Από το άνοιγµά της στις αγορές τη δεκαετία του 1990, η Κίνα επωφελήθηκε από τεράστιες δυτικές επενδύσεις που επέτρεψαν τη θεαµατική ανάπτυξή της.
Ταυτόχρονα, το εµπόριο µε τη ∆ύση διευκόλυνε τη βιοµηχανική αντιγραφή για να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη ανταγωνιστικών κινέζικων προϊόντων χαµηλού κόστους. Μέσα σε λίγες µόνο δεκαετίες, η χώρα ανέβηκε στη δεύτερη θέση στο παγκόσµιο βάθρο. Σήµερα, εν µέσω ενός εµπορικού πολέµου µε τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, η Κίνα εκµεταλλεύεται τα νέα πρότυπα παραγωγής που έχουν θέσει σε εφαρµογή οι ανεπτυγµένες οικονοµίες για να ανταποκριθεί στην υπερθέρµανση του πλανήτη για να επιβάλει τα προϊόντα της και, πέρα από αυτό, την οικονοµική της ηγεµονία.
Χάρη στο ασυναγώνιστο κόστος κατασκευής, το Πεκίνο έχει ήδη ένα σχεδόν παγκόσµιο µονοπώλιο στην παραγωγή ηλιακών συλλεκτών. Οι ανεµογεννήτριες που κατασκευάζονται στην Κίνα παίρνουν επίσης τη µερίδα του λέοντος. Αυτά τα δύο σύµβολα καθαρής ενέργειας µπορούν να κάνουν να πιστέψουµε ότι η Λαϊκή ∆ηµοκρατία ακολουθεί µια υποδειγµατική οικολογική πολιτική, ενώ η χώρα παραµένει ο µεγαλύτερος εκδότης εκποµπών CO2 στον κόσµο. Το κοµµουνιστικό καθεστώς σε καµία περίπτωση δεν έχει αποκηρύξει την ορυκτή ενέργεια και ακόµη χειρότερα, αυξάνει την εγκατάσταση σταθµών παραγωγής ενέργειας µε καύση άνθρακα.
Με το µέλλον να είναι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, η Κίνα θέλει επίσης να γίνει ηγέτης στον τοµέα αυτό προσφέροντας µοντέλα χαµηλού κόστους και πάλι µε σκοπό να «σπάσει» ο ανταγωνισµός. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη επιδιώκουν να αντιµετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο µε φόρους εισαγωγής σε οχήµατα που επωφελούνται από τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις, κατά παράβαση των κανόνων του ΠΟΕ, του οποίου η Κίνα είναι µέλος από το 2001. Προκειµένου να παρακάµψουν αυτά τα προστατευτικά µέτρα, οι κινέζικες µάρκες επιδιώκουν τώρα να µετεγκαταστήσουν τα εργοστάσια στην Ευρώπη. Βέβαια, τα πραγµατικά ζητήµατα βρίσκονται αλλού. Η ανάπτυξη νέων ενεργειών απαιτεί την εκµετάλλευση νέων τύπων ορυκτού πλούτου. Το λίθιο, ο γραφίτης, το νικέλιο είναι από τα βασικά υλικά για την κατασκευή αυτών των καινοτόµων προϊόντων, συµπεριλαµβανοµένων των µπαταριών. Σε αυτόν τον τοµέα, η Κίνα έχει ήδη εξασφαλίσει µια δεσπόζουσα θέση ελέγχοντας το 22% της παγκόσµιας παραγωγής ορισµένων κρίσιµων υλικών. Αν προσθέσουµε σε αυτό το σχεδόν µονοπώλιο των άλλων Brics (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Νότια Αφρική, …) που είναι κοντά στην Κίνα, στις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την οικολογική µετάβαση, η δυτική εξάρτηση είναι σίγουρη.
Συµπερασµατικά, το κινέζικο καθεστώς πρέπει να βρει διεξόδους (αγορές) για τη βιοµηχανική του παραγωγή που έχει γίνει πληθωρική. Η πτώση της κατανάλωσης στον πληθυσµό, που προκλήθηκε από την κρίση του Covid-19 και, ως εκ τούτου, ενδιαφέρεται περισσότερο για την αποταµίευση παρά για τις δαπάνες, περιπλέκει την κατάσταση για την κινέζικη εξουσία. Σε αυτό το συγκυριακό πλαίσιο πρέπει να κατανοήσουµε τη βιοµηχανική επίθεση του Πεκίνου, που προσπαθεί να εκµεταλλευτεί τα νέα οικολογικά πρότυπα για να επιβληθεί.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΟΠΟΥΝΙ∆ΗΣ*