Η θλίψη με την μοναξιά του πόνου οι θυγατέρες
είχαν θρονιάσει στην μικρή και κρύα κάμαρά μου
και της ζωής μου διάβαιναν σκληρές σαν πέτρα οι μέρες
κι ανάργια – ανάργια η απελπισιά έτρωγε την καρδιά μου.
Κι ήρθες εσύ και γιόμησεν ο κήπος της ψυχής μου
με μύρια μοσχολούλουδα και μυρωδιές σκορπούν
και πήρε χρώμα η άχρωμη κι ανιαρή ζωή μου
κι όλα θαρρώ τριγύρω μου γι’ αγάπη μου μιλούν.
Στα πικραμένα χείλη μου και στη χλωμή θωριά μου
το φως από τα μάτια σου μια λάμψη περισσή
τους έδωσε κι από χαρά χτυπάει τώρα η καρδιά μου
μέθυσα από της αγάπης σου τ’ ολόγλυκο κρασί
Κι όταν μου λες λιπόθυμη καλέ μου σ’ αγαπώ
και με τυλίγει ανάλαφρα του έρωτα το μαγνάδι
στης ηδονής το πέλαος θαρρώ πως θα χαθώ
και σαν τρελός αναζητώ το ερωτικό σου χάδι.
Μείνε, μαζί να υφάνουμε όμορφα τα όνειρά μας
με της ζωής αγάπη μου τον ώριον αργαλειό
με της αγάπης τις κλωστές και χτένια του έρωτά μας
να μοιάζει πολυκέλαδο το σπίτι μας σχολειό.