Την «άνιση σχέση µε την ανάγνωση» ανάµεσα σε παιδιά που προέρχονται από συγκεκριµένες κοινωνικές οµάδες διαπιστώνει η έρευνα του ΟΣ∆ΕΛ (Οργανισµός Συλλογικής ∆ιαχείρισης Έργων του Λόγου) µε τίτλο “Παιδί και ανάγνωση, έρευνα για την αναγνωστική συµπεριφορά των παιδιών”
Με βάση τα ευρήµατα της µελέτης, προϊόντα ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας, ο ρόλος της εκπαίδευσης στη συγκρότηση σχέσης αγάπης του παιδιού µε την ανάγνωση είναι ισχυρά καθοριστικός και ποιοτικός.
Σηµειώνεται παράλληλα πως « είναι προφανές ότι αν η πολιτεία και οι εταίροι δεν αναλάβουν δράση, αν δεν ξεκινήσει η προσπάθεια αποκατάστασης των αναγνωστικών ανισοτήτων µέσω του εκπαιδευτικού συστήµατος, οι κοινωνικές και πολιτισµικές ανισότητες θα συνεχίσουν να διευρύνονται εις βάρος των παιδιών που προέρχονται από ευάλωτες οµάδες, στερώντας τους την ευκαιρία για προσωπική, επαγγελµατική και κοινωνική εξέλιξη και κατ’ επέκταση στερώντας τη χώρα από µια καθοριστική συµβολή στην αναγκαία ανάπτυξή της. Η ανάγνωση είναι ένα κοινωνικό µέγεθος και δεν γίνεται να µην λαµβάνεται υπόψη κατά τον σχεδιασµό πολιτικών στις σύγχρονες κοινωνίες της γνώσης. »
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στα συµπεράσµατα της έρευνας προκύπτει πως
•Η σηµερινή κυρίαρχη παιδαγωγική σχέση εξακολουθεί, εν πολλοίς, να θεµελιώνεται σε µια σειρά παιδαγωγικών προαπαιτούµενων, τα οποία συνεχίζει να υιοθετεί. Αφενός µεταχειρίζεται ως ίσα παιδιά άνισα µεταξύ τους, αφετέρου επιλέγει να µην καταστήσει συστηµατικά αντικείµενο ρητής εκπαίδευσης ό,τι απαιτεί και προϋποθέτει στις διαδικασίες εκµάθησης που εντάσσει στο πρόγραµµά του το σχολείο, αφήνοντας ελεύθερη τη δράση της κοινωνικής καταγωγής. Υπό αυτήν τη λογική, κάθε ανάλυση της αναγνωστικής πρακτικής και συµπεριφοράς των παιδιών που παραγνωρίζει αυτές τις συνθήκες θεσπίζει σιωπηλά σε καθολική νόρµα τις ιδιαίτερες ιδιότητες της κοινωνικής εµπειρίας ορισµένων µόνο παιδιών, και η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά αποτέλεσµα αναγνωστικής αγωγής, προϊόν συγκεκριµένων κοινωνικών και πολιτισµικών προνοµίων. Όταν αφήνονται ανεξέταστες οι συνθήκες αυτές, τότε καταδικάζουµε τα παιδιά, τα προερχόµενα από τις κυριαρχούµενες οµάδες να αιωρούνται, αυτά και οι οικογένειές τους, µεταξύ της επαίσχυντης συνείδησης της πολιτιστικής τους ταπείνωσης και της επιθετικής δυσφήµησης των κυρίαρχων πρακτικών.
