» Καµπανάκι κινδύνου από την επιστηµονική κοινότητα
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει η επιστηµονική κοινότητα σχετικά µε τις συνθήκες λειψυδρίας και ξηρασίας στη Μεσόγειο. Η συνεχής αύξηση της θερµοκρασίας σε συνδυασµό µε τις µειωµένες βροχοπτώσεις αποτελούν τους βασικούς λόγους ανησυχίας των επιστηµόνων για τη διαθεσιµότητα των υδάτινων πόρων.
Ειδικότερα, στο µικροσκόπιο τίθενται οι περιοχές που κατά την τουριστική περίοδο δέχονται µεγάλο αριθµό επισκεπτών µε αποτέλεσµα η ζήτηση για νερό να αυξάνεται σηµαντικά. Σύµφωνα µε έκθεση του Παγκόσµιου Οικονοµικού Φόρουµ οι χώρες της Νοτίου Μεσογείου και ειδικότερα η περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (MENA)βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της κρίσης λειψυδρίας καθώς φιλοξενεί 15 από τις 20 χώρες µε τη µεγαλύτερη λειψυδρία στον κόσµο.
Επιπλέον, έκθεση του JRC της Κοµισιόν για την ξηρασία στη Μεσόγειο που δηµοσιεύθηκε τον φετινό Φεβρουάριο σχετικά µε τις συνεχιζόµενες ξηρασίες και τις επιπτώσεις τους στην ευρύτερη περιοχή, ανέφερε ότι οι µακροχρόνιες θερµοκρασίες άνω του µέσου όρου, οι θερµές περίοδοι και οι ανεπαρκείς βροχοπτώσεις έχουν οδηγήσει σε σοβαρές συνθήκες ξηρασίας στην περιοχή της Μεσογείου, επηρεάζοντας πολυάριθµες περιοχές στη νότια Ιταλία, τη νότια Ισπανία, τη Μάλτα, το Μαρόκο, την Αλγερία και την Τυνησία. Επιπλέον επεσήµανε ότι µε βάση τις εποχικές προβλέψεις αναµενόταν µία θερµότερη άνοιξη στη νότια Ιταλία, την Ελλάδα, τα νησιά της Μεσογείου και τη βόρεια Αφρική και προσέθετε ότι καθώς η σοβαρότητα της ξηρασίας αναµένεται να συνεχιστεί, αυξάνονται οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις της στη γεωργία, τα οικοσυστήµατα, τη διαθεσιµότητα πόσιµου νερού και την παραγωγή ενέργειας.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στο πλαίσιο του 3ου ∆ιεθνούς Φόρουµ για το Νερό, ο πρύτανης του ∆ηµοκρίτειου Πανεπιστηµίου Θράκης και καθηγητής ∆ιευθέτησης Ορεινών Υδάτων, Φώτης Μάρης, σύµφωνα µε τις έρευνες οι οποίες έχουν γίνει και τις µετρήσεις στο κοµµάτι της Μεσογείου και στον ελλαδικό χώρο εκτιµάται µία µείωση της απορροής λόγω της µείωσης των βροχοπτώσεων σε ποσοστό 15 µε 20% µεσοσταθµικά.
«Καταλαβαίνετε ότι αυτή η ποσότητα νερού είναι µία κρίσιµη ποσότητα και αυτό εκφράζεται στη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών για τη λειτουργία της κοινωνίας. Σε άλλες περιοχές περισσότερο έντονα και σε άλλες λιγότερο. Οπότε είµαστε υποχρεωµένοι αρχικά να επαναξιολογήσουµε όλα µας τα συστήµατα σε ό,τι αφορά την επάρκεια την οποία θα έχουν για την κάλυψη και των σηµερινών αλλά και των µελλοντικών αναγκών. Είναι µια τεράστια δουλειά η οποία πρέπει να γίνει και ταυτόχρονα να παίρνονται αποφάσεις οι οποίες να ρυθµίζουν την κατανάλωση από όπου προηγουµένως έχουµε ενηµερώσει οι επιστήµονες και το κράτος υπεύθυνα τον πολίτη για να κατανοήσει ποιες είναι οι αλλαγές οι οποίες πρέπει να γίνουν για να πετύχει η προσαρµογή», σηµειώνει ο κ. Μάρης.
