Eίναι καμπόσοι αθρώποι που έχουν, ρε παιδί μου, το χάρισμα να τραβούν τσοι άλλους αθρώπους σα την καλομάνα που μαζώνει τα κοπέλια της να τους πει ένα παραμύθι.
Και τούτο να, το χάρισμα είναι στα τρίσβαθα της ψυχής τους ριζωμένο. Και τους βλέπεις, ξεχωρίζουν. Αν έχεις δηλαδή την τύχη να τους δεις και να τους αναγνωρίζεις. Γιατί άμα είσαι κατά που λένε γρουσούζης, τους αγνοείς ή τους υποτιμάς και τους παρακάμπτεις γιατί δεν έχεις τη δύναμη να τους αντικρίσεις. Και τούτοι, δε σε παίρνουν στα σοβαρά, δε σε κακολογούνε, δεν επηρεάζονται. Πορπατούν ήρεμοι, σκυφτοί, μιλούν και γελούνε σ’ όλους. Όπως ο φίλος μου ο Θανάσης.
Άμα έρτεις κατά Κίσαμο μεριά, ρώτηξε μια πέτρα.
– Πού είναι ο Θανάσης;
Και να δεις, θα ζωντανέψει, θα πάρει σάρκα κι οστά και θ’ αποκριθεί.
– Μα δε θωρείς διαβάτη; Εδώ από κάτω είναι.
Και τότε σου βλέπεις τις πατημασιές του παντού. Όποια πέτρα σηκώσεις θα τον εύρεις.
Είχα την χαρά να τον ανταμώσω για πρώτη φορά πριν κάμποσα χρόνια.
– Ήβλεπά σε να περνάς, λέω ποιός είναι τούτος ο μουσαφίρης μας. Χίλια καλωσορίσματα, μου είπε.
Ταιριάξανε τα χνώτα μας, τον εχτίμησα, κι αυτός φαίνεται το ίδιο, φιλιωθήκαμε,
Πριν λίγο καιρό σαν ανταμώσαμε κι είπαμε δυο κουβέντες, γυρίζει, στο έτσι, μου λέει τούτη τη μαντινάδα.
Τον κόσμο κι αν εγύριζα
παντού θα σ’ επαινούσα
Δεικτοθανάση με καλούν
και είμ’ απ’ τη Γραμπούσα.
Κοκκίνισα, έκανα πως δεν άκουσα, γύρισα το θέμα.
– Πότε δημιούργησες το Σύλλογο «Γραμπούσα», Θανάση; τον ρώτησα.
– Άλλοι τον κάμανε.
– Ναι αλλά εσύ,
– Είντα εγώ. Εγώ είμαι καμιά τριανταριά χρόνια…
– Πρόεδρος;
– Όϊ. Μέλος ήμουνε στσ’ αρχές.
– Και Πρόεδρος;
– Δε κατέω. Καμιά εικοσπενταριά θε νάμαι, είπε βαρετά κι έστριψε, χάθηκε αφού μου πέταξε το γνωστό του,
– Σ’ αγαπώ.
Είχε ζοριστεί βλέπεις να τον ρωτώ προσωπικές του επιτυχίες. Και για να μη μου θυμώσει (κι ας μη θυμώνει ποτέ, θαρρώ) μ’ απαράτησε με αγάπη.
Τα γράφω τούτα να, γιατί πριν λίγες μέρες, ξέρεις, έκοψε τη Βασιλόπιτα ο Σύλλογος Προβολής Κισάμου «η Γραμπούσα», που μιλάμε.
Κι ήτανε μια πολύ όμορφη βραδιά, καλοζυγισμένη, καλοστημένη, χωρίς υπερβολές, πολυλογίες και περιττά καρυκεύματα που σε κάνουν να βλέπεις το ρολόι σου και να μονολογείς.
– Κοντεύει;
Απεναντίας. Άμα έκλεισε το πρόγραμμα με το υπέροχο παιδικό χορευτικό συγκρότημα, με τους Ριζίτες να τραγουδούν, το Πολυχρόνη να μιλάει για το περιβάλλον και στο καπάκι με την αφρόκρεμα του Καστελιού και το Δήμαρχο μπροστάρη να χορεύουν, έλεγες,
– Μωρέ, τέλειωσε κι όλας;
Ήπιαμε μετά τις τσικουδιές μας, εκεί στο μικρό αμφιθέατρο του Δήμου Κισάμου, φάγαμε τα γλυκά μας, χαιρετήσαμε, φχαριστήσαμε, θελήσαμε να πούμε καληνύχτα στον πρόεδρο Δεικτάκη, έβαλε τις φωνές αυτός.
– Παράτα με. Τώρα στη Γραμπούσα. Στην ταβέρνα. Όπως είμαστε.
Και ξέρεις. Δε θέλει αντίρρηση αυτό το κοπέλι. Δε θυμώνει, μα κακοκαρδίζει, στεναχωριέται.
Μπρος αυτός, λοιπόν, πίσω εμείς, βρεθήκαμε σε ένα ζεστό περιβάλλον, παραδοσιακό στυλ, με τσούκους, ταγάρια και κοφίνια στη διακόσμηση, πρόσωπα γελαστά, κουζίνα γνήσια Κρητική. Τραπέζια γιομάτα πρόσχαρους θαμώνες και, ξέχωρα σε δυο-τρεις μεγάλες τάβλες, καμιά πενηνταριά νοματαίοι, δημάρχοι, προέδροι συλλόγων, γιατροί, γεωπόνοι, συγγραφείς και ριμαδόροι, οι Ριζίτες Καστελιανοί και Χανιώτες, ένα πατσάλι καμωμένοι, του Συλλόγου “Γραμπούσα” καλεσμένοι, τρώγαμε, πίναμε κρασί μπρούσικο, έσαξε η σαγμένη μας διάθεση, κουβέντες σταράτες, πειράγματα, γέλια κι ευχές φεύγαν κι ερχόντουσαν.
Κι ως συλλογιζόμουνα γιατί πολεμάνε και σκοτώνονται γι αθρώποι αντί να γλεντούνε, σεισμός λες κι έγινε, φως γιόμισε η αίθουσα, λεβεντιά και μια βροντερή φωνή από την άλλη τάβλα, του Γιάννη, των Ριζιτών Κισάμου του πρωτοτραγουδιστή, έσερνε το σκοπό.
Ειντά ’χετε γυρού – γυρού κι είναι βαριά η καρδιά σας,
δεν τρώτε δεν πίνετε και δεν χαροκοπάτε,
πριν έρθ’ ο Χάρος να μας βρει να μασε διαγουμίσει
να διαγουμίσει τσι γενιές και να διαλέξει τς άντρες…
κι άλλη φωνή απ’ τσι «Μαδάρες» των Χανιών, του Νίκου του προέδρου, αντιβροντούσε απ’ τη δικιά μας τάβλα κι έβλεπες να σηκώνετ’ η Κρήτ’ ολάκερη, θαρρείς, να μερμηδίζει το μεδούλι, ακόμα και τα βουνά τση Κρήτης να υποκλίνονται μπρος το μεράκι, τον καημό και το πάθος για ζωή.
Κι ένοιωσα τα χείλη μου να μουρμουρίζουν.
– Μωρέ, ειντ’ άλλο μπορεί να έχει η Παράδεισος;