•∆ιαπιστώθηκε ότι οι πιο σοβαρές πολιτισµικές και κοινωνικές προσταγές, στην αναγνωστική τους διάσταση, δεν απευθύνονται στη νόηση αλλά στο σώµα του παιδιού, που αντιµετωπίζεται «ως ένας πίνακας υπενθυµίσεων». Το ουσιώδες της µαθητείας στην ανάγνωση εγγράφεται αρχικά στα σώµατα µε τη µορφή τρόπων να κοιτάς το βιβλίο, να το πιάνεις, να «κάθεσαι» µαζί του, να του δίνεις τον χώρο σου και τον χρόνο σου, κτλ. Τόσο στην καθηµερινή παιδαγωγική πράξη («να το τελειώσεις όλο το βιβλίο», «πρόσεξέ το», «βάλτο στη βιβλιοθήκη»), όσο και στις τελετές θέσµισης της ανάγνωσης (συµµετοχή λ.χ. σε λέσχες ή οµάδες αναγνώσεις βιβλίων για παιδιά), ασκείται µια ψυχοσωµατική δράση, συχνά µέσω της συγκίνησης, και, ενίοτε, του ψυχολογικού και σωµατικού πόνου, του «παιδέµατος», που προκαλείται µέσω της κατανάλωσης της αναγνωστικής ύλης.
• Οι υπεύθυνοι των περισσότερων προγραµµάτων παραγωγής, ευαισθητοποίησης και ενδυνάµωσης της αναγνωστικής διάθεσης παραγνωρίζουν, τελικά, ότι το παιδί που εµπλέκεται σταθερά και συστηµατικά µε την αναγνωστική πρακτική (αρχίζει να) κατανοεί τον κόσµο της ανάγνωσης σιγά- σιγά πολύ καλά, κατά µία έννοια, να τον βιώνει ως αυτονόητο κόσµο, ως τον δεδοµένο κόσµο του, ακριβώς επειδή βρίσκεται κλεισµένος µέσα του, επειδή αποτελεί ένα σώµα µαζί του, επειδή τον κατοικεί όπως ένα ρούχο ή ένα οικείο περιβάλλον, επειδή τελικά κατοικείται από αυτόν.
• Η συστηµατική, οργανωµένη και όσο πιο «πρόωρη» εξοικείωση µε τον κόσµο της ανάγνωσης κάνει το παιδί να αισθάνεται σαν στο σπίτι του µέσα στον κόσµο του βιβλίου και του κόσµου που τον εµπεριέχει, δηλαδή του κόσµου της κουλτούρας, διότι ο κόσµος αυτός αρχίζει ταυτόχρονα να διαµορφώνεται µέσα του.
• Το παιδί που αγαπά την ανάγνωση έχει σφυρηλατηθεί, έχει ανατραφεί, έχει υποβληθεί σε όλα αυτά τα καθηµερινά οικογενειακά, αρχικά και βασικά, προγράµµατα αναγνωστικής δράσης εν είδει αντικειµενικών δυνητικοτήτων, επειγουσών αναγκών, πράγµατα τα οποία προσανατολίζουν την πρακτική του παιδιού, χωρίς να έχουν συγκροτηθεί σε νόρµες ή σε προσταγές καθαρά ορισµένες από µια συνείδηση και βούληση, και στο όνοµά τους. Το παιδί που έχει ή αρχίζει να ενσωµατώνει τις δοµές του κόσµου του βιβλίου και του ευρύτερου κόσµου που δίνει σε αυτό το εργαλείο νόηµα και αξία, «βρίσκει τη θέση του εκεί» αµέσως, χωρίς να χρειάζεται προµελέτη, και κάνει να αναδυθούν, χωρίς καν να το σκεφτεί, «διαβάσµατα που πρέπει να γίνουν» και να γίνουν «όπως και όταν πρέπει».
• Για να είναι ένα παιδί ικανό να αγαπήσει το βιβλίο και την ανάγνωσή του, και να το κάνει όπως πρέπει, τόσο υποκειµενικά όσο και αντικειµενικά, δηλαδή µε έναν τρόπο που θα χαρακτηρίζεται από την αποτελεσµατικότητα και την άνεση της αναγνωστικής εντατικής πρακτικής δράσης, αλλά και από την απόλαυση και την ευδαιµονία του παιδιού που την ασκεί, πρέπει να έχει δοµηθεί γι’ αυτό, µέσω µακράς χρήσης ενίοτε και µέσω µεθοδικής (εξ-)άσκησης. ∆ηλαδή να έχει κάνει δικούς του τους σκοπούς που είναι εγγεγραµµένοι στο βιβλίο ως ένα σιωπηρό εγχειρίδιο χρήσης, µε λίγα λόγια, να έχει αφεθεί να χρησιµοποιηθεί, δηλαδή να εργαλειοποιηθεί, από το βιβλίο και τον κόσµο του.
