Στην Ελλάδα της χρεοκοπίας και της κρίσης ασφαλώς και υπάρχουν μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Οχι ότι πρώτα δεν υπήρχαν στην Ελλάδα της πλασματικής ευμάρειας.
Αυτό που δεν υπήρχε και δεν υπάρχει ακόμα και σήμερα, είναι οι κοινωνικές πολιτικές για ομάδες του πληθυσμού που έχουν άμεση ανάγκη βοήθειας. Αυτές οι ομάδες ή κατηγορίες “δικαιούχων” θα πρέπει άμεσα να καταγραφούν ανά δήμο της χώρας και να υπάρξουν οι αντίστοιχες πολιτικές αλληλεγγύης και στήριξης.
Αυτές οι ανάγκες πρέπει να αποτελέσουν τις προτεραιότητες τόσο για την κυβέρνηση, όσο και την αντιπολίτευση, όπως είναι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για το σύνολο των ανέργων, ειδικά σε οικογένειες που και τα δύο μέλη δηλώνουν άνεργοι με ανήλικα παιδιά. Οπως και κοινωνικές πολιτικές στήριξης και πρόσβασης σε δημόσια αγαθά που αφορούν τη διαβίωση, όπως είναι η τροφή, το ρεύμα, το νερό, κ.λπ.
Θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο σοβαρής πολιτικής συζήτησης αυτές οι πολιτικές έξω από δημαγωγίες και παροχολογίες που μας έχει συνηθίσει το πολιτικό μας σύστημα και κυρίως από πού θα βρεθούν οι πόροι.
Η εποχή των μεγάλων λόγων έχει τελειώσει ανεπιστρεπτί, όπως και των κουβαρντάδων πολιτευτών του δημόσιου χρήματος από δανεικά. Το πολιτικό μας σύστημα θα πρέπει να δοκιμαστεί πλέον σ’ ένα πολύ δύσκολο πεδίο άγνωστο για αυτό, του εξορθολογισμού και της χρηστής διαχείρισης της δημόσιας δαπάνης, η οποία θα πρέπει να καλύψει τις ανάγκες κατηγοριών του πληθυσμού που πραγματικά έχουν ανάγκη. Σ’ αυτό το πεδίο θα πρέπει να στηρίξουμε πρωτοβουλίες και όχι να ανεβάζουμε τον τόνο της κριτικής για μία επιβάρυνση ετήσια της τάξης των 50 λεπτών για τους έχοντες, όπως είναι για την αντιμετώπιση όσων δεν έχουν ηλεκτρικό ρεύμα και είναι πραγματικά ανήμποροι, ανακαλύπτοντας κατά τρόπο κωμικοτραγικό την “υπερφορολόγηση των Ελλήνων”, μέσω της επιβάρυνσης των 50 λεπτών. Ας βρουν άλλο τρόπο να εκφράσουν την πιθανή δίκαιη αντίθεσή τους στη φορολογία.