Μικρά και μεγάλα προβλήματα. Προσωπικά και κοινωνικά. Καθημερινά. Οι άνθρωποι έχουν να αντιμετωπίσουνε. Προβλήματα, που αφορούνε στην επιβίωση και στη διαβίωσή τους. Άλλα λύνονται εύκολα άμα τη γενέσει τους. Άλλα απαιτούν χρόνο, είτε λόγω ανθρώπινης αδυναμίας- είτε λόγω συνεχούς αναβολής ανάληψης της ευθύνης.
Συχνά, για να λυθούνε τα προβλήματα αυτά, απαιτείται η κοινωνική συνεργασία και συναίνεση. Από τα πανάρχαια χρόνια, στις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες. Το άτομο μεμονωμένο δεν μπορούσε να δράσει. Ακόμη και στα καθαρά προσωπικά του ζητήματα. Έπαιρνε σοβαρά υπόψη του και τι θα πει η «κοινή γνώμη». Αλλά και τις κρίσεις των παλαιότερων γενιών πάνω σε ίδιο τυχόν θέμα.
Έτσι, δημιουργείται μέσα στο νου του ένα ιδεολογικό υπόβαθρο. Οι προσωπικές του εμπειρίες και ανάγκες, οι γνώμες του περιβάλλοντός του, οι κρίσεις του παρελθόντος τον βοηθούν μεν να λύνει ό,τι τον βασανίζει, αλλά έχουν και μια αρνητική συνέπεια. Την οποία καλούμαστε να εξετάσουμε σήμερα. Τού γεννούν προκαταλήψεις σχετικά με καθετί. Και, συνεπώς, δεν τον αφήνουνε βήμα να κάνει μακριά από δαύτες, ελεύθερος.
Οι προκαταλήψεις υπάρχουν όσο υπάρχει άνθρωπος σε κοινωνικό περίγυρο. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο «χαμαιλέων» ή «λερναία ύδρα».Μ΄ άλλα λόγια, είναι ένα φαινόμενο που δεν εκλείπει ποτέ. Όσο προοδευτική, ανοιχτή, απελευθερωμένη φαίνεται μια κοινωνία. Όσο απαλλαγμένος κιαν διατείνεται πως είναι από ταμπού και άλλες απαρχαιωμένες δεισιδαιμονίες ένας άνθρωπος, στην ατομική του ζωή.Οι προκαταλήψεις προσαρμόζουνε τις μορφές τους από εποχή σε εποχή, ανάλογα και με το περιβάλλον. Έτσι, η απαγόρευση της γυναικείας εργασίας, που απασχόλησε κοινωνίες περασμένων εποχών, σήμερα έχει δώσει τη θέση της στην «ενοχλητική, αντικοινωνική» παρουσία και δράση αλλοδαπών στη χώρα μας.
Πώς, όμως, οδηγούνται άνθρωποι και κοινωνίες στη δημιουργία στείρων προκαταλήψεων, αν και ξέρουν πόσο αρνητικές είναι;Ίσως έχει να κάνει με την από παλιά τάση του να προσπαθεί να φέρει πιο κοντά του ό,τι τον περιβάλλει, με την κατάταξη προσώπων και πραγμάτων σε κατηγορίες – είδη. Αυτή η κατάταξη γίνεται αυθαίρετα, όπως αβασάνιστη είναι και η αμέσως επόμενη κίνησή του: Να τους βάζει «ετικέτες» και να αποδέχεται ως δικές του ή να διασπείρει ως αληθείς γνώμες και θέσεις που τα αφορούνε, αλλά δεν είναι προϊόν δικιάς του προσωπικής μελέτης και προβληματισμού σε αυτά. Μα ξένες με οποιαδήποτε αλλοίωση μπορεί να επιφέρει η «μεσολάβησή» του, ώσπου να φτάσουν σε ένα πιο ευρύ κοινωνικό περίγυρο.
Το μορφωτικό επίπεδο και ο βαθμός ψυχικής και πνευματικής καλλιέργειας αποτελούν δυο από τους βασικότατους παράγοντες, που διευκολύνουνε τη γέννηση, την εξάπλωση και τη διατήρηση των στερεότυπων αντιλήψεων. Αναμφίβολα. Είτε αυτές αφορούν στην πολιτική, είτε στη θρησκεία, είτε γενικότερα σε κάθε κοινωνική εκδήλωση. Η ημιμάθεια, την οποία το καθημερινό άγχος ευνοεί καθώς απαιτεί να ανακατεύεσαι λίγο απ΄ όλα και να συμμετέχεις και στον κοινό αγώνα για αρμονική ένταξη στο κοινωνικό σύνολο- γίγνεσθαι και πολιτικοποίηση δίχως βαθύτερη, πραγματική γνώση, είναι το ίδιο χειρότερη με την αμάθεια ή με έναν τραχύ, απαίδευτο χαρακτήρα. Κοντά σε αυτά τα δυο, ας μην αρνηθούμε πως όσες φορές κάποιος αρνείται να δει πέρα από κάτι- το ένα και (όπως νομίζει ή τον έχουν «παραμυθιάσει») μόνο αλάνθαστο, στο οποίο παραμένει απόλυτα προσκολλημένος με παρωπίδες, εύκολα οδηγείται σε προκαταλήψεις.
Αλλά η ενεργός συμμετοχή του πολίτη στα κοινά προϋποθέτει αναμφίβολα και γνώση των όρων του πολιτικού παιχνιδιού. Συχνότατα, όμως, οι πολιτικοί που θέλουν προς ίδιον όφελος να διαχειρίζονται τα δημόσια πράγματα, καλλιεργούν και συντηρούν προκαταλήψεις. Σκοπός τους είναι να αποπροσανατολίσουν το λαό ή να τον παρασύρουν ως δημαγωγοί λαοπλάνοι όπου τους συμφέρει ή κατά των αντιπάλων τους. Στην επίτευξη του στόχου αυτού χρησιμοποιούν την πλύση εγκεφάλου με συνεχή αστήρικτα -αν το καλοεξετάσεις- ψεύδη και μια αντικοινωνική κατά βάθος προπαγάνδα, στην οποία εύκολα πέφτει ο ενήλικος κουρασμένος από τόσα άλλα κάθε μέρα ψηφοφόρος.
Τα χρόνια, όμως, που ο άνθρωπος είναι παιδί είναι πιο εύπλαστος ως νους και ως χαρακτήρας. Δηλαδή στην ψυχή και στον τρόπο σκέψης. Ακόμη, δεν έχει σχηματιστεί μέσα του η κριτική διάθεση αμφισβήτησης των γονικών εντολών και συμβουλών. Έτσι, δέχεται σχεδόν αβασάνιστα και ό,τι του λένε οι δάσκαλοι στο σχολείο ή κι οι φίλοι στις καθημερινές -εντός κι εκτός σχολείου- συναναστροφές. Στην παιδική ηλικία, άθελά του, λοιπόν, οποιοσδήποτε γίνεται δέκτης των προκαταλήψεων, που «έφεραν» στις πλάτες τους οι γονείς του. Οι γονείς, που αναθρεμμένοι σε τελείως διαφορετικό -πιο ανελεύθερο, πιθανώς- οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον μεγάλωσαν και στηρίχτηκαν, αφού ήθελαν να «κοινωνικοποιηθούν», σε στοιχεία που απλώς ήταν κοινωνικώς αποδεχτά κι όχι προσωπικός τους σωματικός και πνευματικός μόχθος.
Έτσι, πέρασαν και παγιώθηκαν στους γονείς αλλά και στους δασκάλους κάποιες προκαταλήψεις, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν αρνητικά τα μικρά παιδιά. Αν δεχτούν οι μαθητές άκριτα τη φαινομενική αλήθεια των όσων διδάσκονται και δεν την ψάξουν, θα γίνουν κι οι ίδιοι γρήγορα φερέφωνα κοινοβλαβών στερεότυπων αντιλήψεων.
Στο ψάξιμο, όμως, αυτό της πραγματικής αλήθειας και την προσπάθεια διάλυσης του αναχώματος δογματικών προκαταλήψεων συχνά δεν παίζει βοηθητικό ρόλο η Εκκλησία. Αντιθέτως μάλιστα, όχι σπάνια η ίδια (οι ρασοφόροι επίγειοι φορείς της κι όχι η πραγματική χριστιανική διδασκαλία) ορθώνουν και διαιωνίζουν αντικοινωνικές προκαταλήψεις. Με σκοπό να φοβίσουν τα πλήθη των πιστών, να τα πείσουν πως τους έχουν ανάγκη για να σωθούν ή να βρουν το δρόμο για τη λύτρωση. Ακόμη, εκμεταλλεύονται την αφέλεια πολλών ή την ανάγκη περισσοτέρων και υπόσχονται τη μόνη αλήθεια, με έναν μόνον όρο, να πιστέψεις -δίχως να ψάξεις εσύ ο ίδιος παραπέρα και να αρκεστείς σε ό,τι ακούς στα Θεό(;)πνευστα κηρύγματά τους- πως αυτοί είναι η μόνη πνευματική πηγή της αλήθειας και όλα τα άλλα των άλλων θρησκειών ή βιοθεωριών είναι ασύστολα ψεύδη. Κι έτσι είναι συνηθισμένα ιστορικά φαινόμενα να παρασύρουν τις μάζες, όπου αυτοί έχουν «κέρδος» κι όχι εκεί που θάθελε ο Θεός.
Οι προκαταλήψεις, από οποιοδήποτε λόγο κιαν δημιουργήθηκαν ή παραμένουν στην επιφάνεια, δεν ωφέλησαν τους ανθρώπους ποτέ, ούτε στην προσωπική τους ζωή, ούτε στην κοινωνική τους δράση, σε σχέση με τους άλλους συνανθρώπους τους. Ούτε στον εργασιακό χώρο, ούτε στην ψυχαγωγία, ούτε σε χώρους κοινωνικών εκδηλώσεων (εκκλησία, σχολείο, οικογένεια).Πάντοτε ήταν αποτρεπτικός παράγοντας για την προκοπή του ατόμου και την ευημερία των κοινωνιών. Όσο χρειάζονται στα καθημερινά προβλήματα ο ελεύθερος, ανεπηρέαστος ανθρώπινος νους και η ανιδιοτελής συνεργασία, τόσο -σε κάθε εποχή και κοινωνία- απαραίτητη είναι η καταπολέμηση των αντικοινωνικών προκαταλήψεων.
