«Είμαστε (οι Έλληνες) άξιοι για πολλά κατορθώματα και ικανοί για πολλά ανομήματα. Λαός ευεπίφορος στο καλό και στο κακό, παλίμβουλος είναι πάντα και σε πολλά μετέωρος». (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, 1901-1982).
ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ, επιτιμητική και χαρακτηριστική είναι η προκλητική απάντηση που ακούγεται, όταν κάποιος συμπολίτης κάνει παρατήρηση σε συνέλληνα που παρανομεί: είτε για εξόφθαλμα παράνομο παρκάρισμα πρόκειται, είτε για κλέψιμο της σειράς σε δημόσια υπηρεσία…: «-Κι εσένα, τι σε κόφτει, ρε…;» Αν μάλιστα, ο συμπολίτης μας επιμένει στο αυτονόητο, τότε μπορεί να ακούσει το «Άει, παράτα μας…», ή να δεχθεί και καμιά αδέσποτη!
ΕΙΝΑΙ στο αίμα μας να παρανομούμε ατιμωρητί, επειδή γνωρίζουμε ότι οι… ελληνικοί νόμοι ψηφίζονται για να μην εφαρμόζονται! Όλο και «κάποιος άνωθεν» θα βρεθεί να ακυρώσει ή να μετριάσει την ποινή, αν ποτέ μας επιβληθεί κι αυτή.
ΑΠΟ την άλλη, χαιρόμαστε τους άλλους συνέλληνες, τους αθόρυβους που ξεπερνώντας νοοτροπίες, παλαιοπολιτικές πρακτικές, ξεπερασμένα στερεότυπα και οικονομικές κρίσεις συμπαρίστανται σε κατατρεγμένους, φτωχούς ή ανήμπορους. Ή, τους άλλους, τους νέους, που καινοτομώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες, επιτυγχάνουν πράγματα που βελτιώνουν τη ζωή μας.
ΔΥΣΚΟΛΟΠΕΡΙΓΡΑΠΤΟΣ και πολλές φορές «ανερμήνευτος» ο μεταπολιτευτικός Έλληνας. Ειδικά ο μεταιχμιακός (της άλλοτε επίπλαστης ευμάρειας και της τωρινής μίζερης ζωής) βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση αξιών. Δεν ιεραρχεί με τη λογική. Κυριαρχείται από παρορμήσεις και συναισθήματα… Εδώ, όντας δύσκολη η περιγραφή της ψυχοσύνθεσης ενός ατόμου, πόσο μάλλον ενός λαού (1), αποτολμούμε μια μικρή αδόκιμη σκιαγράφηση.
ΟΙ ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ της ελληνικής φυλής δεν συναντώνται αλλού. Αν και πολλοί θα ήθελαν να μας ταυτίσουν, να μας ομογενοποιήσουν με γειτονικούς λαούς («γκαρντάσια», una faccia una razza κ.λπ.), δεν το επιτυγχάνουν γιατί εκ των πραγμάτων τέτοιες προσεγγίσεις είναι ανέφικτες. Κάθε λαός έχει τις χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητές του.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τους Νεο-Έλληνες ως ένα «κράμα» πολλών θετικών και αρνητικών στοιχείων: παραμένουμε διχασμένοι ανάμεσα σε Ευρώπη και Ασία (συμπεριφερόμαστε σαν Ασιάτες αλλά αποβλέπουμε στο να γίνουμε Ευρωπαίοι), προβληματιζόμαστε με το ευρώ ή τη δραχμή, κυριαρχούμαστε από το συναίσθημα κι όχι τη λογική, ελκυόμαστε από το παράνομο κι όχι το νόμιμο, μας αρέσει το ρουσφέτι, λατρεύουμε την αξιοκρατία αλλά μόνο για τους… άλλους, ενθουσιαζόμαστε με τα μικρά ενώ τα μεγάλα μας τρομάζουν… Γενικά είμαστε ικανοί για μεγαλειώδεις πράξεις, αλλά και για μέγιστες αθλιότητες. …ΑΣ απολαύσουμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις της ιδιοσυγκρασίας μας για να αντιληφθούμε καλύτερα την αμφιθυμία μας: – Περηφανευόμαστε για το γαλάζιο της θάλασσας, αλλά ανεχόμαστε να τη βρομίζουν οι συν-λουόμενοι με τις πεταμένες νάιλον σακούλες, τα αποτσίγαρα, τα υπολείμματα τροφών κ.