Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Κοινωνικές/Επικοινωνιακές και Ψηφιακές δεξιότητες

» Στην Εκπαίδευση και στην Εργασία τον 21ο αιώνα
των συν-συγγραφέων Ε. Κρασαδάκη, Σ. Τριαντάρη και Κ. Ζοπουνίδη,
εκδ. ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ (εκδήλωση στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων 31-3-2023)

 

Τι είναι οι δεξιότητες; Λίγο απλουστευτικά θα λέγαμε, ως μια γενική αλήθεια, ότι δεξιότητα σημαίνει να μπορεί ο άνθρωπος να εφαρμόζει στην πράξη τις γνώσεις και εμπειρίες που έχει αποκτήσει, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και στους στόχους που σχετίζονται με την επαγγελματική του δραστηριότητα, με τους κοινωνικούς του ρόλους και με την προσωπική του ζωή.
O όρος δεξιότητα έχει επικρατήσει στο δημόσιο λόγο, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς. Οι δεξιότητες αντιμετωπίζονται με τρεις διαφορετικές οπτικές, ως ατομικά χαρακτηριστικά ή ως προσδοκίες της εκπαίδευσης ή ως ζητούμενα στο εργασιακό περιβάλλον. Στο εκπαιδευτικό πλαίσιο οι δεξιότητες αναφέρονται ως μαθησιακά αποτελέσματα, υπό την έννοια των επιτευγμάτων μιας εκπαιδευτικής διαδρομής. Αντίστοιχα, σε κείμενα που αφορούν εργασιακές πολιτικές, οι δεξιότητες αντιμετωπίζονται ως ένα είδος προσόντων, όχι με την αυστηρή έννοια που αποδίδεται στον όρο προσόν. Άλλο περιεχόμενο αποδίδεται από τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και διαφορετικό από τον κόσμο των επιχειρήσεων και οργανισμών.
Ο ΟΟΣΑ (2017) προσδιόρισε ότι οι “δεξιότητες” αφορούν τόσο γνωστικές όσο και μη γνωστικές ικανότητες, ενώ ο συνδυασμός τους αποτελεί τις τεχνικές δεξιότητες που είναι αναγκαίες για μια εργασία, επάγγελμα ή τομέα. Η Παγκόσμια Τράπεζα (2018) διαχωρίζει τις δεξιότητες σε γνωστικές, τεχνικές/επαγγελματικές και κοινωνικο-συναισθηματικές (ήπιες). Ανεξάρτητα, πως κατονομάζονται οι τελευταίες (μη γνωστικές, κοινωνικo-συναισθηματικές, ήπιες), όλοι εννοούν τις δεξιότητες που σχετίζονται εγκάρσια με τις επαγγελματικές – κοινωνικές – προσωπικές δραστηριότητες της ζωής. Τέτοιες δεξιότητες είναι, για παράδειγμα, η συνεργασία, η δημιουργικότητα, η προσαρμοστικότητα, η ενσυναίσθηση, η επίλυση προβλημάτων, η αξιοποίηση της διαφορετικότητας, η επίλυση συγκρούσεων, η ανάληψη πρωτοβουλιών, η κριτική σκέψη, η αυτοεπίγνωση, η αποτελεσματική διαχείριση συναισθημάτων, κ.ά. Ο Daniel Goleman έδειξε το σημαντικό ρόλο των ήπιων δεξιοτήτων για την εργασία.
Όπως και να έχει, κοινός τόπος όλων των προσεγγίσεων και νοηματοδοτήσεων είναι ο καθοριστικός ρόλος της εκπαίδευσης και συνακόλουθα της μάθησης που επιτυγχάνεται σε πολλαπλά πλαίσια στη διάρκεια της ζωής και μετουσιώνεται σε δεξιότητες, ικανότητες, αρχές, στάσεις, συμπεριφορές, κ.λπ., που καθένας μας επικοινωνεί/εφαρμόζει στο προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό και επαγγελματικό περιβάλλον.
Στο βιβλίο επιλέξαμε να ξεκινήσομε με την Αριστοτελική θεώρηση για τη γνώση, διότι μέσω αυτής προσεγγίζονται σύγχρονα ζητήματα. Ο Αριστοτέλης ανέλυσε τη γνώση σε τρία είδη, ως εξής:
• Την επιστήμη (episteme), ως την θεωρητική/επιστημονική προσέγγιση της γνώσης.