Με καλή διάθεση, ευρύτητα και οξύτητα πνεύματος τα άτομα κρίνουν και αμφισβητούν ό,τι τους παραδίδεται από τους γονείς και όλους τους μεγαλύτερους γενικότερα. Οι προκαταλήψεις κι οι (αρνητικές, πάντα και μόνον) συνέπειές τους τότε δε θα έχουν εύκολο πεδίο δράσης στις ανθρώπινες ψυχές και κοινωνίες.Ο δημοκρατικός διάλογος κι όχι μια στείρα «κριτική για την κριτική» ανοίγει διάπλατα τους ορίζοντες για μια πραγματικά απελευθερωμένη από αναχρονιστικές προκαταλήψεις κοινωνία.
Όσες φορές ο άνθρωπος κάθεται και μελετά κάθε κίνησή του, το περιβάλλον του και τις σχέσεις του με τους άλλους, δύσκολα πέφτει στην παγίδα των στερεότυπων αντιλήψεων. Όχι δεν πρέπει να είναι ευμετάβολος ή συμφεροντολόγος, αλλά επιβάλλεται να μην εκφέρει γρήγορα κι επιπόλαια συμπεράσματα, μόνον από ό,τι φαίνεται και δίχως να ψάξει το αληθές είναι,και -κυρίως- να μη σπεύδει να κρίνει -να απορρίπτει ή να δέχεται, κατά το κοινό δοκούν- πρόσωπα και καταστάσεις.
Οι προκαταλήψεις αφήνουν ανεπηρέαστη την κοινωνία εκείνη που τα μέλη της έχουν βγάλει τις παρωπίδες, αποφεύγουν υπερβολικές κρίσεις επί παντός επιστητού, έχουν τα μάτια και του νου και της ψυχής και του σώματος ορθάνοιχτα για όποιον τείνει να βλάψει το σύνολο με αφορισμούς, ρατσισμούς και οποιεσδήποτε άλλες κοινωνικές διχαστικές διακρίσεις.
Γιατί είναι -δυστυχώς, όπως καθημερινά όλοι βλέπουμε- αλήθεια.Οι συνέπειες των προκαταλήψεων είναι καταστροφικές για την κοινωνία και για καθένα ξεχωριστά. Πέρα από την αναντίρρητη οπισθοδρόμηση σε πρακτικές και μεθόδους που επιφέρουν, οδηγούν καθημερινά αρκετούς σε ό,τι αφορά στην προσωπική τους ζωή σε αυτοπεριθωριοποίηση, απομόνωση και μελαγχολία, παραίτηση από τη ζωή που «ρυθμίζουνε» οι πολλοί άλλοι.
Σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων η καχυποψία και η βιαστική εξαγωγή συμπερασμάτων και κρίσεων κατά του διπλανού μας δημιουργεί μια ψυχρότητα, που φέρει τη σημερινή αποξένωση των μεγαλουπόλεων, αλλά και μια ανασφάλεια, δεν ξέρεις πώς θα σκεφτεί ο άλλος για ό,τι θες εσύ. Τέλος, στις σχέσεις του ανθρώπου σε μιαν κοινωνία, συχνά οι προκαταλήψεις -ενισχυμένες από έναν αδικαιολόγητο, άκρατο και παράλογο παντελώς μα σκοπίμως καλλιεργούμενο (;) φανατισμό- οδηγούν σε αντικοινωνικές εκδηλώσεις, διαιωνίζοντας λανθασμένες ή πεπαλαιωμένες -άχρηστες ακόμη και στην εποχή τους αντιλήψεις.
Η παρουσία προκαταλήψεων στην καθημερινή ανθρώπινη ζωή είναι -φευ!- αναπόφευκτη. Δεν είναι καθόλου και για κανέναν μας, όμως,δίκαιο να αποτελεί άλλοθι για τη μη ανάληψη κοινωνικών πρωτοβουλιών ή προσωπικών κινήσεων για βελτίωση των συνθηκών ζωής, του βιοτικού μας επιπέδου. Όπλα, για να έχουν όσο το δυνατό ελάχιστες αρνητικές συνέπειες και να επέλθει βαθμιαία η ολοκλήρωση του ατόμου κι η προκοπή της κοινωνίας,ας χρησιμοποιήσει ο κάθε άνθρωπος, από παιδί ακόμα κι ανεξάρτητα από φύλο ή φυλή, την πίστη στις προσωπικές του δυνάμεις και δυνατότητες, μα και την αυτοκριτική, με την οποία κάθε επιφανειακή και κακόβουλη κριτική ή αναχρονιστική προκατάληψη δεν του φράζουν το δρόμο ως την ελεύθερη σκέψη και δράση._