Το 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έριξε την αυλαία του, σε μια τρομακτικά δύσκολη εποχή για το αβέβαιο μέλλον της παγκόσμιας κινηματογραφίας, καθώς η σχέση του κινηματογράφου με το κοινό του, αντιμετωπίζει το μεταίχμιο μιας σαρωτικής αλλαγής επικοινωνίας, αλλά και γενικότερα της μετατόπισης των κανόνων της συμμετοχικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της θέασης. Πολιτικό θέμα; Κοινωνικό; Οικονομικό; Όλα μεθυσμένα πιόνια, άτακτα στοιβαγμένα, σε μια παράξενη σκακιέρα, όπου όμως η δυνατότητα διακίνησης των νημάτων είναι στα χέρια άλλων. Λίγων ή πολλών; Η ιστορία είναι αυτή που θα το κρίνει στα χρόνια που έρχονται.
Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά τα δεδομένα και με απόλυτο σύμμαχο την οθόνη ενός υπολογιστή ή στην καλύτερη περίπτωση την οθόνη ενός «έξυπνου τηλεοπτικού δέκτη», η τριμελής επιτροπή της Fipresci επιφορτίστηκε -για ακόμη μια φορά- να επιβραβεύσει δυο ταινίες, για το σύνολο των καλλιτεχνικών τους αξιών και το συντακτικό τους. Μία, ανάμεσα σε αυτές που συμμετείχαν στο Διεθνές Διαγωνιστικό και αντίστοιχα, μία από το Ελληνικό.
Το σίγουρο είναι ότι οι ίδιες οι ταινίες, όπως και τα όνειρα των ανθρώπων που εργάστηκαν για το τελικό της αποτέλεσμα, ταυτίζονται στον πατροπαράδοτο στόχο. Δηλαδή, στη «θέαση» ενός εκούσιου «εγκλεισμού» σε μια σκοτεινή αίθουσα, με όλα τα συνεπαγόμενα κριτήρια του μαγικού συντονισμού με τους «άλλους» και όχι στη μειωμένη αντίληψη, του σινεμά τους «ενός ατόμου» μέσω μιας μικρής οθόνης, με όλα τα επίσης συνεπαγόμενα, μιας τυπικής ιδιωτικής προβολής. Τα κριτήρια αλλάζουν, το ένστικτο σημειολογεί με διαφορετικό τρόπο, η εμπειρία της ανάλυσης των καλλιτεχνικών αξιών είναι πρωτόγνωρη και τελικά η διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης άποψης, κυρίως για τα επιμέρους στοιχεία της κάθε ταινίας, βρίσκεται σε δίλημμα. Πώς να κρίνεις το κάδρο, τον ήχο και πως το μοντάζ σε μια μικρή οθόνη. Η δουλειά ενός κριτικού κινηματογράφου, κυρίως όταν καλείται να επιβραβεύσει μια ταινία, ως την καλύτερη, είναι μια σύνθετη διεργασία, μια συγκρότηση, μια συλλογή συμβόλων, όσο απλή κι αν φαίνεται για τους περισσότερους. Είναι η ευρυγώνια αντίληψη των ιστορικών και πολιτικών διαδρομών, των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, των καλλιτεχνικών κινημάτων, αλλά και των προσωπικών επιρροών, μερικά μόνον από τα απαραίτητα εργαλεία για τη σφαιρική αντιμετώπιση και ταξινόμηση μιας ταινίας.
Η σημερινή γενιά -και δεν αναφέρομαι σε όρια, αλλά σε μάζες ηλικιών θεατών- βρίσκεται τα τελευταία χρόνια μάρτυρας μιας διπλής αλλαγής του «φύλου» της τέχνης του κινηματογράφου. Από τον κόκκο του φιλμ στο αψεγάδιαστο ψηφιακό και από εκεί απευθείας στις κονσόλες των ειδικών εφέ. Τώρα, εν μέσω μιας τεράστιας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, η τέχνη του κινηματογράφου είναι αυτή που βάλλεται περισσότερο από κάθε άλλη, υποχρεώνοντας τον τελευταίο χρόνο τους θεατές να παρακολουθούν ταινίες σε «κλειστές», ιδιωτικές προβολές, εγκαταλείποντας στο περιθώριο την εκούσια και επιθυμητή απομόνωση στην αίθουσα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με όσο το δυνατόν ευνοϊκότερες, για τον καθένα μας, προϋποθέσεις προβολής, παρακολουθήσαμε ευλαβικά, πλην όμως διαδικτυακά, τα δυο διαγωνιστικά προγράμματα του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (Διεθνές και Ελληνικό), προσπαθώντας να διατηρήσουμε στο ακέραιο τη διπολική, αμφίδρομη σχέση πομπού-δέκτη, που ισχύει για όλες τις θεαματικές σκηνικές τέχνες.
Το πρόγραμμα αρκετά βαρύ σε χρόνο προβολής και το διάστημα μικρό. Η συνολική εικόνα αποτίμησης των θεματικών ενοτήτων αρκετά συμπιεσμένη, σε παράλληλη δράση και απόλυτα συμπαγή, στεγανή σύνδεση με την ευρύτερη εικόνα της κοινωνίας σήμερα.
To Shorta των Anders Olholm και Frederik Louis Hviid, από τη Δανία, κέντρισε εξαρχής το ενδιαφέρον όλων μας, εξαιτίας τόσο της λιτής του αισθητικής και κινηματογραφικής αφήγησης, όσο και της έντονα αντιστικτικής του τάσης στην πλοκή και στην ανάπλαση των χαρακτήρων του.
Η κατάληξη ενός 16χρονου έγχρωμου, αποδέκτη/θύμα αστυνομικής βίας, βρίσκει δυο αστυνομικούς με ετερόκλητους χαρακτήρες -οι οποίοι έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα- παγιδευμένους σε μια περιφερειακή περιοχή-γκέτο μεταναστών της Κοπεγχάγης, ενώ κάνουν την συνηθισμένη περιπολία τους. Το πλήθος είναι εξαγριωμένο, απαιτώντας εκδίκηση και οι δυο άνδρες, έρμαια των επιλογών τους, βρίσκονται μπλεγμένοι σε ένα άγριο και ατέρμονο κυνηγητό επιβίωσης… Η απλή λογική της άμεσης ιδεολογικής αντιμετώπισης, οδηγεί στο συμπέρασμα: «ναι… αλλά τι γύρευε η αλεπού στο παζάρι…» Η κινηματογραφική μυθοπλασία ωστόσο, έχει αντίθετη άποψη και προϋποθέτει εμπλουτισμένη αφήγηση.
Τα ευρωπαϊκά γκέτο μεταναστών, όπως και σχεδόν όλα τα αντίστοιχα, διατηρούν μια κοινωνική και πολιτική αυτονομία, ο άξονας της οποίας κινείται γύρω από μια ιδιότυπα ακλόνητη υποστηρικτική αλληλεγγύη, χωρίς καν αρχικά, να εξετάζεται η αντικειμενική διάσταση των γεγονότων, πριν τη μαζική αντίδραση. Αυτός είναι ο γενικός κανόνας, στον οποίο ασφαλώς επεμβαίνουν διάφορες εξαιρέσεις. Όπως πχ. στην αντίδραση των κατοίκων του γκέτο, όπου το δίκιο είναι αυτό που τους επαναστατεί. Εξάλλου, όλες οι αστυνομίες σε ολόκληρο των του πλανήτη, λειτουργούν με την ίδια χυδαιότητα, η οποία συνοδεύεται συχνά από την εδραιωμένη επιβολή εξουσίας, που ξεπερνάει τα όρια του εξευτελισμού της οποιασδήποτε προσωπικότητάς βρεθεί απέναντί τους. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι ιδιαίτερα έντονο στην ταινία, στη σεκάνς της σύλληψης του νεαρού «αλλόθρησκου».
Το καλό και το κακό, είναι δυο έννοιες ίσες και αντίρροπες μεταξύ τους και διατηρούν η κάθε μια τη δική της δυναμική στην έννοια της δικαιοσύνης. Αυτό είναι και το παιχνίδι της ταινίας, όπου οι χαρακτήρες χρησιμοποιούνται ως συνεχής εναλλασσόμενη πηγή φιλμικής ενέργειας, με τους εννοιολογικούς τους δείκτες να μετακινούνται συνεχώς πάνω και κάτω από την ίσαλο γραμμή, εναλλάσσοντας συχνά ρόλους. Όλοι έχουν δίκιο και συνάμα κανένας. Η δικαιοσύνη είναι σταθερή και αμετάβλητη μεν, ωστόσο η αξία της εξαρτάται από αυτόν, που κάθε φορά την ερμηνεύει. Και σε αυτό το σημείο έρχεται η ίδια η φύση να διαμορφώσει τα γεγονότα. Δεν κερδίζεις τίποτε αν δεν χάσεις κάτι. Η νομοτέλεια του Νεύτωνα, αποτελεί κανόνα της φυσικής, αλλά και της ίδιας της φύσης των απανταχού ζωντανών οργανισμών πάνω στον πλανήτη, η δε ερμηνεία της τεκμηριώνεται καθημερινά σε κάθε μας εκδήλωση. Έτσι και στην ταινία. Μπορεί η επιβίωση να αποτελεί ακτίνα του κύκλου της ζωής και να υπακούει σε δικούς της νόμους, σε δικές της πρακτικές και τακτικές, η νομοτέλεια όμως είναι αυτή που αποφασίζει ποιος θα είναι ο τελικός νικητής και ποιος όχι, ισοφαρίζοντας τα λάθη και τα σωστά του κόστους των επιλογών.
Οι δύο σκηνοθέτες επεξεργάζονται και διαχειρίζονται τα παραπάνω δεδομένα με προσοχή και χειρουργική συνέπεια, τόσο στην αναπαράσταση του σκηνικού χώρου, όσο και στην ανάλυση και προέκταση των βασικών χαρακτήρων. Όμως, δεν είναι μόνον οι δυο αστυνομικοί οι πρωταγωνιστές. Είναι και ο όμηρός τους, υψίσυχνος δορυφόρος, αυτός που εκπέμπει και στη συνέχεια αφομοιώνει τις κρυφές τους σκέψεις και κατ’ επέκταση τις πράξεις. Είναι ο συναισθηματικός κρίκος πάνω στον οποίο κινούνται, εξασκώντας προσωπικές ασκήσεις ύφους, προκειμένου να αντέξουν ή τελικά, να υποκριθούν τις εσωτερικές αλλαγές για τις οποίες δεν είναι έτοιμοι. Είναι ο «κακός» που μετατρέπεται αυτόματα σε «καλό» ανταλλάσσοντας τη θέση του με αυτούς.
Είναι όμως και αυτή η διαβολεμένη μουσική, απόκοσμη, καταραμένη, ανατριχιαστική. Μουσική που τους ακολουθεί βήμα στο βήμα, σκέψη στη σκέψη, πράξη στην πράξη. Μουσική που προσθέτει ή αφαιρεί στιγμές, όπως οι μεταξύ τους δημιουργικές σιωπές. Είναι και η κάμερα που εμπλουτίζει την ψυχρότητα και με την κίνησή της, αποτυπώνει τις έντονες αντιστικτικές τάσεις της πλοκής. Είναι και αυτό το γαμημένο ένστικτο που οδηγεί τη φαντασία σε δεύτερο επίπεδο, στο βάθος πεδίου, εκεί που ζωντανεύουν νοητά οι βαθύτερα κρυμμένες κατεστραμμένες κοινωνικές σχέσεις, στις αθέατες πλευρές της άρρωστης κοινωνίας.
Όχι δεν είναι μια ταινία καταγγελίας της μιας ή της άλλης πλευράς. Είναι ένα σκληρό αστυνομικό δράμα, θρίλερ με ρεαλιστική δομή και κλιμακωτή δράση, στην καρδιά μιας κοινωνίας, που κατά τ’ άλλα επιθυμεί, διακαώς, να ανήκει στην ελιτ της ευρωπαϊκής κοινότητας…