Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου, 2025

Το κοινό και οι επιδράσεις των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης

Το ζήτημα των επιδράσεων των ΜΜΕ αποτελεί θέμα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο και ταυτόχρονα πεδίο έντονης επιστημονικής αντιπαράθεσης. Επιδρούν τα Μέσα στο κοινό ή δεν επιδρούν και αν επιδρούν ποιος είναι ο βαθμός επίδρασης;
Οι εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες έρευνες και μελέτες γύρω από το θέμα των επιδράσεων συγκλίνουν στο ότι τα ΜΜΕ τελικά επιδρούν ενώ ο βαθμός εξαρτάται από πολλούς παράγοντες (ηλικία, μόρφωση, ταξική προέλευση, κοινωνική κινητικότητα, ιδεολογική ταυτότητα κ.λπ.).
Όπως έχει αναλυθεί από ερευνητές του χώρου των ΜΜΕ, ιστορικά ο Τύπος, τα περιοδικά και αργότερα η κρατική ραδιοτηλεόραση δεν προσδιορίζονταν αποκλειστικά από οικονομικούς στόχους, αλλά κυρίως από πολιτικούς ιδεολογικούς και πολιτιστικούς παράγοντες με σαφή κυριαρχία των ενημερωτικών και εκπαιδευτικών τους λειτουργιών. Εξαίρεση αποτέλεσε ο κινηματογράφος, κυρίως λόγω του τεράστιου κόστους παραγωγής, διανομής και εκμετάλλευσης των ταινιών, ο οποίος αποτέλεσε ήδη από την εποχή της εμφάνισής του, μία εμπορευματοποιημένη βιομηχανία.
Από τα μέσα όμως του 20ου αιώνα, αλλά κυρίως τα τελευταία 30 χρόνια, επίκεντρο της λειτουργίας όλων σχεδόν των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων ΜΜΕ είναι η αύξηση της κερδοφορίας τους με βάση τη λογική της αγοράς. Παρατηρούμε ότι μετά την απορύθμιση του Ρ/Τ πεδίου, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, εμφανίζονται οι ακόλουθες τάσεις:
• συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με συνέπεια το μετασχηματισμό των επιχειρήσεων των ΜΜΕ σε τεράστιους επιχειρηματικούς οργανισμούς
• εντεινόμενη ιδιωτικοποίηση και πλήρης κυριαρχία του εμπορευματικού μοντέλου επικοινωνίας με άμεση συνέπεια την καταλυτική επίδραση της διαφήμισης στη λειτουργία των ΜΜΕ
• διεθνοποίηση της επικοινωνίας στο επίπεδο της παραγωγής και της διανομής και τάση πλήρους ελέγχου από πολυεθνικές επιχειρήσεις
• ανάπτυξη της ηλεκτρονικής μορφής επικοινωνίας, των ψηφιακών συστημάτων κωδικοποίησης και τάση σύγκλισης της πληροφοριακής και επικοινωνιακής τεχνολογίας
• ραγδαία ποσοτική αύξηση των προσφερόμενων ενημερωτικών και πολιτιστικών προϊόντων των ΜΜΕ.
Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η “απορρύθμιση” του τηλεοπτικού πεδίου, η συρρίκνωση του ρόλου του κράτους και η σχεδόν πλήρης κυριαρχία του εμπορευματικού μοντέλου, σε συνδυασμό με τη σύγκλιση των τηλεπικοινωνιών, της ηλεκτρονικής βιομηχανίας και των Μέσων σε έναν ενιαίο τομέα, οδήγησαν διεθνώς σε ένα πρωτοφανές κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων και στη συγκέντρωση τεράστιας οικονομικής και πολιτικής δύναμης σε μια μικρή ομάδα γιγαντιαίων πολυεθνικών ομίλων που ανταγωνίζονται για την παγκόσμια πλέον κυριαρχία στο ευρύτερο φάσμα της επικοινωνίας (Λέανδρος, 2000).
Η στρατηγική των πολυεθνικών αυτών ομίλων συνίσταται στην ταχύτατη διείσδυση σε νέες περιοχές, στη δημιουργία νέων αγορών και στη διαμόρφωση των καλύτερων δυνατών προϋποθέσεων για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την προώθηση της σύγκλισης τηλεπικοινωνιών και ΜΜΕ.