• Την τέχνη (techne) ως την πρακτική/παραγωγική προσέγγιση της γνώσης.
• Τη φρόνηση ως την πολιτικο-ηθική προσέγγιση της γνώσης.
Ο Αριστοτέλης προσδιόρισε τα είδη της γνώσης χωρίς να προσδιορίζει στεγανά μεταξύ τους, αλλά οι κατά περίπτωση τύποι εφαρμόζονται ανάλογα με τους στόχους και τα πρακτικά προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσομε κάθε φορά. Δηλαδή, απέδωσε βαρύτητα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσω τριών ειδών γνώσης, με την έννοια της εσωτερικής ποιότητας του ατόμου, αποδεικνύοντας ότι τα τρία είδη πρέπει να συνυπάρχουν και να ισορροπούν στο άτομο.
Η φρόνηση (σωφροσύνη) είναι το κεντρικό σημείο στην φιλοσοφία του Αριστοτέλη, η οποία αφορά την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου που αποτελεί ένα επίκαιρο ζήτημα στην εποχή μας. Γενικά, φρόνιμος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να σκέφτεται σωστά. Η ευρύτητα του ορισμού αυτού που περιγράφει το ιδανικό άτομο, παραπέμπει στην πνευματική ικανότητα του κριτικού στοχασμού με σημερινούς όρους και στην ύπαρξη κοινωνικών δεξιοτήτων, σύμφωνα με την σημερινή ορολογία.
Η σπουδή των τελευταίων δεκαετιών για τις δεξιότητες έχει τις ρίζες της στην δυσκολία αντιμετώπισης με παλιούς όρους των σύγχρονων προκλήσεων, της προόδου της επιστήμης και της τεχνολογίας, της κοινωνίας του παγκοσμοιοποιημένου κόσμου, της εργασίας που βασίζεται στη γνώση σε σημαντικό βαθμό, του αποκλεισμού από την εργασία και της ανεργίας, της πολυπολιτισμικότητας, της ανακολουθίας των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις σύγχρονες ανάγκες, της ανάδειξης νέων επαγγελμάτων και νέων εργασιακών απαιτήσεων κ.ά.
Από τη δεκαετία του 80’ η συζήτηση περιστρέφεται μεταξύ της θεωρητικής και της πρακτικής γνώσης, της επαγγελματικής γνώσης και της ανθρωποκεντρικής/κοινωνιοκεντρικής εκπαίδευσης. Στη συζήτηση αυτή υπεισέρχονται και τα πολλά, διαφορετικά πλαίσια ή πεδία, στα οποία συντελείται η μάθηση, όπως για παράδειγμα της καθημερινής ζωής, του εκπαιδευτικού συστήματος, της επαγγελματικής ζωής, του διαδικτύου, κ.ά.
Διεθνείς οργανισμοί και φορείς βασίζουν τον λόγο, τα επιχειρήματα και τις παροτρύνσεις τους στις ικανότητες και δεξιότητες που πρέπει να αποκτά ένα άτομο στη διάρκεια της εκπαιδευτικής του διαδρομής ή σε όλη τη διάρκεια της (εργασιακής) ζωής, υπό την πίεση της επιστημονικής/τεχνολογικής προόδου, της παγκοσμιοποίησης σε οικονομικό/πολιτισμικό επίπεδο και του ανταγωνισμού που δημιουργείται στις οικονομίες καθώς και της ανθεκτικότητας που πρέπει να επιδείξουν τα άτομα – κοινωνίες – χώρες στις εξελίξεις αυτές. Για την κάλυψη των αναγκών αυτών εισήχθησαν σταδιακά προγράμματα με στόχο την Επαγγελματική Κατάρτιση, την Εκπαίδευση Ενηλίκων, την Διά Βίου Μάθηση, την γενική Εκπαίδευση Ενηλίκων, κ.λπ. Η υιοθέτηση της “Διά Βίου Μάθησης” από την UNESCO το 1976 έχει μια ανθρωποκεντρική λογική με την έννοια της ολοκληρωμένης προσωπικής ανάπτυξης του ατόμου ενώ η Δια Βίου Μάθηση όπως περιγράφεται από την ΕΕ έχει μια τεχνοκρατική/εργασιοκεντρική λογική που πηγάζει από την αγωνία της Ευρώπης να προχωρήσει δυναμικά και ανταγωνιστικά στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι. Δηλαδή, η UNESCO προσδιόρισε την αναγκαιότητα της επέκτασης της εκπαίδευσης και μάθησης σε όλη τη διάρκεια της ζωής, ως μια ευκαιρία για πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Αντιθέτως, η ΕΕ σύνδεσε κυρίως τη Διά Βίου Μάθηση με τις ψηφιακές δεξιότητες και άλλες “βασικές δεξιότητες”, όπως τις προσδιόρισε, στο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, της βιωσιμότητας και αειφορίας, καθώς και της διασφάλισης και ευελιξίας στην επαγγελματική ζωή, και όχι πρωτίστως με την διάσταση που στοχεύει στην προσωπική/κοινωνική ανάπτυξη του ανθρώπου.
