Α΄. Πρόλογος
Οι άνθρωποι: Τα πλέον νοήμονα -αυταπόδειχτα- απ’ όλα τ’ άλλα όντα, σαν είναι “Εικόνα και Ομοίωση” του Πλάστη. Κι ως έχουν θεία χαρίσματα Εκείνου, ζώσα πνοή, ψυχή και πνεύμα, απόχτησαν νοημοσύνη κι αξιοσύνη, γίναν κυρίαρχοι στο κοσμικό παιχνίδι, κι έχουν τον πρώτο ρόλο στον πλανήτη, σαν τα υπόλοιπα τα πλάσματα είναι απλά για’ κείνους… ζώα!
Β΄. Η κοινωνία των ανθρώπων
Χτίσαν την κατοικία τη δική τους μέσα σε λόγγους και λιβάδια, ανάμεσα σε δάση, κορφογραμμές και ακρογιάλια. Μα ως έχουν άπατη νοημοσύνη κι αξιοσύνη, “σβήσαν” τους λόγγους, “μερέψαν”, τσιμεντώσαν τα λιβάδια, κόψαν και κάψανε τα δάση, ίσιωσαν τις βουνοκορφές, στεγνώσαν και βουρκιάσαν τ’ ακρογιάλια και φτιάξανε μια φύση τεχνητή, πλάι και μέσα στου Δημιουργού την πλάση. Μ’ ακόμη, διαφεντέψανε τα ζώα τα δίποδα, τ’ άποδα και τα τετράποδα, τα φτερωτά και τ’ άφτερα. Χωρίσανε, μοιράσανε τη γη και τον αγέρα, τη θάλασσα, τον ουρανό, και φτιάξαν κόσμους, μικροκόσμους, πολιτείες. Και μέσ’ στους μικροκόσμούς τους, απλώσανε σαν θεϊκή την κοσμική κυριαρχία την αυτάρπαχτη και έφτιαξαν την κοινωνία τη δική τους:
– Μια κοινωνία ανθρωπίσια μ’ άρχοντες, βασιλιάδες κι αφεντάδες, δούλους και παρακατιανούς κι ασήμαντους. Κι ας είναι όλοι άνθρωποι ετούτοι, φτιαγμένοι από το ίδιο χωματένιο υλικό του ίδιου Πλάστη…
– Μια κοινωνία με χλιδάτους και προγάστορες κι άλλους οστεομένους, λιμοκτόνους. Κι ας είναι όλοι άνθρωποι, ετούτοι…
– Μια κοινωνία που’ χει εργάτες και κηφήνες, μα κόντρα στη μελίσσια κοινωνία, φυλάσσει τους κηφήνες και πίνει και μυζά της εργατιάς ανάμιχτα ιδρώτα κι αίμα, σπονδή στης ταξικής της κοινωνίας την υπόμνηση. Κι ας είναι όλοι άνθρωποι, ετούτοι…
– Μια κοινωνία που’ χει στη θεωρία πρότυπο αητούς, λιοντάρια, μα’ ναι πιο βολική η μίμηση του χαμαιλέοντα…
– Μια κοινωνία με το δίκιο του Μεγάλου, σαν είν’ το δίκιο του μικρού μικρό, σαν ΄κείνον…
– Μια κοινωνία άπληστη, που τρέχει κι όλο τρέχει να φτάσει, να ξεπεράσει τη σκιά της. Κι ως είναι άπιαστη ετούτη, μένει το μακρινό της το σημάδι τ’ απλησίαστο στην κοινωνία που δεν βρίσκει την πληρότητα στα υπαρκτά, στα έχοντα, στα όσα έχει ως τα σήμερα κερδίσει και όλο τρέχει και ασθμαίνει…τρέχει και ασθμαίνει…
– Μια κοινωνία που’ χει λεξιλόγιο –σαν έχει το προνόμιο του λόγου- κι ονοματίζει σαν πολιτισμό ότι δεν έχουν μα κι ό,τι δεν μπορούν τ’ άλλα τα ζωντανά του Πλάστη…
Και είναι στον πολιτισμό επιτρεπτό να καίνε, να ποδοπατούν την πλάση, και να λεκιάζουν το απέραντο θαλασσινό γαλάζιο, έτσι απλά, αρκεί να είναι βολικό το σήμερα…
Και είναι στον πολιτισμό επιτρεπτό να’ ναι καθημερνότητα η φρίκη να γίνονται σφαχτάρια οι ανθρώποι, να’ ναι εμπορική συναλλαγή το σπλάχνο, να μη φοβάσαι τα τετράποδα θεριά πιότερ’ από τα δίποδα…
Και είναι στον πολιτισμό καθημερνό να’ ναι Δημοκρατία μόνο τύπος, σαν η ουσία μένει άγραφτη στις πρακτικές της κάθε μέρας…
Γ΄. Επίλογος
Δεν μένει η απορία αναπάντητη σαν θα’ θελε καθείς να σύγκρινε την κοινωνία των νοήμονων των όντων, με όποια κοινωνία απ’ τις υπόλοιπες των άλλων – των κατώτερων – των ζώων, με την ευρύτερη την έννοια…