Εἶχα ρωτήσει πρὶν ἀπὸ χρόνια μαθήτριά μου ἂν ἤξερε τὴ σημασία τοῦ ὀνόματός της, Ἰφιγένεια. Μοῦ ἀπάντησε ἀρνητικά. Τὴν προέτρεψα νὰ ρωτήσει τοὺς γονεῖς της ἢ ὁποιονδήποτε ἄλλον θὰ μποροῦσε νὰ τὴ βοηθήσει. Ὕστερα ἀπὸ μέρες μοῦ εἶπε, μὲ ἀπογοήτευση, ὅτι οἱ προσπάθειές της δὲν εἶχαν ἀποτέλεσμα. Τῆς ἐξήγησα τότε ὅτι τὸ ὄνομά της χρησιμοποιεῖται ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια καὶ ὅτι σημαίνει τὴ γυναίκα ποὺ ἔχει ἰσχὺ ἀπὸ τὴ γέννησή της, ποὺ εἶναι, ἑπομένως, ἰσχυρή. Ἐκτὸς ἀπὸ ἀνακούφιση, εἶδα στὸ πρόσωπό της πλατὺ χαμόγελο, ἀποτέλεσμα τῆς περηφάνιας ποὺ ἔνιωσε γιὰ τὸ σπουδαῖο ὄνομα ποὺ τῆς εἶχαν δώσει.
Ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν «Χ. Ν.» πολλὲς φορὲς καὶ κατὰ τὸ πρόσφατο καὶ κατὰ τὸ πιὸ μακρινὸ παρελθὸν κατέθεσα τὴ συμβολή μου στὴ γνωριμία μὲ τὸ λεξιλόγιο ποὺ χρησιμοποιοῦμε καὶ τοῦ ὁποίου κατὰ ἕνα σημαντικὸ μέρος πολλοὶ ἀγνοοῦν τὴ σημασία. Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὶς λέξεις τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας φαίνεται νὰ μὴν προκαλεῖ συγκίνηση καὶ κατὰ συνέπεια ἐνδιαφέρον ἡ ἀρχικὴ σημασία τους. Δεν ἰσχύει ὅμως τὸ ἴδιο γιὰ κύρια ὀνόματα, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουν δοθεῖ σὲ ἀνθρώπους – σὲ κάποιους ἀπὸ ἐμᾶς.
Ὅπως εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό, ὁ λόγος εἶναι κυρίως γιὰ τὶς λέξεις (πλῆθος ἀμέτρητο…) οἱ ὁποῖες ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἔχουν φτάσει μέχρι τὴν ἐποχή μας καὶ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ γλωσσικοῦ κώδικα. Οὐσιαστικά, ρήματα, ἐπίθετα ἀποτελοῦν τὸν κύριο ὄγκο αὐτοῦ τοῦ γλωσσικοῦ ὑλικοῦ. Ἐπειδὴ καὶ ἄλλοτε ἔγινε λόγος γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ὅπως σημείωσα προηγουμένως, θὰ ἑστιάσω σὲ κύρια ὀνόματα, καὶ μάλιστα σὲ προερχόμενα ἀπὸ τὸ γοητευτικὸ χῶρο τῆς Μυθολογίας. Εἶναι χῶρος στὸν ὁποῖο συναντᾶμε μύθους καθαρὰ ἑλληνικοὺς ἀλλὰ καὶ ἐπιδράσεις ἀπὸ τὶς μυθοπλασίες ἄλλων λαῶν, κυρίως τῆς Ἀνατολῆς. Ἀπροσδιόριστος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν προσώπων ποὺ «συμμετέχουν» στοὺς μύθους, ἐνῶ λόγω τῶν ἐπιδράσεων αὐτῶν καὶ τοῦ πλήθους τῶν παραλλαγῶν ποὺ ἔχουν παραδοθεῖ ἀπὸ συγγραφεῖς τῆς ἀρχαιότητας δὲν εἶναι λίγα τὰ ὀνόματα γιὰ τὴν ἀρχικὴ προέλευση ἢ τὴ σημασία τῶν ὁποίων ὑπάρχει ἀβεβαιότητα ἢ καὶ πλήρης ἄγνοια.
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν τελευταία αὐτὴ λεπτομέρεια, ἕνα στοιχεῖο ἄξιο θαυμασμοῦ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν μύθων τὰ ὀνόματα αὐτὰ πέρασαν καὶ χρησιμοποιήθηκαν γιὰ πρόσωπα ὑπαρκτὰ τόσο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα (στὴν πραγματικὴ ζωὴ ἢ στὴ λογοτεχνία) ὅσο καὶ κατὰ τὰ νεότερα χρόνια, μέχρι σήμερα. Παράλληλα, εἶναι ἀπολύτως βάσιμη ἡ διαπίστωση ὅτι σήμερα πολλοί, ἂν καὶ ἔχουν κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα, ἀγνοοῦν τὴ μικρὴ «ἱστορία» του καὶ τὴ σημασία του. Λόγω τοῦ πλήθους τῶν ὀνομάτων αὐτῶν θὰ παραθέσω δεῖγμα μικρὸ μόνο, ἱκανὸ ὅμως νὰ καταδείξει τὸ βαθμὸ στὸν ὁποῖο εἶναι τὸ παρὸν δεμένο μὲ τὸ παρελθόν, ἀκόμη καὶ μέσω τῆς ὀνοματοδοσίας – καὶ αὐτὸ παρὰ τὸ ὅτι λόγω τῆς νέας θρησκείας, τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔχουν ἐξοβελιστεῖ ὀνόματα ποὺ παραπέμπουν στὸν ἀρχαῖο, μὴ χριστιανικὸ κόσμο. Σὲ παρένθεση θέτω στοιχεῖα γιὰ τὴν προέλευση καὶ τὴ σημασία τους μὲ τὴ διευκρίνιση ὅτι σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ὑπάρχουν λιγότερο ἢ περισσότερο διαφορετικὲς ἀπόψεις.
———-
Ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν θεῶν τοῦ «δωδεκαθέου» χρησιμοποιοῦνται πολὺ συχνὰ τὰ ἑξῆς: Ἀθηνᾶ (προελληνικό, ἄγνωστης ἐτυμολογίας), Δήμητρα (ἀρχικὴ μορφὴ «Δημήτηρ»: παλαιότερα θεωροῦσαν ὅτι προέρχεται ἀπό σύνθεση τῶν λέξεων γῆ+μήτηρ: μητέρα γῆ. Σήμερα ὑπάρχουν ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν προέλευση), Ἄρτεμις (ἄγνωστης ἐτυμολογίας, πιθανῶς προελληνικό), Ἀφροδίτη (προελληνικό, ἄγνωστης ἐτυμολογίας). Ἂς προστεθεῖ καὶ ἡ προσωνυμία τοῦ Ἀπόλλωνος Φοῖβος (φῶς: ὁ φωτεινός, ὁ καθαρός, ὁ ἁγνός).
Μεγάλος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν ὀνομάτων ποὺ εἶχαν θεότητες. Παραθέτω τὰ ὀνόματα τῶν Μουσῶν (οἱ ὁποῖες προστάτευαν διάφορους τομεῖς ἤ ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς): Κλειὼ (κλέος: ἔνδοξη), Εὐτέρπη (εὖ+τέρπω: αὐτὴ ποὺ προκαλεῖ τέρψη, εὐχαρίστηση), Θάλεια (θάλλω: ἀνθηρή, θαλερή. Τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶχε καὶ μία ἀπὸ τὶς Χάριτες), Μελπομένη (μέλπω: ἡ ἄδουσα, ἡ ἱκανὴ ἀοιδός), Τερψιχόρη (τέρπω+χορός: τέρπεται ἢ τέρπει μὲ τὸ χορό), Ἐρατὼ (ἔραμαι=νιώθω ἐρωτικὴ ἐπιθυμία: αὐτὴ ποὺ προκαλεῖ ἐρωτικὴ διάθεση, ἡ ἀξιαγάπητη), Πολύμνια (πολὺς+ὕμνος: ἡ πολυύμνητη ἢ «ἡ πολλοὺς ὑμνοῦσα»), Οὐρανία (οὐρανός: ἐρευνᾶ καὶ μελετᾶ τὸν οὐρανὸ – τὰ οὐράνια σώματα), Καλλιόπη (κάλλος+ὁρῶ: αὐτὴ ποὺ ἔχει ὡραῖα μάτια). Ἀπὸ τὶς Χάριτες μνημονεύω (καὶ) τὴν Ἀγλαΐα (ἀγλαός: αὐτὴ ποὺ λάμπει), τὴν Εὐφροσύνη (εὖ+φρήν: αὐτὴ ποὺ φρονεῖ τὰ ὡραῖα, ποὺ χαρίζει εὐχαρίστηση, ἀγαλλίαση), ἀπὸ τὶς Ὧρες τὴν Εἰρήνη (προελληνικό, ἄγνωστης ἐτυμολογίας), ἀπὸ τὶς Ὠκεανίδες τὴν Ἠλέκτρα (ἤλεκτρον: ἡ λαμπερή, αὐτὴ ποὺ ἀκτινοβολεῖ. Μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ μία ἀπὸ τὶς Πλειάδες), ἀπὸ τὶς Πλειάδες (καὶ) τὴν Μερόπη (μέροψ=θνητὸς ἄνθρωπος: ἡ ἀνθρώπινη ἢ ἡ θνητή. Ἀβέβαιης ἐτυμολογίας).
Ἥρωες καὶ διάφορα ἄλλα πρόσωπα ποὺ ἀναφέρονται σὲ μύθους κληροδότησαν ἐπίσης τὰ ὀνόματά τους. Παραδείγματα:
Ἄδωνις (ἀνατολικῆς, ἴσως ἑβραϊκῆς προελεύσεως μὲ τὴ σημασία «κύριος»), Ἄλκηστις (ἀλκὴ=ἰσχύς: ἱκανή, ἰσχυρή), Ἀλκίνοος (ἀλκὴ+νοῦς: αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀνδρεῖο φρόνημα), Ἀλκμήνη (ἀλκή: ἰσχυρή), Ἀλκυόνη (ἄγνωστης ἐτυμολογίας), Ἀντιγόνη (ἀντὶ+γόνος: ἀπόγονος ἀντάξια τῶν γονέων της), Ἀριάδνη (ἴσως ἀρι=πολὺ+ἁγνή: ἁγνότατη), Ἀχιλλεὺς (ἄχος=πόνος, θλίψη: αὐτὸς ποὺ προξενεῖ θλίψη, πόνο στοὺς ἀνθρώπους), Δανάη (ἀβέβαιης ἐτυμολογίας), Ἕκτωρ (ἔχω: αὐτὸς ποὺ κρατάει καὶ προστατεύει), Ἑλένη (ἀβέβαιης ἐτυμολογίας. Εἶχε συσχετισθεῖ μὲ τὴ σελήνη: ἡ γυναίκα ποὺ λάμπει), Ἕλλη (σπινθηροβόλος. Ἄγνωστης ἐτυμολογίας), Εὐρυδίκη (εὐρὺς+δίκη: ἡ καθ’ ὅλα δίκαιη), Ἡρακλῆς (Ἥρα+κλέος: ἡ δόξα τῆς Ἥρας), Θησεὺς (προελληνικό, ἄγνωστης ἐτυμολογίας), Ἰάσων (ἰῶμαι=θεραπεύω: αὐτὸς ποὺ θεραπεύει), Ἰσμήνη (ἄγνωστης ἐτυμολογίας), Κλεοπάτρα (κλέος+πατήρ: αὐτὴ ποὺ κατάγεται ἀπὸ ἔνδοξο πατέρα), Λήδα (γυναίκα, σύζυγος. Ἀνατολικῆς προελεύσεως), Λυκοῦργος (λύκος+ἔργον: βίαιος, ἰσχυρός. Σύμφωνα μὲ ἄλλη ἄποψη, λυκ-+εἴργω=ἐγκλείω: αὐτὸς ποὺ περιορίζει, ποὺ κρύβει τὸ φῶς), Μενέλαος (μένω+λαός: αὐτὸς ποὺ μένει κοντὰ στὸ λαὸ καὶ τὸν προστατεύει, ὁ προστάτης τοῦ λαοῦ), Μίνως (ἄγνωστης ἐτυμολογίας), Νεφέλη (νέφος: αὐτὴ ποὺ φέρνει τὴ βροχή, τὸ νερὸ ποὺ δίνει ζωή), Νιόβη (ἄγνωστης ἐτυμολογίας), Ὀδυσσεὺς (προελληνικό, ἄγνωστης ἐτυμολογίας), Ὀρέστης (ὄρος: ὀρεινός, κάτοικος τῶν βουνῶν), Ὀρφεὺς (ἴσως προελληνικὸ ὄνομα), Πάτροκλος (πατὴρ+κλέος: αὐτὸς ποὺ ἔχει ἔνδοξο πατέρα), Περσεφόνη (ἴσως προελληνικό, μὲ πιθανὴ σημασία: αὐτὴ ποὺ προσφέρει ἀφθονία), Πηνελόπη (πηνέλοψ=εἶδος πάπιας. Ἄγνωστης ἐτυμολογίας).
Εἶναι σκόπιμο νὰ προστεθεῖ τὸ ὅτι μὲ τὴ σημασία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ὀνομάτων θεῶν, θεοτήτων, ἡρώων καὶ λοιπῶν προσώπων συνδέεται ὁ συμβολισμὸς τῶν μύθων, θέμα μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολοῦνται εἰδικοὶ ἐπιστήμονες. Σχετικὴ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι ὁρισμένα ἀπὸ τὰ κύρια ὀνόματα ποὺ ἀναφέρθηκαν χρησιμοποιοῦνται καὶ ὡς προσηγορικὰ (εἰρήνη, εὐφροσύνη, νεφέλη, ὧρες).
Υ.Γ. Ἐπειδὴ ὁ λόγος εἶναι γιὰ ὀνόματα προερχόμενα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ Μυθολογία, βρίσκω τὴν εὐκαιρία νὰ προσθέσω λίγα ἀκόμη (ἀπὸ μεγάλο ἀριθμό), ὡς συμπλήρωμα ἄρθρου μου στὰ Χ. Ν. πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο (20.6.2017) ποὺ εἶχε γιὰ θέμα «Ὀνόματα ἀνθρώπων ὡς τοπωνύμια». Εἶναι καὶ αὐτὰ ὀνόματα μυθικῶν προσώπων, μέσα ὅμως ἀπὸ ποικίλες διαδικασίες (ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος) χρησιμοποιήθηκαν ὡς γεωγραφικὰ ὀνόματα:
1. Χωρῶν ἢ ἐκτεταμένων περιοχῶν· Αἴγυπτος, υἱὸς τῆς θυγατέρας τοῦ Νείλου Ἀγχιρρόης (ὅπως καὶ ὁ Δαναός). Λιβύη, θυγατέρα τοῦ Ἔπαφου, ὁ ὁποῖος ἦταν υἱὸς τοῦ Δία. Λακεδαίμων, υἱὸς τῆς Ταϋγέτης ἀπὸ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Δία, βασιλιὰς τῆς Λακωνίας. Ἀπὸ τὴν Ταϋγέτη τὸ ὄνομα τοῦ ὄρους Ταΰγετος. Κίλιξ, ἐγγονὸς τῆς Λιβύης, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν περιοχὴ ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά του (Κιλικία). Ἀδελφός του ἦταν ὁ Φοῖνιξ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸ ὄνομά του στὴν Φοινίκη. Ἀδελφή τους δὲ ἦταν ἡ Εὐρώπη, τὴν ὁποία ἀπήγαγε ὁ Δίας. Βοιωτός, υἱὸς τοῦ Ποσειδώνα καὶ ἀδελφὸς τοῦ Αἰόλου. Ἀρκάς, υἱὸς τοῦ Δία ἀπὸ τὴν Νύμφη Καλλιστὼ ἢ Καλλίστη, ὅπως χαρακτηριζόταν στὴν Ἀρκαδία ἡ Ἄρτεμις. Αἴγινα, θυγατέρα τοῦ Ἀσωποῦ, τὴν ὁποία ἀπήγαγε ὁ Δίας καὶ τὴν μετέφερε στὴ νῆσο Οἰνοπία, ποὺ μετονομάστηκε σὲ Αἴγινα. Ἀπὸ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν ἀπαγωγέα θεὸ γεννήθηκε ὁ Αἰακός. Πέλοψ, υἱὸς τοῦ Ταντάλου, κατὰ μία παράδοση ἱδρυτὴς τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων. Ἡ Πελοπόννησος πῆρε τὸ ὄνομά της ἀπὸ αὐτόν.
2. Πόλεων· Ἐπίδαυρος καὶ Τροιζήν, υἱοὶ τοῦ βασιλέα τῶν Μυκηνῶν Σθένελου καὶ ἐγγονοὶ τοῦ Πέλοπος. Σπάρτη, θυγατέρα τοῦ Εὐρώτα, ἡ ὁποία παντρεύτηκε τὸν Λακεδαίμονα. Μέγαρος, υἱὸς τοῦ Δία, ὁ ὁποῖος σώθηκε ἀπὸ κατακλυσμὸ καταφεύγοντας στὴν κορυφὴ τῶν Γερανείων. Κυρήνη, μία ἀπὸ τὶς Νύμφες, τὴν ὁποία ἀπήγαγε ὁ Ἀπόλλων ἀπὸ τὸ Πήλιο καὶ μὲ τὸ χρυσὸ ἅρμα του τὴ μετέφερε στὴ Λιβύη, ὅπου ἱδρύθηκε πόλη μὲ τὸ ὄνομά της. Ἄβδηρος, υἱὸς τοῦ Ἑρμῆ, θύμα τῶν ἀλόγων τοῦ Διομήδη μὲ τὰ ὁποῖα συνδέεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄθλους τοῦ Ἡρακλῆ. Ναύπλιος, υἱὸς τοῦ Ποσειδώνα καὶ τῆς Δαναΐδος Ἀμυμώνης (=ἄμεμπτης). Κύζικος, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸ ὄνομά του σὲ πόλη τῆς Προποντίδας. Ἔχει συμμετοχὴ στὸ μύθο τῶν Ἀργοναυτῶν.
3. Ποταμῶν· Νεῖλος, ἀπόγονος τοῦ ὁποίου, ὅπως σημειώθηκε παραπάνω, ἦταν ὁ Αἴγυπτος. Εὐρώτας, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἕνωση κάποιας ἐκ τῶν Ναϊάδων μὲ τὸν Λέλεγα, αὐτόχθονα τῆς Λακωνίας. Θυγατέρα του ἦταν ἡ Σπάρτη. Ἀχελῷος, υἱὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος. Μὲ αὐτὸν ἐπάλεψε ὁ Ἡρακλῆς διεκδικώντας τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέα τῆς Αἰτωλίας, τελικὰ δὲ πῆρε ἀπὸ αὐτὸν τὸ «κέρας τῆς Ἀμαλθείας». Ἴναχος, ὁ ὁποῖος εἶχε τοὺς ἴδιους γονεῖς μὲ τὸν Ἀχελῶο. Τὸν θεωροῦσαν, στὴν Ἀργολίδα καὶ ἀλλοῦ, πατέρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους (καὶ στοὺς τέσσερις αὐτοὺς ποταμοὺς εἶναι προφανὴς ὁ συμβολισμός).