Αναφορικά µε την Ελλάδα όπως επισηµαίνει η ανάπτυξη της τοπικής οικονοµίας και η τουριστική ανάπτυξη δηµιουργούν µεγάλες πιέσεις, µία εκ των οποίων είναι η µεγάλη ανάγκη σε πόσιµο νερό. «Είναι πολύ θετικό να αυξάνεται κάθε χρόνο η επισκεψιµότητα της χώρας, πολύ καλό και για την οικονοµία και για τους ανθρώπους που επισκέπτονται την χώρα, αλλά αυτό δηµιουργεί έξτρα πίεση. Έχουµε τη µείωση των βροχοπτώσεων από την άλλη όµως έχουµε αύξηση των αναγκών», τονίζει και προσθέτει ότι χρειάζεται κατά τόπους, στα µικρά, στα µεγαλύτερα νησιά, στις περιοχές που είναι µε χαµηλές βροχοπτώσεις ή άνυδρες προσαρµοσµένα σχέδια για να υπάρξει η δυνατότητα κάλυψης όλων αυτών των αναγκών και ταυτόχρονα να γίνουν βελτιώσεις στην κατεύθυνση της βιώσιµης διαχείρισης των υδάτων.
Οι µειωµένες βροχοπτώσεις τη χρονιά που διανύουµε αποτελούν επίσης έναν παράγοντα που επιβαρύνει το ζήτηµα της λειψυδρίας κυρίως, όπως εξηγεί ο κ. Μάρης, για το Νότιο Αιγαίο, την Κρήτη και την Νότια Πελοπόννησο, περιοχές που ήδη έχει καταγραφεί το πρόβληµα αλλά και σε µεγάλες πόλεις οι οποίες βασίζονται στην επιφανειακή απορροή.
«Αυτή τη στιγµή οι βροχοπτώσεις στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από δύο µέγιστα. Το ένα µέγιστο είναι στα τέλη Νοεµβρίου και τον ∆εκέµβριο και το δεύτερο µέγιστο είναι τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου. Οπότε καταλαβαίνετε η υστέρηση που έχουµε µέχρι αυτή τη στιγµή θα κριθεί το πόσο πολύ έντονη και πόσο πολύ µεγάλο θα είναι το έλλειµµα µας από το πώς θα συµπεριφερθούν οι βροχοπτώσεις στο αµέσως επόµενο χρονικό διάστηµα µέχρι τις 15 Ιουνίου. Αν σε αυτή την περίοδο που είναι το δεύτερο µέγιστο των βροχοπτώσεων της χώρας δεν έχουµε τις αναµενόµενες βροχοπτώσεις το πρόβληµα θα παραµένει σηµαντικό στις περιοχές που ήδη έχει καταγραφεί. Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Νότια Πελοπόννησος και σίγουρα στις µεγάλες πόλεις οι οποίες βασίζονται στην επιφανειακή απορροή».
Επιπλέον, σύµφωνα µε στοιχεία που παρέθεσε κατά τη διάρκεια οµιλίας του στο 3ο ∆ιεθνές Φόρουµ για το Νερό ο καθηγητής Κλιµατολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Μετεωρολογικής Εταιρείας, Παναγιώτης Νάστος µέχρι το 2050 η ζήτηση στο νερό προβλέπεται να διπλασιαστεί ή και να τριπλασιαστεί.
Αναφορικά µε τις βροχοπτώσεις ο κ. Νάστος επισήµανε ότι µε βάση τα κλιµατικά µοντέλα που έχουν αναπτυχθεί στην περίπτωση που η αύξηση της θερµοκρασίας αγγίξει τους 2 βαθµούς Κελσίου αναµένεται µείωση των βροχοπτώσεων περίπου 10-15% , κάτι το οποίο θα προστεθεί στην ήδη παρατηρούµενη µείωση που έχει σηµειωθεί, της τάξης του 20%, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο.
«Όταν η θερµοκρασία µας ξεπεράσει τον 1,5 Βαθµό Κελσίου βλέπετε ότι η θέρµανση θα είναι µεγαλύτερη ειδικά στις αρκτικές περιοχές πάνω από την ξηρά και στο Βόρειο Ηµισφαίριο ενώ αντίστοιχα οι βροχοπτώσεις θα ελαττωθούν κυρίως στα µεγάλα γεωγραφικά πλάτη. Στους τροπικούς στην περιοχή της Μεσογείου είναι µία µείωση της τάξης του 20% όπως είπα αυτό προστίθεται στην ήδη υπάρχουσα µείωση που ήδη έχουµε υποστεί. Αντίστοιχα, αποτελέσµατα είναι πολύ πιο έντονα όταν η θερµοκρασία µας φτάσει στους 2 βαθµούς Κελσίου», σηµείωσε και προσέθεσε ότι η ξηρασία γίνεται πλέον πιο έντονη και πιο εκτεταµένη ειδικά στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Παράλληλα, όπως τόνισε, σύµφωνα µε µία πρόσφατη µελέτη για την Ελλάδα παρατηρούν ότι υπάρχει µία µετατόπιση της ξηρασίας από τα ανατολικά προς τα δυτικά µε κύριο φραγµό στην κλιµατική αλλαγή να αποτελεί η οροσειρά της Πίνδου.
«Στη θερµοκρασία θα προσαρµοστούµε. Εκεί που δεν θα µπορέσουµε να προσαρµοστούµε, είναι το νερό», υπογράµµισε ο κ. Νάστος.