φύγουμε δα …πρώτοι;
Για τούτο λέγω σου Γιαννιό, κράτα χαρές μας μόνο,
το εικοσέν’ αν βγάλουμε, το δύσκολο το χρόνο,
ήρωες θε να είμαστε, σαν τον Καραισκάκη,
θα μας βραβεύσει σίγουρα, η Γιάννα Δασκαλάκη.
Μ’ εξόν εσάς που είδαμε και φάγαμε ξιφία
κι άλλη χαρά επήραμε, δεν είναι τούτ’ αστεία.
Γι η κόντρα μας αληθινή, που γράφαμε εβγήκε
κι ο Τραμπ που σατιρίζαμε, στο κέλυφος του μπήκε.
Οι Αμερικάνοι ξύπνησαν, στις κάλπες όλοι τρέξαν,
του Τραμπ τις τρέλες είδανε και Μπάιντεν εκλέξαν.
Σωτήριο τούτο φαίνεται, για κάθ’ Έλληνα πολίτη,
στς Αμερικάνους σίγουρα, μα κι όλο τον Πλανήτη.
Και όντε θα ‘ρθει ο καιρός, εμβόλιο να δούμε,
θα διώξουμε τον κορονιό, στο Βλάτος να τα πιούμε.
Σφηναριώτης ο αδερφοχτός σου
Κάλεσμα κι ανταπόκριση
Εκάλεσε μ’ αδερφοχτός, προ δεκαπέντε μέρες
και στο Καστέλι σμίξαμε, πριν έρθουν οι φοβέρες.
Προτού να μας μαντρώσουνε, λόγω της καραντίνας,
που επιβλήθηκε καλώς, μέχρι να βγει ο μήνας.
Και τη φχαριστηθήκαμε, περίσσια τις προάλλες,
ετούτη η συνάντηση, δεν ήταν σαν τις άλλες.
Σε ταβερνάκι πήγαμε, φορώντας τη μασκούλα,
ψαράκια δοκιμάσαμε, μια νοστιμιά ‘ταν ούλα.
Όμως μαζί με το φαΐ, ήπιαμε κι ένα κράσο,
που θα περάσει κάμποσος, καιρός να τον ξεχάσω.
Για καφεδάκι ύστερα, περάσαμ’ απ’ το σπίτι,
κόντρες δεν ανταλλάξαμε, δεν άνοιξε η μύτη.
Ήτανε μια συνάντηση, που θέλαμε κι οι δυο μας
και την επόμενη φορά, θα γίνει στο χωριό μας.
Το πότε δεν μπορώ να πω, η καραντίνα τρέχει,
είναι μεγάλ’ εμπόδιο κι ο Γιώργος το κατέχει.
Μ’ ολόκληρο το είκοσι, να φάμε εις τη μούρη,
Αγιού μην τάξεις τάξιμο και του παιδιού κουλούρι.
Μικρόν και αποχαιρετά, μπαίνει εικοσιένα,
μα δεν γνωρίζει άνθρωπος, τση τύχης τα γραμμένα.
Ούτε ο Τραμπ περίμενε, τέτοια κακά μαντάτα,
μα θα σουφρώσει σύντομα, σαν τη βρεγμένη γάτα.
Ο Μπάιντεν δεν πρόκειται, χειρότερος να είναι
κι αν άλλη έχεις άποψη, στην εδική σου μείνε.
Εμείς θα σατιρίζουμε, από αυτή τη στήλη,
όλα τα κείμενα κακώς, σαν μπιστεμένοι φίλοι.
Σ’ ευχαριστώ αδερφοχτέ, για το τραπέζ’ εκείνο,
που ‘ταν ό,τι καλλίτερο κι υπόσχεση σου δίνω,
στο Βλάτος όταν σμίξουμε και πάλι να τα πιούμε
και με σκαλτσούνια νόστιμα, να το φχαριστηθούμε.
Εννιαχωριανός