Κοινή ανακοίνωση εξέδωσε το Ινστιτούτο Καταναλωτών Κρήτης και το ΔΙΚΑΠ Ενωση για τα Δικαιώματα του Καταναλωτή και του Πολίτη στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται πως «διαμαρτυρόμαστε για την έλλειψη δημόσιας διαβούλευσης για τον νέο νόμο που θα διαδεχθεί το νομοθετικό καθεστώς του νόμου 3869/2010 για την προστασία της πρώτης κατοικίας των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Διαμαρτυρόμαστε για το γεγονός ότι σε συνθήκες αφάνειας και χωρίς δημόσια διαβούλευση προωθείται αυθαίρετα η νομοθέτηση ενός τόσο σημαντικού νέου νόμου που αφορά στο δικαίωμα στη στέγαση χωρίς να έχουν λάβει γνώση του περιεχομένου του οι ενώσεις καταναλωτών και χωρίς να έχουν κληθεί σε δημόσια διαβούλευση οι ενώσεις καταναλωτών και οι λοιποί κοινωνικοί φορείς.
Ορμώμενοι από το θεσμικό ρόλο μας ως συλλειτουργοί της προστασίας των οικονομικών δικαιωμάτων του πολίτη, ως ενώσεις καταναλωτών που εκ του ρόλου μας έχουμε υποχρέωση να προστατεύουμε τα δικαιώματα των πολιτών και ιδιαίτερα των αδυνάμων, ως θεματοφύλακες της συνταγματικής νομιμότητας και επειδή παράλληλα το ζήτημα είναι εξόχως ευαίσθητο, σας εκφράζουμε τον έντονο προβληματισμό και τη βαθιά ανησυχία μας σχετικά με το περιεχόμενο των υπό συζήτηση ρυθμίσεων, όπως αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας, και εφιστούμε την προσοχή σας -ιδίως- στα εξής σοβαρά σημεία
1. Κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Η τυχόν πρόβλεψη σε νομοθετική διάταξη ότι υποθέσεις του ν.3869/2010 οι οποίες εκκρεμούν προς συζήτηση ενώπιον δικαστηρίων αναφορικά με το κύριο αίτημά τους και στις οποίες έχει ήδη εκδοθεί προσωρινή δικαστική διαταγή θα υπαχθούν υποχρεωτικά ή συγκεκαλυμμένα σε καθεστώς διαφορετικό από το σήμερα υπάρχον (: καθεστώς ηλεκτρονικής πλατφόρμας ή οποιοδήποτε άλλο), το οποίο είτε θα στερεί από τους αιτούντες το δικαίωμα στο φυσικό δικαστή τους είτε θα ανατρέπει την εκδοθείσα διαταγή, που εκδόθηκε από νόμιμο δικαστήριο, συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής, πάσχει από αντισυνταγματικότητα και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι νομικά αποδεκτή.
2. Ομοίως, τυχόν πρόβλεψη ότι οι ήδη κατατεθειμένες εκκρεμείς αιτήσεις, ακόμη και αν δεν έχει συζητηθεί η προσωρινή διαταγή, υπάγονται σε καθεστώς διάφορο του υπάρχοντος, ιδίως με πρόβλεψη ότι εφεξής η αίτηση δεν θα κρίνεται από δικαστήριο αλλά με άλλο σύστημα (λ.χ ηλεκτρονική πλατφόρμα) και ιδιαίτερα αν αυτό γίνει με την επί τω χείρω μεταβολή των ουσιαστικών προϋποθέσεων που ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, όπως λ.χ τα όρια προστασίας, έτσι ώστε μέρος των αιτούντων (ήδη εχόντων την ιδιότητα του διαδίκου) να χάνει τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας, παραβιάζει επίσης σειρά από συνταγματικές αρχές και δικαιώματα, είναι αντισυνταγματική και δεν μπορεί να είναι αποδεκτή.
3. Για οφειλέτες που θα υποβάλλουν αιτήσεις προστασίας/υπαγωγής στο νέο καθεστώς που συζητείται πως θα διαδεχθει τον νόμο 3869/2010 πρέπει επίσης να ληφθεί σοβαρότατα υπόψη ότι η πρόβλεψη χαμηλών ορίων προστασίας, όπως ιδίως το αναφερόμενο στα δημοσιεύματα ποσό των 130.000,00 ευρώ ως μέγιστο συνολικής οφειλής (που συνιστά πλήρη ανατροπή του ισχύοντος σήμερα πλαισίου στο οποίο δεν υπάρχει όριο και το ζήτημα της σημασίας του ύψους οφειλής κρίνεται μόνο από τα δικαστήρια), με παράλληλη άρνηση προστασίας πέραν των 130.000,00 οικογένειες με περισσότερα από 3 ή 4 τέκνα, μητέρων που ανατρέφουν μόνες τα παιδιά τους κ.ό.κ.), θα συνιστά όχι μόνο μία επί της ουσίας απάνθρωπη μεταχείριση για τα πρόσωπα αυτά αλλά και παραβίαση της αρχής της προστασίας, της εμπιστοσύνης και σειράς άλλων διατάξεων της ευρώ σε πρόσωπα που τεκμηριωμένα έχουν σοβαρότατους λόγους προστασίας (αποδεδειγμένη με έγγραφα ανεργία, αναπηρία των ιδίων ή άμεσων μελών των οικογενειών τους, απολυμένων, γονέων σε πολύτεκνες κείμενης νομοθεσίας και του Συντάγματος και επίσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή»