Η λύπη και η χαρά υπεισέρχονται καθηµερινά στη ζωή µας, σε άλλοτε άλλο βαθµό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι συναισθηµατικές µεταπτώσεις εναλάσσονται δίχως έντονους κραδασµούς. Υπάρχουν, όµως, και περιπτώσεις όπου η χαρά και η λύπη επιπροβάλλονται στο κέντρο του κάδρου µιας ζωής, ως εκφράσεις ιδιαίτερα σηµαντικών γεγονότων («σηµεία-σταθµοί»).
Aν πρόκειται για χαρά, είθισται να επιζητούµε την όσο το δυνατόν ευρύτερη παρουσία και συµµετοχή των άλλων. Επιδιώκουµε η χαρά µας να αντηχεί, να κροτεί, να αντιλαλεί, να γίνεται γνωστή στις άκρες του µικρόκοσµού µας. Επιστρατεύονται, για το σκοπό αυτό, «νταούλια και βιολιά», µερακλήδες του χορού, που «σηκώνουν σύννεφο τη σκόνη» µε τις παθιές τους, τεχνίτες του τραγουδιού που ο δωρικός ήχος της φωνής τους δικαιωµατικά επιβάλλει την άκρα σιωπή για να ταξιδέψει απρόσκοπτα στα πέρατα.
Αν πρόκειται για βαρειά θλίψη, που συνήθως έχει να κάνει µε την απώλεια προσφιλών προσώπων, και πάλι η συµµετοχή των άλλων είναι επιθυµητή. «Φίλε µου στην ανάγκη µου και όχι στη χαρά µου» λέει η σχετική παροιµία που δίνει έµφαση στην ανάγκη του πενθισµένου για παρουσία και λόγο παρήγορο. Και πάλι, η αξιοσηµείωτη παρουσία των άλλων συµβάλλει σε κάποιο είδος ανακούφισης των πενθισµένων, παρά το ότι, η παρουσία αυτή, δεν εντάσσεται απαραίτητα σε κάποιο πλαίσιο σχέσης φιλίας ή εκτίµησης προς τον εκλιπόντα/την εκλιπούσα.
Στην πραγµατικότητα, οι δύο παραπάνω περιπτώσεις αφορούν σε προσωπικές στιγµές εκείνων που δέχονται το δώρο της χαράς ή το πλήγµα της θλίψης και ενδέχεται να νιώθουν την ανάγκη να µποιραστούν µε άλλους αυτές τις στιγµές.
Είναι αλήθεια πως η διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στην έκφραση και την υπερβολή µπορεί να είναι δυσδιάκριτη. Για παράδειγµα, στη χαρά, η καταµέτρηση παρουσιών ως ένδειξη κοινωνικής αποδοχής και επιρροής, απλά τροφοδοτεί αυταπάτες. Ακόµα, οι υπερβολές σε κάθε λογής στολισµούς, εκφράζουν µιαν απόπειρα ανάπλασης του Μύθου, στο µοτίβο του «…έζησαν αυτοί καλά και εµείς καλύτερα». ∆εν είναι κατακριτέο το να θέλουµε να ζήσουµε το δικό µας παραµύθι, αρκεί να γνωρίζουµε πως η συγκεκριµένη στιγµή αντιστοιχεί µόνο στην αρχή του. Οι υπερβολές στους στολισµούς και τον τεχνητό περιβαλλοντικό διάκοσµο δεν χρήζουν σχολιασµού, καθώς απλά εκφράζουν την προσωπικότητα των εµπλεκοµένων. Το µόνο βέβαιο είναι ότι, σε όποια χαρά, στόχος δεν µπορεί να είναι η ακραία οινοποσία και πολυφαγία, ούτε η εκκωφαντική µουσική, στοιχεία που οδηγούν στην εξουθένωση των προσκεκληµένων. Τέλος για τις µπαλωθιές, τους πολυβολισµούς και όποιες ενέργειες θέτουν τους παριστάµενους σε κίνδυνο, δεν υπάρχει θέση, δικαιολογία ή ελαφρυντικό.
Στη λύπη, πάλι, δεν έχει σηµασία το ύψος της κοστολόγησης της κηδείας, το ποσοι πολυέλαιοι φωταγώγησαν το µυστήριο, οι ηχηρές παρουσίες ή απουσίες, οι επικήδειοι που εκφωνήθηκαν ή δεν εκφωνήθηκαν. Οι κεκοιµηµένοι φεύγουν ακριβώς όπως ήρθαν: µόνοι. Ωστόσο,κατά κάποιο τρόπο παραµένουν στη ζωή, όσο τα προσφιλή τους πρόσωπα τους κρατούν ζωντανούς στην καρδιά και τη µνήµη τους. Η κραυγαλέα και επιδεικτική καταφυγή στην όποια τυπολογία ίσως να εκτονώνει προσωπικά αδιέξοδα εκείνων που µένουν πίσω. Όµως το «του θανάτου µυστήριον», το οποίο προσεγγίζεται και θεολογικά, ασφαλώς δεν εµπίπτει στη σφαίρα της µαζικότητας, ούτε στον χώρο της κοινωνικής δικτύωσης.
Σε κάθε περίπτωση, η υπερβολή είναι άτοπη και δυνητικά επιζήµια. Στις λύπες, µέχρι πριν λίγα χρόνια, την ευθύνη της έκφρασης των συναισθηµάτων της οικογένειας επωµιζόταν οι γυναίκες, οι οποίες έφεραν, περίπου όπως οι µοναχοί, το σχήµα του θανάτου επ’ αόριστον. Συγκεκριµένα, οι χήρες φορούσαν µαύρη πλερέζα ή µαύρο τσεµπέρι, ενώ το µαυροκουκούλωµα επιβαλλόταν, σε παλαιότερα χρόνια, ακόµα και στα µικρά παιδιά τους, εάν επρόκειτο για κορίτσια. Αυτό το βαρύτατο και πνιγηρό κλίµα µπορούσε, πολύ αργότερα, να διαφοροποιηθεί µόνο εάν και όταν ερχόταν κάποια µεγάλη χαρά στην οικογένεια.
Έχουν γραφτεί αρκετά λογοτεχνικά αριστουργήµατα µε βάση το µοτίβο του πένθους σύµφωνα µε τις κοινωνικές επιταγές.
Λογικό, αφού η προσωπική θλίψη δεν ζυγίζεται µε συµβατικά σταθµά, ούτε κατοχυρώνεται µέσα από κραυγαλέους θρήνους.
Ας αφήσουµε τον πονεµένο στη λύπη του και τον εορτάζοντα στη χαρά του, µε σεβασµό στον χώρο των συναισθηµάτων τους. Επίσης, οι εορτάζοντες (στη χαρά)ή οι περιλυπόµενοι (στο πένθος) έχουν δικαίωµα αλλά και υποχρέωση (προς τον εαυτό τους) να βιώσουν όπως εκείνοι νιώθουν αυτές τις στιγµές. ∆εν χρειάζεται να προσπαθούν να ανταποκριθούν σε κάποια κοινωνική επιταγή που δεν τους εκφράζει. ∆ιαφορετικά, η (καθοδηγούµενη) βίωση τόσο της χαράς όσο και (ιδιαίτερα) της θλίψης, ενδέχεται, εντελώς απροσδόκητα, να παραχωρήσει τη θέση της σε σαρωτικές αντισταθµιστικές διαφοροποιήσεις, όπως εκείνη που έδωσε κάποτε έµπνευση στον αείµνηστο και αγαθό Μπιριγκόγκο:
«Οψάργας εξεπένθησε
η χήρα του Σπανούλη
κι έβαλε τα τριανταφυλλιά
κι έκατσε στο πεζούλι!».
*Η Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη
είναι ιατρός, σύµβουλος Ψυχικής Υγείας