Κάθε φορά -μέσα στην κρίση- που τελειώνει ένας χρόνος, οι Ελληνες συνηθίζουν να διανθίζουν τις συζητήσεις τους, με αναπάντητα ερωτηματικά και μια ελάχιστη αισιοδοξία, ότι αυτά θα απαντηθούν με το νέο έτος.
Οταν μια χώρα δοκιμάζεται επί σειρά ετών, είναι λογικό να ανακύπτουν αναστοχαστικά, χρόνιες παθογένειες και στρεβλώσεις και να δημιουργούν μια πικρή αίσθηση στον δημόσιο διάλογο.
Η αλήθεια είναι ότι όσο η χώρα παραμένει εντός Ευρωπαϊκού πλαισίου, είναι σίγουρο ότι και το 2018 έγιναν κάποια θεμελιώδη βήματα, προς την σωστή κατεύθυνση.
Απλά αυτά έγιναν με έναν “μισό βηματισμό” και μια θεωρητική ατολμία, αφού ακόμη η Ελλάδα δεν έχει οικειοποιηθεί πλήρως, τον Ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, ως τον ορθό δρόμο.
Παρά ταύτα οι εγγυήσεις που δίνονται από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς σε συνδυασμό με την εγχώρια διστακτικότητα δημιουργούσε ένα ρευστοποιημένο πλαίσιο, που δεν αποτελεί ξεκάθαρο οδηγό.
Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι η πρώτη ταχύτητα του ευρώ, είναι ο θεμέλιος λίθος προόδου και προκοπής.
Απλά πρέπει να γίνει κατανοητό απ’ όλους ότι… η αλληλεγγύη προκύπτει μέσα από τις δικές μας πραγματικές δυνατότητες.
Αυτό βοηθά και εμάς, να εργαστούμε σε ένα σταθερό πλαίσιο, χωρίς ψευδαισθήσεις.
Κοιτάξτε, το περιβάλλον είναι ανταγωνιστικό και ταυτόχρονα με μια εποικοδομητική προοπτική αναδιανομής, πλούτου.
Ο πλούτος δεν παράγεται, όμως, από δικαστικές αποφάσεις ή “γενναιόδωρες πολιτικές” μιας χρήσης.
Προκύπτει από ένα σταθερό και οργανωμένο σχέδιο συνδιαμόρφωσης των κοινωνικών αναγκών.
Κοινωνική ανάγκη είναι και το κράτος πρόνοιας αλλά και το ευνοϊκό περιβάλλον για ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Με όρους διαφανείς και ξεκάθαρους.