• Το παιδί που αγαπά την ανάγνωση αποτελεί άλλη µια διάσταση του νόµου πως το πολιτισµικό κεφάλαιο πάει στο πολιτισµικό κεφάλαιο, ένα ακόµα χαρακτηριστικό παράδειγµα του κοινωνιολογικού γεγονότος πως ο κληρονόµος κληρονοµείται από την κληρονοµιά του. Ωστόσο, βεβαιώθηκε επίσης πως, στηριζόµενοι στην κοινωνιολογική γνώση, µπορούµε να αψηφήσουµε µε αποτελεσµατικότητα και τον συγκεκριµένο αυτόν νόµο.
• Συνοπτικά, η πρακτική της ανάγνωσης δεν έχει την ίδια κοινωνική και πολιτισµική αξία για όλα τα παιδιά, όσον αφορά τη συχνότητα αυτής της πρακτικής, την επιλογή των βιβλίων, και όσον αφορά τη σχέση µε τη γλώσσα, προφορική και γραπτή, σχέση που άρρητα αυτή η πρακτική προϋποθέτει και συνεπάγεται: µεταξύ των γονέων που καλλιεργούν την αναγνωστική πρακτική στα παιδιά τους, άλλοι χρησιµοποιούν την ανάγνωση ως τρόπο για να τα κοιµίσουν, άλλοι για να αναπτύξουν τη χρήση της γλώσσας σε αυτά και άλλοι για να αναπτύξουν τις γνώσεις και τη φαντασία τους. Μια διαίρεση στις χρήσεις της παιδικής
• Τα παιδιά κατασκευάζουν την αναγνωστική τους κοινωνική πραγµατικότητα και προσπαθούν ενίοτε να αναδείξουν και να προωθήσουν ή ακόµα και να επιβάλουν τις επιλογές τους, όπως για παράδειγµα στην αναγνωστική ύλη, αλλά το κάνουν πάντα µε απόψεις, συµφέροντα και αρχές καθορισµένες από τη θέση που κατέχουν µέσα στον κοινωνικό κόσµο που ζουν και επιθυµούν να ζήσουν.
• Το αναγνωστικό παιχνίδι, διάσταση του πολιτισµικού παιχνιδιού, δεν µπορεί να αποκτήσει ένα αντικειµενικό νόηµα, παρά µόνο µέσω της «αίσθησης» των κοινωνικών υποκειµένων για το πιθανό µέλλον αυτών των παιχνιδιών, που αποκτάται µέσω του πρακτικού ελέγχου των ειδικών κανονικοτήτων τους, µέσω της «αίσθησης του παιχνιδιού», αυτού του προϊόντος των αντικειµενικών δοµών του χώρου του παιγνίου, «της εµπειρίας του παιχνιδιού», όπως λέµε, αίσθηση η οποία πρωτίστως αποκτάται µέσα και µέσω των οικογενειακών πρακτικών.
Η έρευνα
Η έρευνα πραγµατοποιήθηκε υπό την την επιστηµονική διεύθυνση του Νίκου Παναγιωτόπουλου, καθηγητή κοινωνιολογίας στο Τµήµα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών. Η έρευνα για το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα διενεργήθηκε από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Φεβρουάριο του 2022 και είναι η πρώτη που πραγµατοποιήθηκε δώδεκα χρόνια µετά την αντίστοιχη έρευνα του Ε.ΚΕ.ΒΙ. Αποτυπώνει µε ενάργεια την κατάσταση, όπως αυτή διαµορφώθηκε µετά την οικονοµική και την υγειονοµική κρίση. Συνεργάστηκαν οι Αθηνά Καρατζά και Λίλα Παπαβασιλείου µε ερευνητική οµάδα τους:
∆ηµήτρη Αυγελή, Κωνσταντίνο Βενιανάκη, Γιώργο Γεωργαράκης, Ειρήνη Κεσµετζή, Κατερίνα-Πηνελόπη Λουκά, Ιόλη Παναγιωτοπούλου, Άννα Παπαργυρίου, Έρρικα Πούλα, Άννα Σταθακοπούλου Μιχάλη Τσατσόγλου .