Η μάθηση είναι μια διαρκής διαδικασία που αρχίζει στην προσχολική ηλικία και τελειώνει με τον βιολογικό θάνατο. Βεβαίως, αυτό ίσχυε και πριν την ανωτέρω απόφαση για την Δια Βίου Μάθηση, δηλαδή ο άνθρωπος λειτουργεί ως μανθάνων οργανισμός σε ατομικό/συλλογικό επίπεδο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ωστόσο, η θέση αυτή της ΕΕ προβάλει τόσο την αναθέσμιση του ρόλου της Εκπαίδευσης και Κατάρτισης αλλά και την ανάγκη σχεδιασμού δράσεων Διά Βίου Μάθησης και ταυτόχρονα την εμπέδωση από την μεριά των πολιτών της ανάγκης συνεχούς συμμετοχής τους σε προγράμματα απόκτησης/επικαιροποίησης των γνώσεων και δεξιοτήτων για την επιτυχή ανταπόκριση στις μεταβαλλόμενες εργασιακές, κοινωνικές και προσωπικές ανάγκες.
Σταδιακά οι ψηφιακές δεξιότητες έγιναν αναγκαίες για την εργασία και συνδέθηκαν με τη Διά Βίου Μάθηση, την Εκπαίδευση Ενηλίκων και τα Εκπαιδευτικά Συστήματα. Από τη δεκαετία του 90’ οι ψηφιακές δεξιότητες ενσωματώνονται σε συστάσεις για την αναθεώρηση της εκπαίδευσης και κατάρτισης για τους νέους και ενηλίκους στα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Οι ψηφιακές δεξιότητες αποδείχθηκαν για άλλη μια φορά ως καθοριστικής σημασίας την περίοδο 2020-2021 λόγω Covid-19, όπου η τεχνολογία χρησιμοποιήθηκε σε πρωτοφανή κλίμακα για να υποστηρίξει την τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, τηλεσυνεργασία, την συμμετοχή σε δραστηριότητες, την κοινωνική επαφή, την επικοινωνία και συναλλαγή με δημόσιους/ιδιωτικούς φορείς, τράπεζες, φορολογικές αρχές κ.ά. Η πανδημία επιτάχυνε τις αλλαγές στο χώρο της εργασίας, της εκπαίδευσης, της επικοινωνίας, του θεάματος, της δικτύωσης και της προσωπικής ζωής με την έκτακτη/υποχρεωτική χρήση της τεχνολογίας και κατ’ αυτό τον τρόπο συνέβαλε στην αναγκαστική είσοδο στον αχανή ψηφιακό κόσμο. Ταυτόχρονα, ανέδειξε την απουσία ανθεκτικότητας των συστημάτων/οργανισμών και τα τρωτά σημεία των εργαζομένων και εν γένει των πολιτών, οι οποίοι μέσω ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών καλούνται να αποκτήσουν άμεσα την ιδιότητα του ψηφιακού πολίτη, εξ ου μεταξύ άλλων και το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης 2021-2027 Ψηφιακής Εκπαίδευσης και μαθημάτων εκκίνησης των ΤΠΕ. Ωστόσο, εάν το αρχικό ζητούμενο είναι η ύπαρξη καλών βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων, το ουσιαστικό ζητούμενο στην αγορά εργασίας εκτείνεται στις υψηλού επιπέδου ψηφιακές δεξιότητες, ειδικά για τις οικονομίες που οδηγούν την τεχνολογική καινοτομία διεθνώς, όπου όπως παρουσιάζομε στις σελίδες του βιβλίου, η ζήτηση εργαζομένων με υψηλή εξειδίκευση είναι πολλαπλάσια της προσφοράς. Βεβαίως, η ταχύτητα εξέλιξης της τεχνολογίας και της επιστήμης είναι μεγάλη, η διαφορετικότητα των τεχνολογικών