Η περιβαλλοντική καταστροφή συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς, παρά τις προσπάθειες από διάφορες πλευρές για αποτροπή επιδείνωσης της κατάστασης. Μεγάλοι ρυπαντές όπως οι ΗΠΑ ή η Κίνα αρνούνται να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις που λαμβάνονται παγκοσμίως για το κλίμα, με αποτέλεσμα και άλλες χώρες να γίνονται μιμητές.
Η υπόθεση κλίμα ακολουθεί τις προβλέψεις που είχαν γίνει σε βάθος δεκαετιών όταν η ρύπανση έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της με την ανεξέλεγκτη χρήση των ορυκτών καυσίμων αλλά και την σταδιακή εξάντληση των φυσικών πόρων που έμελλε να επιφέρει την μοιραία επιβάρυνση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Σήμερα που η κατάσταση παρουσιάζει δραματική επιδείνωση, βιώνουμε καθημερινά τα αποτελέσματα της περιβαλλοντική αυτής υποβάθμισης που εκδηλώνεται με τα κύματα καύσωνα σε ολόκληρο τον κόσμο ακόμη και στις πιο ψυχρές περιοχές του πλανήτη αλλά και τα ακραία καιρικά φαινόμενα κατά την διάρκεια του χειμώνα.
Εποχές όπως άνοιξη και φθινόπωρο τείνουν να εξαφανιστούν και να αντικατασταθούν από υπερβολική ζέστη ή κρύο. Και όμως πολλά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Οι εκθέσεις αξιολόγησης του κλίματος είχαν κρούσει από νωρίς τον κώδωνα του κινδύνου.
Οι κυβερνήσεις, όμως, είτε δεν ενσωμάτωναν στην εθνική τους νομοθεσία τα προληπτικά αποτρεπτικά μέτρα που λαμβάνονταν σε ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο, είτε συνέχιζαν να πληρώνουν κοινοτικά πρόστιμα για εσκεμμένες παραλείψεις ενσωμάτωσης με πρώτη και καλύτερη την χώρα μας.
Η κλιματική αλλαγή επί του πρακτέου λοιπόν. Θεωρίες και προειδοποιήσεις αχρηστεύονται. Ας δούμε μερικά χρήσιμα στοιχεία από το 2015.
Σύμφωνα με την 5η έκθεση αξιολόγησης της Διακυβερνητικής Ομάδας για τις Κλιματικές Μεταβολές (IPCC), είναι εξαιρετικά πιθανό οι ανθρώπινες δραστηριότητες των τελευταίων 50 ετών να έχουν θερμάνει τον πλανήτη μας. Στις δραστηριότητές αυτές συμπεριλαμβάνονται για παράδειγμα η καύση του άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, η αποψίλωση των δασών και η γεωργία. Το «εξαιρετικά πιθανό» μάλλον θα πρέπει να αντικατασταθεί από την λέξη «σίγουρο», λέω εγώ.
Η ενέργεια ευθυνόταν για το 78% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το 2015, το ένα τρίτο των οποίων οφείλεται στον τομέα των μεταφορών.
Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προέρχονται από τη γεωργία αντιστοιχούν στο 10,1%, από βιομηχανικές διεργασίες και χρήση προϊόντων στο 8,7% και από τη διαχείριση αποβλήτων στο 3,7%.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός αερίων θερμοκηπίου στον κόσμο μετά την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ ακολουθεί η Ινδία, η Βραζιλία και η Ρωσία (2012).
Εντός της ΕΕ, οι έξι μεγαλύτεροι ρυπαντές το 2015, ήταν η Γερμανία, η Βρετανία , η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πολωνία. Ο κλάδος της ενέργειας ήταν υπεύθυνος για το 78% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ το 2015, ενώ η βιομηχανία για το 8,7%.
Το 2014, η ΕΕ έθεσε νέο στόχο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά τουλάχιστον 40% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος υπολογίζει πάντως μείωση γύρω στο 30% έως το 2030.
Το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (ΣΕΔΕ) της ΕΕ θεσπίστηκε το 2005 με στόχο να ενθαρρυνθεί η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με τρόπο οικονομικά αποδοτικό και αποτελεσματικό.
Το σύστημα EST, υποχρεώνει περισσότερες από 11.000 μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και εργοστάσια να εκδίδουν άδεια για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν. Αυτό από μόνο του θα πρέπει να αποτελεί οικονομικό κίνητρο για μολύνουν λιγότερο, γιατί όσο λιγότερη ρύπανση προκαλεί μια βιομηχανία τόσο λιγότερα πληρώνει. Οι άδειες αγοράζονται μέσω δημοπρασίας και η τιμή επηρεάζεται από τη ζήτηση και την προσφορά.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιες άδειες που χορηγούνται δωρεάν, ιδίως σε τομείς που κινδυνεύουν να μεταφέρουν τις μονάδες παραγωγής τους σε άλλα μέρη του κόσμου, με λιγότερους περιορισμούς στις εκπομπές.
Η ισχύουσα οδηγία για το ETS, θα ολοκληρωθεί το 2020. Η μεταρρύθμισή της στοχεύει στο σχεδιασμό της μελλοντικής αγοράς άνθρακα στην ΕΕ για την περίοδο μετά το 2020 και συμπεριλαμβάνει σχέδια για την ενίσχυση των περιορισμών των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού.
Η πρόταση συμπεριλαμβάνει αύξηση της ετήσιας μείωσης των δικαιωμάτων εκπομπών προς πλειστηριασμό, προκειμένου να μειωθούν οι τιμές.