Διπλοκάτσανε, μασκαρεύτηκαν,
καταχράστηκαν, παραφάγανε,
μας εκδικείται τώρα απαράβατος
ο νόμος της οικονομίας.
Ήτανε τότε που στο Δημοτικό βάζανε οι δασκάλοι Α, Β, Γ… στα κοπέλια σα δίνανε εξετάσεις και σα τελειώνανε μια τάξη. Σήμερα, δεν ξέρω τι κάνουν κι ούτε μπορώ να παρακολουθώ τις αλλεπάλληλες, αιφνιδιαστικές, απρογραμμάτιστες κι εγκληματικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Λες κι είναι μπαλόνι, φούσκωσε -ξεφούσκωσε ή κάτι σαν φερμουάρ άνοιξε- κλείσε.
Έρχεται η κάθε, άξια ή ανάξια, κυβέρνηση κι ο κάθε σπουδαγμένος ή αγράμματος (βλ. νόμο της σχετικότητας), καλός ή άσχετος Υπουργός Παιδείας, βαστά κι ένα κοντύλι, τραβά χαρακιές κι όποιον πάρει ο χάρος. Καινούργιες αλλαγές, προσθήκες, αφαιρέσεις εις βάρος του πολυτιμότερου αγαθού που έχουμε, των παιδιών μας. Των αυριανών ηγετών, του δυναμικού της πατρίδας μας.
Δεν ξέρουν πως το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι σωστά κι ενδελεχώς μελετημένο, υπερκομματικά, από ανθρώπους καταξιωμένους, εξειδικευμένους που να βρίσκονται μακριά απ’ την επίδραση πολιτικών κομμάτων; Και πως πρέπει να μένει το ίδιο για δεκαετίες; Όχι βδομάδες όπως το καταντήσανε οι δικοί μας
Αλλά, νάτο, πάλι παρασύρθηκα, ξέφυγα απ’ το θέμα μου.
Που λέτε, πριν είκοσι περίπου χρόνια, εδώ στην ερημιά μου, είχε έρθει ένα καλό παιδί, οικογενειάρχης, αγρότης με θερμοκήπια, που έκανε και τον υδραυλικό, για να μου φτιάξει βρύσες κι αποχετεύσεις στο μικρό κουζινάκι. Ήταν καλός κι οικονομικός τεχνίτης, λίγο ογκώδης, αλλά διπλωνόταν- ξεδιπλωνόταν, ίδρωνε -ξίδρωνε, σαν ακροβάτης σε αποστρατεία, δηλαδή, έκανε σωστά τη δουλειά του.
Την ώρα του κολατσιού πιάσαμε κουβέντα, είπε μου πως ο γιος του που του αρέσει να τον βοηθάει στα υδραυλικά πήγαινε στην Πέμπτη δημοτικού.
– Κι είναι καλός μαθητής, τον ρώτησα.
– Όχι. Ο νους είναι στα χωράφια και στα παιγνίδια. Μπορεί να μην έχει και πολύ μυαλό, είπε σοβαρά.
– Με τι προβιβάστηκε πέρυσι.
– Με τίποτις. Ξαναπά στην ίδια τάξη.
– Διαβάζει φέτος;
Η απάντησή του ήταν κατατοπιστική.
– Άκου να σου πω κύριε καθηγητή, πάει στο σκολειό δε πάει, το ίδιο του κάνει. Μα κι εγώ επήγα την άλλη μέρα στο δάσκαλό του και του μίλησα σαν άντρας προς άντρα.
– Δηλαδή;
– Του λέω, «κυρ δάσκαλε, βάλε στο κοπέλι μου ένα Α να περάσει τη τάξη, να έρθει κοντά μου να δουλεύει, μα εγώ δεν τον προορίζω για Πρωθυπουργό».
Τούτη η ιστορία ήρθε στο νου μου άμα άκουσα πως «ευτυχώς το εξάμηνο, δε θα χαθεί» ή «θα γίνουν θερινά μαθήματα» (τελικά τι θα γίνει μόνο η Πυθία ξέρει) για τους φοιτητές που σχεδόν όλο το εξάμηνο δεν έκαναν μάθημα αφού τα αντίστοιχα Πανεπιστήμια ήταν κλειστά, με την ανικανότητα ή αδιαφορία των πνευματικών και πολιτικών πατέρων μας (η φωτιά να τους κάψει, ωρύεται η κυρά Μέλπω από δίπλα και τραβάει τα μαλλιά της) να βρούνε μια λύση στα κακώς κείμενα του ταλαίπωρου εκπαιδευτικού μας συστήματος… που λέγαμε…
Κι αν πάλι το χάσουν, σκέφτομαι, πώς γίνεται, μαθές, να τους πληρώνουμε για να απεργούν, και να κλέβουν από τους δεινοπαθούντες νέους το ακριβότερο αγαθό που διαθέτουν και λέγεται, χρόνος;
Και καλά οι πολιτικάντηδες που τους νοιάζει να μαζώνουν ψήφους. Αμ οι κύριοι πρυτάνεις και καθηγητάδες, δέχονται ότι «πάει δεν πάει ο φοιτητής στο τρανό σκολειό, το ίδιο του κάνει»; Δηλαδή, οι εκατοντάδες διδακτικές ώρες και τα εργαστήρια δεν μετράνε; Ή μήπως παραδέχονται ότι δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους;
Θα μου πεις οι διοικητικοί… ναι αλλά, αυτοί έχουν την ευθύνη της εκπαίδευσης;
Αυτοί, οι περισσότεροι, με πρασινομπλέ αγέρα ούριο, διπλοκάτσανε, τεμπελιάσανε, καταχράστηκαν, μασκαρεύτηκαν, παραφάγανε, δεν το κουνάνε, κι ο απαράβατος νόμος της οικονομίας, τώρα, μας εκδικείται.
Μας εκδικούνται όμως κι οι ίδιοι που, αμειβόμενοι, παίζουν σκάκι με πιόνια, τα ίδια τα παιδιά μας.
Με ποιο δικαίωμα, αλήθεια;
Κι όχι τίποτα, τα ανώτατα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα που είχαν κάποια υπόσταση στον υπόλοιπο κόσμο, πάει, μας τέλειωσε κι αυτό.
Και φτερουγίζουν τα όνειρα κι οι ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο γονιών και μαθητών;
Ένα ακόμα αίτιο που φεύγουν, όσοι μπορούν, έξω. Κι απ’ αυτούς, οι καλύτεροι, δε γυρίζουν.