προϊόντων/λύσεων είναι μία πραγματικότητα, η υπερ-εξειδίκευση και διεπιστημονικότητα είναι γεγονός κι έτσι αναδεικνύεται ως μείζον ζήτημα, ειδικά για τις υψηλού επιπέδου ψηφιακές δεξιότητες ο καθοριστικός ρόλος των επιχειρήσεων/οργανισμών μελλοντικά στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση επιμορφωτικών προγραμμάτων προσαρμοσμένων στις εξειδικευμένες ανάγκες τους. Η ΕΕ επιδιώκει την ενδυνάμωση της συνεργασίας μεταξύ των πανεπιστημίων και του οικοσυστήματος της τεχνολογικής καινοτομίας, υποστηρίζει την καριέρα σε ζητήματα καινοτομίας και την διαθεματική εκπαίδευση, τη μάθηση που πηγάζει από την σύμπραξη εκπαίδευσης – έρευνας – φοιτητών – κοινωνίας, τις STEM γνώσεις και δεξιότητες, την έμφαση στην Τεχνητή Νοημοσύνη σε συνδυασμό με τις ανθρωπιστικές/κοινωνικές επιστήμες κ.ά., καθιστώντας την Τριτοβάθμια εκπαίδευση ως το όχημα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό που εδράζεται στην καινοτομία των λύσεων.
Στην κατεύθυνση αυτή προτείνεται η υιοθέτηση στρατηγικών εκπαίδευσης και επανακατάρτισης (reskilling) του πληθυσμού, υπονοώντας την απόκτηση νέων δεξιοτήτων για μία νέα απασχόληση με έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες, αλλά και στρατηγικές για την αναβάθμιση και διεύρυνση των γνώσεων (upskilling) στα υφιστάμενα γνωστικά/εργασιακά αντικείμενα.
Βεβαίως, έχει διατυπωθεί κριτική ως προς το είδος των δεξιοτήτων και τον τρόπο ανάπτυξής τους. Η ασκούμενη κριτική επικεντρώνεται, κυρίως στα εξής:
• η απαίτηση για συνεχή απόκτηση δεξιοτήτων φαίνεται ότι τελικά διευρύνει αντί να μειώνει τις κοινωνικές ανισότητες, διότι τα άτομα από τις ευάλωτα κοινωνικά ομάδες δεν είναι εξοικειωμένα στο να πληροφορούνται για τους τρόπους ανάπτυξης των δεξιοτήτων και να τους αξιοποιούν.
• η Ευρωπαϊκή πολιτική για τις δεξιότητες διέπεται σε μεγάλο βαθμό από μια οικονομική λογική που είναι προσανατολισμένη στην ανάπτυξη δεξιοτήτων που σχετίζονται με την ικανοποίηση των αναγκών της αγοράς εργασίας και ελάχιστα αφορά στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, στις ιδιότητες του ενεργού πολίτη, και γενικά στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων ατόμων διανοητικά, ψυχικά και κοινωνικά.
• η επαγγελματική κατάρτιση που συνήθως παρέχεται αποσκοπεί στην ταχύρυθμη ανάπτυξη κατακερματισμένων και περιορισμένου βεληνεκούς δεξιοτήτων, οι οποίες σχετίζονται με τις εδώ και τώρα ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας, συνεπώς δεν δίνεται η ευκαιρία στους εργαζόμενους να αναπτύξουν ένα ευρύτερο μίγμα τεχνικών – επαγγελματικών αλλά και ήπιων δεξιοτήτων που θα τους επέτρεπαν να κατανοούν βαθύτερα τις εργασιακές διαδικασίες, να αντλούν ικανοποίηση από την κατάρτιση για την εργασία τους και ταυτόχρονα να είναι περισσότερο παραγωγικοί.
