Μια απόπειρα εντυπωσιασμού σκίαζε τις προσδοκίες μου για τα Κόκαλα από ήλιο του Μάικ Μακόρμακ. Ένα μυθιστόρημα χωρίς καμία τελεία. Ναι, ούτε μία. Αυτό είναι πιθανότατα το πρώτο που θα ακούσετε σχετικά με το βιβλίο αυτό· αυτό ήταν το πρώτο που άκουσα εγώ. Υπήρχε όμως μια εξισορρόπηση των αναγνωστικών προσδοκιών εξαιτίας της υπόθεσης· ο Μάρκους Κόνγουεϊ, ένας μεσήλικας πολιτικός μηχανικός, πατέρας δύο παιδιών, που ζει με τη γυναίκα του σε ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας, πραγματοποιεί έναν νοερό απολογισμό της ζωής του. Κι εμένα κάτι τέτοιες ιστορίες, από το Ένα κάποιο τέλος του Μπαρνς μέχρι την τριλογία του Φορντ με ήρωα τον Μπάσκομπ, είναι του γούστου μου. Κάπως έτσι ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο αυτό.
Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς στο γιατί ο Μάικ Μακόρμακ έκανε τη συγκεκριμένη επιλογή. Εκείνο το οποίο αξίζει όμως να επιχειρήσει να διακρίνει κανείς είναι το πώς έστησε την αφήγησή του και το αν αυτή η απόφαση αποδεικνύεται εν τέλει λειτουργική. Με σιγουριά μπορώ να πω πως δεν πρόκειται για ένα εύρημα εντυπωσιασμού αλλά για ένα εντυπωσιακό εύρημα, εντυπωσιακό όχι τόσο ως προς τη σύλληψη όσο ως προς την εκτέλεσή του. Συνήθως -δυστυχώς- οι συγγραφείς αφιερώνουν περισσότερο χρόνο και κόπο στη σύλληψη ενός ευρήματος, που θα κάνει το έργο τους αξιομνημόνευτο και μοναδικό, από ό,τι στην υλοποίησή του, ενώ επιπλέον, στον βωμό του ευρήματος, θυσιάζουν συχνά την ιστορία τους. Στην περίπτωση του Μακόρμακ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο Μάρκους, στο σαλόνι του σπιτιού του, χωρίς να το έχει προσχεδιάσει, βυθίζεται σε μια ανασκόπηση των περασμένων, και ακριβώς επειδή δεν είναι προσχεδιασμένη, μονταρισμένη, για να δανειστούμε έναν κινηματογραφικό τεχνικό όρο, δεν ακολουθεί γραμμική πορεία, μοιάζει περισσότερο με ονειροπόληση, εκεί που η μια εικόνα διαδέχεται την άλλη και η μια ανάμνηση φέρνει την άλλη, χωρίς να είναι πάντα ορατό το σημείο σύνδεσης, χωρίς να είναι ορατό το γιατί. Ακόμα λοιπόν και αν δεν επέλεγε τη μονοπερίοδη αφήγηση, θα έπρεπε τεχνικά η αφήγησή του να αποτύπωνε πειστικά την εσωτερική αναπόληση του ήρωά του. Επομένως από αυτή την πλευρά η απόφαση για μονοπερίοδη αφήγηση είναι ιδανική ως επιλογή.
Η δυσκολία στην υλοποίηση της αφήγησης χωρίς τελεία -ερωτηματικό ή θαυμαστικό- είναι προφανής. Όλα εκείνα τα περάσματα που θα σηματοδοτούσαν το τέλος της κάθε περιόδου, εδώ πρέπει να ενσωματωθούν εντός της μίας και μοναδικής περιόδου. Ο Μακόρμακ τα καταφέρνει περίφημα, γυρεύοντας στις λέξεις, στο πώς θα τις χρησιμοποιήσει και στο πού θα τις τοποθετήσει, την αντικατάσταση των τελειών ή μάλλον την υπερπήδησή τους. Λέξεις απλές, που λειτουργούν ταυτόχρονα ως συνδέσεις, ευρισκόμενες εν μέσω της περιόδου, αλλά και ως επανεκκινήσεις, ως οι πρώτες λέξεις μίας νέας (υπο)περιόδου. Έτσι για παράδειγμα, ο πλάγιος λόγος μπορεί να διαβαστεί ταυτόχρονα και ως ευθύς, ο διάλογος δεν χάνει τη δυναμική του, ενώ στις λέξεις αυτές υπάρχουν και οι απαιτούμενες παύσεις τόσο της αφήγησης όσο και της ανάγνωσης.
Βέβαια όλα τα παραπάνω, χωρίς το κατάλληλο περιεχόμενο, την ιστορία και τη γλώσσα δηλαδή, δεν θα είχαν και τόση σημασία. Όπως δεν έχει σημασία, την ώρα της ανάγνωσης -έστω από ένα σημείο και μετά- η απουσία τελειών, παρότι είναι αυτή η απουσία που καθορίζει έντονα τον αναγνωστικό ρυθμό, γιατί η αφήγηση του Μάρκους έχει την απαραίτητη δυναμική ώστε να γεμίσει το αφηγηματικό καλούπι, ενώ ταυτόχρονα φέρει εντός της μια έντονη αλήθεια, χωρίς εξάρσεις φτηνού εντυπωσιασμού, που συγκινεί τον αναγνώστη. Στη ζωή του Μάρκους δεν συνέβη κάτι φοβερό, ούτε κάτι μοναδικό, μια απλή ζωή, με τις καλές και τις κακές στιγμές της, είναι ένας άνθρωπος πιο κοντά στο τέλος παρά στην αρχή πια, που έκανε λάθη, κάποια τα διόρθωσε, άλλα όχι, και ίσως να μην προλαβαίνει πια, επέμεινε σε κάποιες αξίες με έναν ζήλο υπερβάλλοντα, σε άλλες στιγμές υποχώρησε ευκολότερα, ένας άνθρωπος που τώρα τελευταία νιώθει ολοένα και εντονότερα τον χρόνο να έχει περάσει, αρκετά πράγματα πια δεν τα καταλαβαίνει, όλο και περισσότερο εκτός εποχής, το χάσμα με τα παιδιά δεν είναι το μοναδικό, είναι πολλά εκείνα με τα οποία δυσκολεύεται.
Ο Μακόρμακ διακρίνει, αξιοποιεί και σέβεται τη γλωσσική σύμβαση ενός ανθρώπου που αναλογίζεται κατά μόνας το παρελθόν του. Όταν κάποιος σκέφτεται δεν χρησιμοποιεί την ίδια γλώσσα όπως όταν μιλάει και απευθύνεται σε έναν τρίτο. Στη μοναξιά της αναπόλησης είναι εντελώς διαφορετικές οι λέξεις και οι φιοριτούρες που χρησιμοποιεί κανείς, ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να κοροϊδέψει ή να επιβραβεύσει τον εαυτό του, η αυτοπεποίθηση αλλά και η χαλαρότητα, η απουσία κριτή και καταγραφέα, η αίσθηση πως ό,τι πει δεν θα χρησιμοποιηθεί εναντίον του με την πρώτη ευκαιρία, η αποθέωση του υποκειμενισμού της ιστορίας. Θα ήταν άλλωστε ένα άλλο βιβλίο, με άλλη γλώσσα και ύφος, αν επρόκειτο είτε για τη διήγηση του Μάρκους, που θα απευθυνόταν στο πρώτο πρόσωπο άμεσα σε κάποιον, είτε για τη διήγηση σε τρίτο πρόσωπο ενός πιθανά παντογνώστη αφηγητή.
Και ακόμα κάτι. Η βαρύτητα των εξωτερικών συμβάντων είναι ανάλογη της εγγύτητάς τους με τη ζωή του Μάρκους. Ακόμα ένα στοιχείο ρεαλιστικής απεικόνισης του εσώτερου εαυτού, μακριά από τον ιδεαλιστικό ήρωα που αφήνει σε δεύτερο πλάνο όσα έζησε, ένιωσε, αγάπησε και υπέφερε, για να αναλώσει τον χρόνο που του αναλογεί εξιστορώντας τα του έξω κόσμου, αποτυπώνοντας τη μεγάλη εικόνα, αφήνοντας έναν ελάχιστο χώρο σε αυτόν τον κόσμο για το ατομικό του ίχνος.
Συμβαίνει σπάνια, αλλά ευτυχώς συμβαίνει, βιβλία άρτια τεχνικά να έχουν και ψυχή, τα Κόκαλα από ήλιο είναι μια τέτοια ευτυχής εξαίρεση.