Σήμερα, είναι πλέον σαφές ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της μαζικής κουλτούρας παράγεται από μεγάλες εταιρείες, και, συνεπώς, το θέμα της ενημέρωσης και παραγωγής των πολιτιστικών προϊόντων δυστυχώς τίθεται όλο και περισσότερο με όρους εμπορικούς και ποσοτικούς. Σε αυτό το πλαίσιο είναι λογικό το ειδησεογραφικό περιεχόμενο να προσανατολίζεται περισσότερο στην ψυχαγωγία (π.χ., τάση ενίσχυσης του “ενημεροψυχαγωγικού” ή αμιγώς ψυχαγωγικού περιεχομένου). Ετσι το πρόγραμμα και το περιεχόμενο είναι περισσότερο εφησυχαστικό, ομοιόμορφο, τυποποιημένο και λιγότερο δημιουργικό, αποφεύγοντας την καινοτομία. Όλα αυτά τουλάχιστον είναι στοιχεία που συνδέονται με τους όρους μιας μεγάλης παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
Το γεγονός ότι ταυτόχρονα λειτουργούν σε διεθνές αλλά κυρίως σε τοπικό επίπεδο πολλές μικρές διαφοροποιημένες αγορές Μέσων δεν μεταβάλλει τους όρους αυτούς.
Είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η ύπαρξη τοπικών μέσων ενημέρωσης, όπου αυτά έχουν μία σημαντική παρουσία, μπορούν να συμβάλlουν πράγματι σε μια εναλλακτική ενημερωτική και πολιτισμική δραστηριότητα η οποία με τη σειρά της ενισχύει τα κινήματα των πολιτών, τον εθελοντισμό και τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Επίσης ο Gerbner (1998) αναφέρει ότι «η μονοπώληση, η συγκεντροποίηση και η ομογενοποίηση του πολιτισμικού περιβάλλοντος συνεπάγεται ότι ορισμένες στρατηγικές προώθησης προϊόντων είναι δυνατόν να επιβληθούν παγκοσμίως, και είναι ακριβώς αυτές οι στρατηγικές που θα επιβληθούν στους δημιουργούς οι οποίοι παράγουν τα προϊόντα, γράφουν, διευθύνουν, διακινούν τις πληροφορίες αλλά και τα ψυχαγωγικά προγράμματα. Και δεν είναι ούτε η δημοτικότητα ούτε τα ποσοστά ακροαματικότητας ή θεαματικότητας, ούτε μόνον η κυκλοφορία των αγαθών που βαρύνουν τον καθορισμό των στρατηγικών αυτών, αλλά εκείνο το οποίο θα παραχθεί με όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος».
Όλες αυτές οι τάσεις μεταβολής ή περιορισμού της ποικιλίας των πολιτισμικών αγαθών, κατά “παράδοξο” τρόπο, συνυπάρχουν με τη ραγδαία ποσοτική αύξηση των πολιτιστικών προϊόντων και ενισχύονται με την ανάπτυξη των νέων μέσων επικοινωνίας, τη σύγκλιση πληροφορικής, τηλεπικοινωνιών και μέσων μαζικής επικοινωνίας. Ο όγκος των πληροφοριών που διακινούνται καθημερινά είναι πλέον τεράστιος επιτρέποντας ακόμα και σε ομάδες του πληθυσμού με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο να ενημερώνονται και να συμμετέχουν στα κοινά.
Αλλά και κοινωνικά στρώματα με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο διαμέσου των ΜΜΕ παραδοσιακών και νέων, αποκτούν μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και τη γνώση συμβάλλοντας έτσι στην ανάδυση του φαινομένου της γνωστικής κινητοποίησης.
Υπάρχει λοιπόν μία αντίφαση. Μεγάλος όγκος πληροφορίας, μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης ομάδων του πληθυσμού στη γνώση και από την άλλη ομοιομορφία προγραμμάτων, κυριαρχία της ενημερω-διασκέδασης έναντι της ενημέρωσης, δραματοποίηση και προσωποποίηση του περιεχομένου.
Για παράδειγμα, και αυτό είναι επίκαιρο, το εμπορευματικό πλαίσιο λειτουργίας της τηλεόρασης μετατρέπει την πολιτική αντιπαράθεση σε ένα αγώνα δρόμου ανάμεσα σε πρόσωπα. Αυτό θεωρείται ότι οδηγεί σε μία προιούσα απεμπλοκή των πολιτών από τα δίκτυα οργάνωσης των κινημάτων με αποτέλεσμα να μειώνεται συνολικά το κοινωνικό κεφάλαιο δηλαδή η εμπιστοσύνη στον άλλο αλλά και σε όλους ανεξαιρέτως τους φορείς του πολιτικού συστήματος και αυτό είναι επικίνδυνο για τη δημοκρατία.

*επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Α.Π.Θ.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα