Δεν γνωρίζω με ακρίβεια τη σύσταση της ταραμοσαλάτας. Εκεί που η γεύση της πάει να μου θυμίσει κάτι, έρχεται η ροζ της απόχρωση και μου ακυρώνει την παλέτα. Τη λέξη παλέτα, την έμαθα σε μία από τις πολλές εκπομπές μαγειρικής. Έχω θαυμάσει την εκτέλεση εκατοντάδων καινούργιων συνταγών, αλλά στην κουζίνα, συνεχίζω να βρίσκω το ίδιο πάνω κάτω φαγητό.
Θα μου πει κάποιος, εδώ καλά – καλά δεν γνωρίζω τι σημαίνει διαρθρωτικά μέτρα. Στην ταραμοσαλάτα θα κολλήσω; Πάντως για το φετινό τραπέζι, πήραμε τα μέτρα μας. Και καλαμαράκια και σουπιές και χταποδάκι είναι υπερβολή. Γι’ αυτό μόνο γαρίδες. Από κείνες τις μικρές, τις κατεψυγμένες. Που μόλις μαγειρευτούν, ψάχνεις να τις εντοπίσεις στο πιάτο. Οι παππούδες έλεγαν, ότι είναι καλύτερο από το τραπέζι να σηκώνεσαι πεινασμένος. Οι θεωρίες κάνουν κύκλο, ο καιρός έχει γυρίσματα κι η πεθερά μούτρα. Το σαγόνι των οποίων ταλαντεύεται μεταξύ λαγάνας και ντολμά.
Να το πρόβλημα. Η γευστική τρόικα της Καθαράς Δευτέρας: Χυλωμένα όσπρια, με τους ατμούς και μόνο να γαργαλούν το εντεράκι. Σαλάτα σε θερμοκρασία δωματίου χωρίς κεντρική θέρμανση. Και μύδια κονσέρβα από τη Δανία. Δεν θέλει και πολύ να γίνει κόμπος ο μεταβολισμός. «Η πρωτεύουσα της Δανίας είναι το Βερολίνο;» απορεί η κόρη και ο γιος το επιβεβαιώνει. Με λίγα λόγια, μάλλον τζάμπα σηκώνομαι απ’ τα άγρια χαράματα για να τα μεταφέρω στο σχολείο. Αλλά τι να κάνεις; Σ’ αυτή την εποχή έλαχε να μεγαλώσουν, όπου όλα έχουν επίκεντρο το Βερολίνο.
«Τη φασολάδα ούτε που να τη δω» δηλώνει η πεθερά. «Έχω φούσκωμα» δικαιολογεί. Στην πραγματικότητα δεν έχει φούσκωμα. Έχει καμιά εικοσαριά παραπανίσια κιλά, αλλά χρονιάρα μέρα ποιός θαρραλέος αναλαμβάνει να προβεί σε διαιτολογικές συμβουλές! «Θα φάω μόνο λίγες γαρίδες και ίσως λίγο χαλβά» ενημερώνει. Ωραίος συνδυασμός! Με αυτό το «ίσως» να σημαίνει ότι αν είμαστε τυχεροί θα ξαναδούμε χαλβά του χρόνου.
Φέτος είπαμε να φάμε μέσα. Κοινή απόφαση. Κι αν ο καιρός το επιτρέψει να βγούμε για καφέ. Άλλωστε για μας το πέταγμα του αετού παραμένει στην θεωρία κι οι πρασινάδες που εντοπίζουμε για το άπλωμα της κουβέρτας – τραπεζομάντιλου αποδεικνύονται ιδιαιτέρως υγρές για τα καλομαθημένα, σαλονάτα μας οπίσθια. Γι’ αυτό μια βόλτα στο λιμάνι αρκεί. Καφεδάκι για μας, να ξυπνήσει η τσαχπινιά της αργίας. Αναψυκτικά για τα παιδιά, να ρευτούν τη Δευτεριάτικη νηστεία. Και για κείνη τσάι βουνού με μέλι, μπας και ξεκολλήσει απ’ τον ουρανίσκο η κρούστα του χαλβά.
Μονολογεί η πεθερά: «Νηστήσιμα σήμερα κι αύριο κιόλας, κάποιος θα ψάχνει για μπριζόλες». Και δεν σηκώνει καν το βλέμμα να με δει. Και όλοι ξέρουν, ότι αυτός ο κάποιος είμαι εγώ. Που αφήνω την πίκρα του σέλινου να πέσει απ’ το κουτάλι της φασολάδας. Που δίνω τόπο στην οργή. Που αναρωτιέμαι τι ακριβώς σημαίνει κούλουμα. Που απορώ με την επιλογή της μικρής να ντυθεί βασίλισσα του δάσους και που σχεδόν ανησυχώ με την εμμονή του μικρού να φορέσει στολή νίντζα. Γύρω απ’ το τραπέζι ένα αντρόγυνο, από κείνα που ισοπεδωτικά αποκαλούνται ως μέσο ζευγάρι, ένα κοριτσάκι με κεντημένα φύλλα σε πράσινο φόρεμα που σεργιανά σε μονοπάτια ενός δάσους φανταστικού, ένας γιος με σπαθί που φλερτάρει με όλα τα εύθραυστα αντικείμενα του σπιτιού και μια πεθερά που έχει φούσκωμα, όλοι μαζί πλησιάζουν στα τελειώματα ενός ακόμα γιορτινού γεύματος.
Λίγο αργότερα στο λιμάνι, τα παιδιά κυνηγούν περιστέρια. Εκείνη για να τα χαϊδέψει. Εκείνος για να τους δώσει τη χαριστική βολή του πολεμιστή. Ντυμένοι εμείς, με τα καλά μας χαμόγελα. Όχι τα ψεύτικα. Τα χαμόγελα των ανθρώπων που βλέπουν τα χρόνια να περνούν κυνηγώντας περιστέρια. Και μπροστά, πάντα τρία βήματα μπροστά, η πεθερά. Με μαύρο παντελόνι, ξανθό κοντό κούρεμα, χαμηλό παπουτσάκι και πράσινο σακάκι.
«Να λοιπόν που η μάνα σου πήρε την απόφαση και ντύθηκε Μέρκελ» ψιθύρισα στη γυναίκα, τη στιγμή που ο ήλιος ξέφυγε απ’ το σύννεφο και χώθηκε στα μάτια της. Κι ήταν ωραία έτσι κι ας μην άκουσε. Κι αυτή, κι ο ήλιος, και τα χρόνια μας που κυνηγούσαν τα πουλιά. Μέχρι κι η Μέρκελ – πεθερά. Που τέτοιες στιγμές, έχει τη χάρη της.