Οι πρόσφατες αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα έρχονται να ολοκληρώσουν ένα πολιτικό κύκλο μετασχηματισμού του κυρίαρχου, σήμερα, πολιτικού υποκειμένου το οποίο είχε τοποθετηθεί ιδεολογικά και προγραμματικά στον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Τα πρώτα στοιχεία της εν λόγω μετατόπισης είχαν γίνει ευδιάκριτα αφενός στο εσωτερικό του κόμματος με την ιδεολογική μετακίνηση της πλειοψηφίας της ηγεσίας του στην υιοθέτηση “μεταρρυθμιστικών” απόψεων και αφετέρου με την προγραμματική εγκατάλειψη των λεγόμενων «5 σημείων» και την αποδοχή ενός ηπιότερου προγράμματος, του επονομαζόμενου «προγράμματος της Θεσσαλονίκης».
Η αποδοχή των μνημονιακών πολιτικών και πολύ περισσότερο η περαιτέρω εφαρμογή ακραίων μέτρων λιτότητας σηματοδότησε μια ιστορική πολιτική στροφή και προσαρμογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στις κυρίαρχες οικονομικές πολιτικές τις οποίες προηγουμένως, όμως, είχε αποδεχτεί και το σύνολο της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Με τη διαφορά ότι το κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο στηρίχτηκε σε εκτεταμένες κοινωνικές παροχές, βασιζόμενο στην παγκόσμια μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη, και όχι σε κοινωνικές περικοπές και στην αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Σε συνθήκες κρίσης και εποπτείας είναι σχεδόν βέβαιο ότι σοβαρές και εκτεταμένες κοινωνικές παροχές είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Από αυτό προκύπτει και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να μετασχηματιστεί σε ένα κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και να αποκτήσει ταυτόχρονα μαζική κομματική βάση.
Ενώ, δηλαδή, επιδιώκει να μετακινηθεί ιδεολογικά και πολιτικά δεν μπορεί να προβεί σε εκτεταμένες παροχές που να επαναφέρουν τις κοινωνικές κατακτήσεις όπως έκανε, ως ένα βαθμό, μεταπολεμικά η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη. Αυτό που μπορεί να συμβεί, πάντα βέβαια υπό όρους, είναι να υπάρξει στοιχειώδη αποκατάσταση ακραίων περικοπών υπέρ των οποίων έχει ήδη αποφανθεί η δικαστική εξουσία και συμφωνούν οι δανειστές αλλά και οι εγχώριες οικονομικές ελίτ και ομάδες ισχυρών συμφερόντων.
Πάντως ακόμα και μία ελάχιστη επαναφορά ορισμένων στοιχειωδών κοινωνικών κατακτήσεων σε συνδυασμό με την καταπολέμηση φαινομένων διαφθοράς θα δώσει ένα συγκριτικό προεκλογικό πλεονέκτημα στον κυβερνητικό σχηματισμό ο οποίος παραμένει βέβαια πολιτικά και κοινωνικά εξαιρετικά ευάλωτος.