Λουκά 13, 10-17
«Γύνε απολέλησαι της ασθενείας σου».
Είναι φυσικό να βρίσκεται ο Χριστός και στον ναό και στη συναγωγή, που συνήθως βρίσκεται πάντοτε όπου υπάρχουν και συγκεντρώνονται άνθρωποι.
Ερχεται όχι για τη συναγωγή αλλά για τους ανθρώπους με τους οποίους μιλούσε για τη βασιλεία των ουρανών.
«Και ιδού γυνή συμπίπτουσα μη δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές»…
Η γυανίκα βασανίζεται πολλά χρόνια από αυτό το κακό παρά ταύτα πηγαίνει στη συναγωγή γιατί άραγε; Περιμένει να βρει την υγεία της, αυτό που ο κόσμος δεν μπόρεσε να της δώσει τόσα χρόνια;
Φαίνεται ότι στα βάθη της ψυχής της κρύβεται μια σπίθα ελπίδας και ζωής και αυτό είναι που της δίνει τη δύναμη να βρίσκεται εκεί στη συναγωγή.
Όταν την είδε ο Χριστός τη χαιρέτισε με τον στοίχο της επικεφαλίδας «γίνει απολέλησαι της ασθενείας σου».
Ο λόγος του Θεού είναι πάντοτε δυναμικός, λόγος δυνάμεως και θαυματουργός και κάτι ακόμα καλύτερο ο Θεός θέλει να ζήσουμε με υγεία και προκοπή βίου, με ειρήνη και ομόνοια, με ενότητα και κοινωνία «εν ενί στόματι και μία καρδία».
Ο ευαγγελικός λόγος είναι λόγος, συμβόλαιο ζωής και αγιασμού.
Η σιγκύπτουσα τελικά κλέβει την παράσταση, κερδίζει το στοίχημα. Ο λόγος του Χριστού προς αυτήν είναι και θεοπρεπέστατος και λυτρωτικός.
Η γυναίκα αναζητούσε και βρήκε τον Χριστό, μπορεί να περίμενε από αυτόν ένα λόγο ανακούφισης και δέχτηκε ένα λόγο αποκατάστασης της υγείας της.
Ελευθερώνει την συγκύπτουσα από το πνεύμα της ασθένειας και της δίνει χαρά στο πρόσωπο και τη ζωή της.
Οι πονηρές δυνάμεις, τα πνεύματα του κακού, εν Χριστώ Ιησού απομακρύνονται «διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού».
Τις δύσκολες ώρες δηλαδή εκείνος αναζητά τον Θεό όπως το μικρό παιδί αναζητά τη μάνα του γιατί ξέρει ότι μαζί με τον Θεό είναι ασφαλής.
Ο Χριστός θεραπεύει την συγκύπτουσα, χωρίς να το ζητήσει η ίδια και χωρίς να προηγηθεί κανένας διάλογος ανάμεσα στην ίδια και τον Χριστό.
Υποψιαζόμαστε ότι πρόκειται για κάποια μυστική συμφωνία ανάμεσα στην συγκύπτουσα και τον Χριστό γιατί πρώτον ο Χριστός δεν αυθαιρετεί ποτέ και δεύτερον η συγκύπτουσα δεν βρέθηκε τυχαία στη συναγωγή.
Είναι βέβαιο ότι το έλεος του Θεού προτρέχει των αναζητήσεών μας και είναι αλήθεια ότι όταν ψάχνουμε να βρούμε τον Θεό εκείνος ήδη μας έχει βρει. Να θυμούμαστε τον Ζακχαίο που έτυχε να βρει τον Χριστό πάνω από το δέντρο και ο Χριστός τον βρήκε πρώτος και τον φωνάζει να κατέβει γιατί πηγαίνει στο σπίτι του.
Η συγκύπτουσα μετά ταύτα, μετά το θαύμα, δεν ευχαριστεί τη συναγωγή, δοξάζει τον Θεό, που σημαίνει ότι γνωρίζει καλά από πού έρχεται το έλεος και πλημμύρισε τη ζωή της, το πνεύμα της ασθένειας αντιστέκεται με το πρόσωπο του αρχισαναγώγου που τάχα αγανακτισμένος για τη σαββατιάτικη θεραπεία επιχειρεί τάχα να βάλει στην τάξη τον Χριστό και τους πιστούς που κάθε Σάββατο πηγαίνουν στη συναγωγή. Τους λέει λοιπόν ότι «έξι μέρες εισίν εν αις δη εργάζεσθε ενταύθαις ερχόμενοι θεραπεύεστε και ουχί την ημέρα του Σαββάτου». Αυτό μάρανε τον αρχισυνάγωγο η κατάπατηση της αργίας του Σαββάτου, σαν δεν ντρέπεται, αφού μόνο το Σάββατο λειτουργεί η συναγωγή, πότε άλλοτε μπορούν να πάνε οι πιστοί;
Ο Χριστός παρεμβαίνει καταλυτικά, λέγοντάς του «είσαι υποκριτής γιατί εμποδίζεις το έλεος του Θεού να έρχεται στους ανθρώπους»; Το πότισμα των ζώων επιτρέπεται και καλώς το Σάββατο, η θεραπεία του πάσχοντα ανθρώπου γιατί απαγορεύεται αυτή την ημέρα;
Η μιζέρεια καταδικάζεται, ο νομικισμός και ο σχολαστικισμός δεν έχουν πέραση στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, για τον Θεό δεν υπάρχουν σχολάδες και καθημερινές, η πόρτα του Θεού είναι πάντα ανοιχτή μέρα και νύχτα, εισέρχεστε πάντες στη χαρά του Κυρίου.
Εξάλλου «όπου ο Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις». Τίποτα δεν εμποδίζει τον Θεό στην ευεργετική του παρέμβαση υπέρ του ανθρώπου. Η γυναίκα στέκεται όρθια όπως παλιά και δοξάζει τον Θεό και αναγνωρίζει τη θεότητα του Χριστού και ο διάβολος φεύγει μακριά αλλά φαίνεται ότι καβαλίζει τον αρχισυνάγωγο που τον γεμώζει φθόνο και του κλείνει τα μάτια για να μη δει το θαύμα που γίνεται μπροστά του.
Εξάλλου ο Χριστός αποκαλεί την γυναίκα τη συγκύπτουσα θυγατέρα του Αβραάμ, δηλαδή γυναίκα της πίστης προς τον Θεό, ενώ οι Φαρισαίοι που τάχα κόφτονται ότι είναι παιδιά του Αβραάμ δεν είχαν ποτέ την ευαισθησία να της συμπαρασταθούν.
Αβίαστα μπορούμε να πούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι τάχα ερμηνευτές του νόμου και λειτουργοί του Θεού, δεν έχουν πάνω τους ούτε ιερό ούτε όσιο, δεν έχουν πίστη και δεν ευλαβούνται τον Θεό. Και ταυτόχρονα δεν έχουν οίκτο, έστω λίγη αγάπη για τον άνθρωπο και μάλιστα όχι τους ξένους, αλλά τους δικούς τους.
Η μαυρίλα της υποκρισίας ξεσκεπάζεται και ο λαός τραγουδεί «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Οι Ιουδαϊκοί όχλοι έχαιραν γιατί νιώθουν τις ευεργεσίες του Θεού που έρχονται πάνω τους.
Γιατί αρχίζουν να νιώθουν ότι η βαρυχειμωνιά του φαρισαϊσμού περνά και έρχεται η άνοιξη της χαράς και της ζωής, της ελευθερίας και της αγάπης του Θεού. Κανένας πειθαναγκασμός, κανένας εκφοβισμός, κανένας φανατισμός, καμιά μισσαλοδοξία. Μαζί με τον Θεό είναι όλα δικά μας. Και ο ουρανός και η γη. Και τα ορατά και τα αόρατα. Μεγάλη ευλογία για το πρόσωπο και τη ζωή μας. Ανάμεσα στο Θεό και σε μας τον τελευταίο λόγο τον έχουμε εμείς που μπορούμε να συμφωνούμε αλλά και να διαφωνούμε, που μπορούμε να πιστεύουμε αλλά και να απορρίπτουμε χωρίς κανένα ρεβανσισμό και απειλητικά μηνύματα. Είναι όλα δικά μας, η επιλογή δική μας. Η πρόσκληση του Χριστού είναι ελεύθερη «όστις θέλει»… Ελεύθερη, ανοιχτή, διαχρονική και εμείς τη λαμβάνουμε και την αξιοποιούμε όπως θέλουμε και όποτε θέλουμε. Ο Θεός μπορεί να χτυπά την πόρτα μας, εμείς του ανοίγουμε ή δεν του ανοίγουμε. Δεν παρεξηγεί την άρνησή μας να τον δεχτούμε, επαρνέρχεται, καταννοεί, συμμερίζεται, ευλογεί. «Θεός ων ειρήνης και πατήρ οικτηρμών». Όχι τύραννος, όχι εισαγγελέας, αλλά σκλαβώνει και ελκύει με την γλυκύτητα του προσώπου του. Δεν απορρίπτει κανέναν.
Προτρεπρόμεθα εμείς ανθρωπίνως να στρέψουμε το πρόσωπό μας προς τα άνω, «άνω εσχόμεν ταις καρδίαις» και να ζητήσουμε το έλεος του Θεού για την ειρήνη και τον πολιτισμό, το πρόσωπο και τη ζωή και την οικογένεια, για την πόλη και το χωριό και την πατρίδα και ακόμα πιο πολύ για τη νεότητα. Τα παιδιά μας να δέχονται τον πολιτισμό του Θεού στις δράσεις των και τις επιδιώξεις των. Να λειτουργούν όσο περισσότερο μπορούν το άγιο θέλημά Του. Και να ακούμε όλοι μας τη φωνή Του. Να νιώθουμε όλοι μας την αγωνία του για μας, για το παρόν και το μέλλον μας. Για τη συγκύπτουσα κανένας δεν πίστευε ότι θα ξαναβρεί την υγεία της και την αποκατάσταση της σωματικής της ευεξίας.
Με πίστη και αισιοδοξία ξεκινούμε την ουρανοποίηση της γης και τον αγγελισμό της αγγελικής ζωής στον κόσμο.
«Γεννηθείται το θέλημά σου ως τον ουρανό και επί της γης». Όπου σκοντάφτομε και όπου δυσκολευόμαστε να γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε μόνοι, έχουμε τη συμμαχία του ουρανού, του ουράνιου πατέρα μας και δημιουργού μας. Θέλουμε να ζήσουμε όχι με ημερομηνία λήξης γιατί ο στόχος μας είναι η αιώνια ζωή. Όπως βαφτιζόμαστε στη ζωή την αιώνιον, όπως κοινωνούμε στη ζωή την αιώνιον, όπως πεθαίνουμε στη ζωή την αιώνιον.
Αυτή είναι η αλήθεια της Αγίας μας εκκλησίας, αυτή είναι η αλήθεια του Θεού και αυτή την αλήθεια αποζητούμε. Μέσα από αυτή την αλήθεια φυτρώνει και ζωογονοποιείται η ελπίδα μας, η αισιοδοξία μας για το παρόν και το μέλλον. Και τα δύσκολα μπορούμε να ξεπερνούμε και τις ασθένειές μας να αφήνουμε πίσω μας και την υγεία μας με τα όποια αρρωστήματα να χαιρόμαστε τη ζωή μας όπως ο Παύλος για το παρόν και το μέλλον. Επιμένουμε να έχουμε αυτές τις προσδοκίες και είμαστε βέβαιοι ότι θα βρούμε ανταπόκριση.