Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, 2024

Οι κιβδηλοποιοί

«Το να μην ξέρεις ποιος είναι ο πατέρας σου σε απαλλάσσει απ’ το φόβο μήπως του μοιάσεις», συλλογίζεται ο νεαρός Μπερνάρ καθώς ανακαλύπτει την κρυφή αλληλογραφία της μητέρας του, η οποία του φανερώνει πως ο Αλμπερίκ Προφιταντιέ δεν είναι ο βιολογικός του πατέρας. Η ξαφνική αποκάλυψη τον ωθεί στην πόρτα της εξόδου από την οικογενειακή εστία, λειτουργεί ως αφορμή που προσφέρει άλλοθι στην εφηβική παρόρμηση για φυγή και ανεξαρτησία, το άγνωστο έξω από την πόρτα δελεάζει την ψυχή του Μπερνάρ, ο φόβος είναι ερεθιστικός.
Η φυγή του Μπερνάρ προσφέρει στον Ζιντ το απαραίτητο έναυσμα από το οποίο θα κινήσει το ξεδίπλωμα της ιστορίας των Κιβδηλοποιών, μιας ιστορίας γεμάτης διακλαδώσεις, αναφορές στην επικαιρότητα, πλήθος προσώπων που ανεβοκατεβαίνουν στη σκηνή, ακολουθώντας τις εντολές ενός αφηγητή όχι μόνο παντογνώστη μα και παιχνιδιάρη, που αφήνει να φανεί ξεκάθαρα πως αποτελεί τον ένα και μοναδικό δημιουργό, παρά τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις του για το αντίθετο.
Η Σεσίλ κοιμάται ήδη. Ο Καλούμπ κοιτάζει απελπισμένος το κερί του· δεν θα φτάσει για να προλάβει να τελειώσει το βιβλίο περιπέτειας που τον κάνει να ξεχνάει ότι έφυγε ο Μπερνάρ. Θα ’θελα να μάθω τι μπορεί να είπε ο Αντουάν στη φίλη του τη μαγείρισσα· όμως, δεν μπορεί κανείς να τα ακούει όλα. Είναι η ώρα που ο Μπερνάρ έχει κανονίσει να πάει να βρει τον Ολιβιέ. Δεν είμαι βέβαιος πού δείπνησε απόψε- αν, βέβαια, δείπνησε. Εχει περάσει, χωρίς να συναντήσει εμπόδια, το καμαράκι του θυρωρού· ανεβαίνει τη σκάλα, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο…
Πέρα από τον νεαρό φυγά και τον αφηγητή, ανάμεσα στα πρόσωπα των ιστοριών ξεχωρίζει ο Εντουάρ, συγγραφέας που επιθυμεί να γράψει ένα μυθιστόρημα μεγάλης έκτασης με τίτλο: Οι Κιβδηλοποιοί. Μυθιστόρημα εγκιβωτισμένο στο μυθιστόρημα, ένας αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας που προσλαμβάνει ο Ζιντ και τη μετατρέπει σε λογοτεχνία, η πραγματικότητα που προσλαμβάνει ο Εντουάρ και επιχειρεί να μετατρέψει σε λογοτεχνία.
Γράφει ο Εντουάρ στο ημερολόγιο του:
Εφερα στον Ολιβιέ τα πράγματά του. Μόλις γύρισα απ’ το σπίτι του Πασαβάν, στρώθηκα στη δουλειά. Ηρεμη και διαυγής έξαρση. Αγνωστη έως τώρα χαρά. Εγραψα τριάντα σελίδας των Κιβδηλοποιών, χωρίς να σταματήσω, χωρίς να σβήσω λέξη. Σαν νυχτερινό τοπίο που φωτίζεται ξαφνικά απ’ τη λάμψη μιας αστραπής, όλο το δράμα ξεπροβάλλει απ’ τη σκιά, πολύ διαφορετικό απ’ οτιδήποτε προσπαθούσα μάταια να επινοήσω ως τότε. Τα βιβλία που έχω γράψει μέχρι σήμερα μου φαίνονται σαν εκείνες τις λιμνούλες στους δημόσιους κήπους, όπου το νερό μοιάζει αιχμαλωτισμένο, δίχως ζωή, πλαισιωμένο από ένα ακριβές, ίσως και άψογο, περίγραμμα. Τώρα, θέλω ν’ αφήσω το νερό να τρέξει, ακολουθώντας την κλίση του, άλλοτε αργά κι άλλοτε γρήγορα, σε δαιδάλους τους οποίους αρνούμαι να προβλέψω.
Ο Ζιντ συλλαμβάνει την ιδέα για ένα έργο μεγάλης έκτασης, ιδέα, που όπως αποκαλύπτουν τα συνοδευτικά της έκδοσης ημερολόγια γραφής των Κιβδηλοποιών, τον απασχόλησε επί μακρόν, καθώς αποτέλεσε σαφέστατη αλλαγή συγγραφικής ρότας. Αναφέρει ο ίδιος: Για να γράψω αυτό το βιβλίο, πρέπει να πειστώ πως είναι το μοναδικό μυθιστόρημά μου και το τελευταίο βιβλίο που θα γράψω. Θέλω να τα περιλάβω όλα σ’ αυτό, χωρίς καμιά επιφύλαξη.
Για την υλοποίηση του εγχειρήματος δεν θα αρκούσε η δεδομένη αφηγηματική δεινότητα του δημιουργού, αλλά θα ήταν απαραίτητη και η ταυτόχρονη τεχνική περιχαράκωση του μυθιστορήματος. Η απαίτηση αυτή απελευθέρωσε τον Ζιντ αντί να τον περιορίσει και του έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσει διάφορα τρικ, με διάθεση πότε παιγνιώδη και πότε σοβαρή, μένοντας όμως πάντοτε πιστός στο όραμά του για τους Κιβδηλοποιούς. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ένα μυθιστόρημα σταθμός στην παγκόσμια λογοτεχνία και όχι μόνο τη γαλλική, ένας σταθμός κεφαλαιοποίησης των βημάτων που προηγήθηκαν, ένα νέο σημείο αναφοράς.
Πέρα όμως από την ακαδημαϊκή σπουδαιότητα κάθε έργου, συχνά κενή και ξεπερασμένη, οι Κιβδηλοποιοί είναι ένα μυθιστόρημα ολοκληρωτικής αναγνωστικής απόλαυσης, που δεν έχει χάσει ίχνος από τη φρεσκάδα του, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει από τη στιγμή της γραφής του, γεγονός που εμένα προσωπικά πάντα με εντυπωσιάζει και μου υπενθυμίζει το συνεχές και αδιάκοπο μονοπάτι της διαμόρφωσης της αφήγησης και των μέσων, τις απαραίτητες ρίζες.
Και πρέπει, κλείνοντας, να αναφερθεί κανείς στην υπέροχη ελληνική έκδοση που υποστηρίζει πλήρως ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς τη συχνά λησμονημένη εμφάνιση.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα