Κύριε διοικητά,
τις γραμμές αυτές, τις οποίες θα λάβετε απόψε, θα μου ήταν εύκολο -επικαλούμενος την εχεμύθεια, περιορίζοντας κατ’ ανάγκην το περιεχόμενό τους στο ουσιώδες-, ακόμη και σε μία μικρή πόλη όπου τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα, μαθεύονται στο τέλος, θα μου ήταν εύκολο (επιτρέψτε μου να επιμείνω επ’ αυτού του σημείου) να σας τις απευθύνω υπό την κάλυψη της ανωνυμίας.
Αλλά η ανωνυμία, ομοίως με το ψεύδος και το σφάλμα -για την ακρίβεια ό,τι εγώ θεωρώ ψεύδος και σφάλμα- μου εμπνέει εντονότατη απέχθεια, και δεν είμαι διατεθειμένος, τώρα που βρίσκομαι στο κατώφλι του γήρατος, να αλλάξω άποψη επ’ αυτού, ούτε χαρακτήρα.
Οι πρώτες αυτές γραμμές της επιστολής του Πωλ-Ζαν Υσσόν προς τον Γερμανό διοικητή των χιτλερικών στρατευμάτων στο Παρίσι, αφήνουν ένα αίσθημα συμπάθειας. Το θάρρος της επωνυμίας, η επιμονή στην υπογραφή των γραφομένων, η υπεράσπιση των αξιών “στο κατώφλι του γήρατος”. Το μυαλό βιάζεται να υποθέσει ένα ανδραγάθημα, μια πράξη ηρωική, τέτοιες είναι άλλωστε οι περισσότερες διηγήσεις από τις μαύρες περιόδους της Ιστορίας. Αίσθημα το οποίο γρήγορα υποχωρεί, καθώς η διήγηση εξελίσσεται με έναν ρυθμό πυρετικό, απόρροια της βιάσης του συντάκτη να την παραδώσει το ίδιο κιόλας βράδυ στον Γερμανό Διοικητή, αποκαλύπτοντας ένα πρόσωπο από την άλλη πλευρά, τη σκοτεινή, εκείνη που γρήγορα αποσιωπήθηκε και αφομοιώθηκε σταδιακά στην ιστορική μνήμη ως κοινός αγώνας ενάντια στον κατακτητή, το ηρωικό έθνος.
Ο Πωλ-Ζαν Υσσόν, ήρωας του Α’ Παγκοσμίου και συγγραφέας βιβλίων που γνώρισαν αποδοχή και επιτυχία, φανατικός υποστηρικτής του Πεταίν και φιλοχιτλερικός, δε διστάζει στιγμή να συνταχτεί στον αγώνα για τον εκτοπισμό των Εβραίων, υπογράφει σειρά από άρθρα επ’ αυτού, οραματίζεται μια Γαλλία καθαρή. Λίγο μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου και την άκοπη ναζιστική επέλαση, βλέπει τον γιο του να φεύγει για την Αγγλία με σκοπό να βρεθεί στο πλευρό του Στρατηγού Ντε Γκωλ, αφήνοντας πίσω του την όμορφη σύζυγό του και τα παιδιά του. Ο Υσσόν αναλαμβάνει την προστασία τους, κυριευμένος όμως ταυτόχρονα από έναν ακατανίκητο πόθο για εκείνη. Το ήδη τεράστιο ηθικό δίλημμα θα γιγαντωθεί με την αποκάλυψη πως εκείνη είναι Εβραία.
Ενα ενδιαφέρον στοιχείο, κάπως παράπλευρο βέβαια μα σημαντικό για τη σχέση της τέχνης και της πολιτικής και για την ηθική του δημιουργού, αποτελεί το γεγονός πως, λόγω του επαγγέλματος του αφηγητή, γίνεται αναφορά σε αρκετούς συγγραφείς και στη στάση που εκείνοι κράτησαν κατά την γερμανική κατοχή. Τα βραβεία που δόθηκαν, οι κριτικές που γράφτηκαν, τα αξιώματα και η δόξα, η λήθη που τελικά τους αναλογούσε -με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως του Σελίν. Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που επέμειναν υπέφεραν όχι μόνο την αφάνεια μα και τις διώξεις.
Παρά την απέχθεια που προκαλούν τα λόγια του Υσσόν, η υπό διαφορετική γωνία θέαση των γεγονότων παρουσιάζει αναπόφευκτα κάποιο ενδιαφέρον, όχι απαραίτητα αμιγώς ιστορικό, μα ταυτόχρονα κοινωνιολογικό και ψυχολογικό. Δεν είναι εύκολο -για μένα- να έχει κανείς απέναντί του μία αφήγηση γεμάτη μίσος, ευρισκόμενη ιδεολογικώς στον αντίποδα. Όμως, το βιβλίο αυτό διαβάζεται απνευστί. Είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που δίνει το ρυθμό, είναι το προφανές άγχος του Υσσόν να διηγηθεί ταχέως, μα δίχως να παραλείψει σημαντικές λεπτομέρειες, η αγωνία του να φτάσει στο τέλος για να φανερώσει το αίτημα πίσω από την επιστολή. Είναι, εν τέλει, αυτή η καρμική πτώση του αφηγητή υπό το βάρος πρωτίστως της ίδιας του της ύπαρξης.