λπ., χωρίς να τους λέμε εμείς τίποτε! – Βαυκαλιζόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, τους οποίους όμως αγνοούμε τελείως! – Μας αρέσει η διασκέδαση, αλλά σκοτωνόμαστε στους δρόμους επειδή δεν προβλέπουμε να οδηγήσει κάποιος στην παρέα που δεν πίνει. – Αν μας προλάβει το πορτοκαλί στα φανάρια, αντί να ελαττώσουμε ταχύτητα, πατούμε γκάζι… κι όποιον πάρει ο χάρος! – Συνηθίζουμε να βρίζουμε το Δημόσιο, αλλά ευχόμαστε να «βολευτούμε» εκεί ή να «βολέψουμε» κάποιον δικό μας. – Δεν πληρώνουμε τους φόρους, αλλά θέλουμε καλά σχολεία, υγεία, κοινωνικές υποδομές. – Δεν έχουμε χρήματα, κι όμως καφετέριες και φαγάδικα είναι πάντα γεμάτα! – Το «ξέδομα» με την παρέα και η ενεργοποίηση του «φιλότιμου» είναι δεδομένα. [Δυο λέξεις άγνωστες στις άλλες γλώσσες]. – Στην Ελλάδα της κρίσης η οικογένεια, όχι απλά αντέχει ως θεσμός, αλλά εξακολουθεί να προστατεύει τριαντάρηδες και σαραντάρηδες που είναι άνεργοι. – Σε κάθε ελληνική οικογένεια -και όχι μόνο- υπάρχουν (όπως λέει η Αθηνά Κακούρη) οι πασαδόροι (αυτοί που μεταβιβάζουν τις ευθύνες τους στους άλλους) και οι βαστάζοι (αυτοί που αναλαμβάνουν τις ευθύνες των άλλων)! – Ισχυριζόμαστε πως είμαστε ντόμπροι στις συναλλαγές, αλλά η ανειλικρίνεια κι η κουτοπονηριά μας δεν έχουν όρια! – Πληρώνουμε πανάκριβα την ψήφο μας (9 ευρώ ανά ψήφο, έναντι 3 στην Ε.Ε.), για να έχουμε τους… χειρότερους πολιτικούς. – Όσα μνημόνια και να μας επιβληθούν, εμείς θα επιβιώσουμε. Σε πείσμα των καιρών, των δανειστών και των τραπεζών, επειδή είναι στη φύση μας να μη το βάζουμε κάτω. – Κάθε φορά που τα πράγματα φτάνουν στο αμήν, συνενωνόμαστε! – Παραμένουμε μια φτωχή χώρα, με… πλούσιους όμως κατοίκους. Επειδή, η μεν παραοικονομία είναι μισητή, αλλά αυτή μας κρατάει και …ζωντανούς!
ΓΛΑΦΥΡΑ, περιγραφικά και χιουμοριστικά εκφράζεται το ελληνικό modus vivendi, στο διαδίκτυο: «ακολουθούμε ένα δικό μας τρόπο ζωής που έχει πολλές καμπύλες, όπως ακριβώς οι περισσότερες Ελληνίδες!» (…)
ΓΕΝΙΚΑ «…οι Έλληνες μπορούν να περιγραφούν ως ένας έξυπνος, φιλόδοξος και ευρηματικός λαός, ικανός για μεγάλες προσπάθειες και θυσίες, αλλά ελλιπής σε ορισμένα πιο στέρεα χαρακτηριστικά που οδηγούν στην εθνική μεγαλοσύνη»; (2). Στα παραπάνω «ελλιπή» χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσής μας συγκαταλέγουμε τη φιλαρχία («τρεις Έλληνες, ένα κόμμα»), την ανεφάρμοστη πολυνομία, τη διχόνοια («ο καλιάς του καλιά» δεν βρίσκεται ποτέ στην πολιτική, ούτε και στην καθημερινή ζωή μας), τον ατομικισμό/εγωισμό, το φθόνο για τα «έχει» του άλλου, την αναξιοκρατία, την επιπολαιότητα στις επιλογές μας, τον άκρατο συναισθηματισμό, τον εθισμό μας στην απάθεια για τα συμβαίνοντα όταν αυτά δεν μας αφορούν, τη μη ανάληψη ευθυνών κ.ά. ΓΙΑ όλα τα παραπάνω αλλά και για μύρια άλλα τόσα που θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε, νομίζουμε πως, η υπόθεση Ελλάδα, θα πρέπει να μας «κόφτει». Και πολύ μάλιστα… (17-10-14).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Εκτός από τον (διαδικτυακά) πολυδιαβασμένο και αμφιλεγόμενο χαρακτηρισμό μας από τον Αμερικανό δικαστή Ν. Κέλλυ, κι άλλοι πολλοί ασχολήθηκαν με την χαρακτηρολογική «ανατομία» του Έλληνα στα έργα τους. Ενδεικτικά αναφέρομε τους H.D.F. Kitto («Οι Έλληνες»), Ζακλίν ντε Ρομιγί, Πάτρικ Λη Φέρμορ, Ζακ Λακαριέρ («Ερωτικό Λεξικό της Ελλάδας»), Τζορτζ Μικές («Εύρηκα!»), Λόρενς Ντάρελ κ.ά. -(2) «Encyclopedia Britannica», έτος 1910-1911, σελίδες 430-431, 12ος τόμος (Ανδρ. Δρυμιώτης, «Κ», 1-6-14)