Επιπλέον, είναι ενδιαφέρον να σχολιάσομε ότι οι γνωστικές και τεχνικές/επαγγελματικές δεξιότητες αποκτώνται μέσω διδασκαλίας και συμμετοχής σε μία εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες αποτελούν ένα ζητούμενο. Δηλαδή, δεν υπάρχει κάποιο εκπαιδευτικό μονοπάτι που αν το ακολουθήσει ένα άτομο θα διδαχθεί κάποια αντίστοιχη δεξιότητα. Παρά ταύτα, αυτές αποτελούν ένα ζητούμενο τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην κοινωνική και προσωπική ζωή.
Ερευνητές και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι διεθνώς οραματίζονται τα επιτεύγματα της φοίτησης και θεμελιώνουν θεωρίες και μεθόδους που ενισχύουν τη μάθηση, ενδυναμώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την ενασχόληση των σπουδαστών, προωθώντας τη δημιουργικότητα και καινοτομία και άλλες ήπιες δεξιότητες. Για την ενίσχυση της μάθησης διεθνώς αναλαμβάνονται πολλαπλές δράσεις, μεταξύ αυτών η αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών στη βάση ικανοτήτων, η υιοθέτηση αρχών φοιτητοκεντρικής μάθησης και διδασκαλίας, η ενδυνάμωση των διδασκόντων για την απομάκρυνση από την κλασική διάλεξη, η εφαρμογή σειράς δραστηριοτήτων εντός/εκτός της τάξης που ενεργοποιούν τους φοιτητές, η υιοθέτηση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων διδασκαλίας, η συμμετοχή των φοιτητών στην έρευνα και καινοτομία, η παρακολούθηση της προόδου των φοιτητών μέσω των γραφείων ενίσχυσης της εκπαιδευτικής τους απόδοσης – σταδιοδρομίας – συμβουλευτικής – ψυχολογικής υποστήριξης, κλπ, τα οποία αποκτούν ολοένα και ένα επιπλέον βάρος.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι όλο το φάσμα των δεξιοτήτων είναι σημαντικό για όλα τα πεδία της ζωής. Ενδεικτικά, έρευνες από διεθνείς φορείς, όπως το Cedefop, την ΕΕ και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, έδειξαν ότι υπάρχει σαφής συσχέτιση ανάμεσα στο πεδίο ανάπτυξης των δεξιοτήτων και στην ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της οικονομίας. Άλλα ερευνητικά δεδομένα ανέδειξαν τα ατομικά και κοινωνικά οφέλη της ανάπτυξης δεξιοτήτων, όπως οι περισσότερες και πιο ποιοτικές προοπτικές απασχόλησης, οι υψηλότερες αμοιβές, η ικανοποίηση από την εργασία, η υψηλότερη εμπιστοσύνη στους άλλους, η μεγαλύτερη συμμετοχή σε κοινωνικά δίκτυα/εθελοντικές οργανώσεις, η υψηλότερη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, κ.λπ.
Στις σελίδες του βιβλίου επιχειρούνται συνάψεις με μια σειρά επαγγελμάτων, ειδικοτήτων, ιδιοτήτων, ρόλων και θέσεων ευθύνης, όπως των μηχανικών και πληροφορικών, των ιατρών και νοσηλευτών, των εκπαιδευτικών και διοικητικών/οικονομικών στελεχών, των διασωστών και πυροσβεστών, των ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, των μαθητών και φοιτητών κ.ά.
Αφουγκραζόμενοι τις σύγχρονες προκλήσεις τονίζομε στις σελίδες του βιβλίου αφενός την αξία της μάθησης οπουδήποτε συμβαίνει (μέσω της εκπαίδευσης και της εργασίας, του πολιτισμού και του αθλητισμού, του εθελοντισμού και της κοινωνικής συμμετοχής, του διαδικτύου και της άτυπης μάθησης) και αφετέρου την ακλόνητη πίστη μας στους νέους και αυριανούς εργαζομένους που αναλαμβάνουν τη σκυτάλη από εμάς για την κοινωνική, οικονομική και τεχνολογική ευημερία και πρόοδο.

 

** Απόσπασμα του κειμένου χρησιμοποιήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα