Διάβαινε ο Ομηρος προς τη Θεσπρωτία κι ως πέρασε απ’ τον Κωκυτό ποταμό που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλουν στη λίμνη Αχερουσία ένιωσε το νερό του «ατερπέστατο» όπως το χαρακτηρίζει ο περιηγητής Παυσανίας και γι’ αυτό φαίνεται, έδωσε το όνομά τους στους ποταμούς του Άδου, δηλαδή Κωκυτό και Αχέροντα. Ο Κωκυτός ήταν ο ποταμός των θλίψεων και μετέφερε τις ψυχές στον Άδη, ένα εξαγνιστικό κι απαραίτητο έργο. Λέγανε μάλιστα πως η κάθε ψυχή πλέρωνε και τον οβολό της για τούτη τη μεταφορά. Τώρα θα με βομβαρδίσετε ερωτήσεις αντιρρήσεις κι αρνήσεις, μα είπαμε, μυθολογία και ποίηση, μην το ψάχνετε. Και, να δεις, σα βρέθηκε μια ακτιβίστρια γιατρός η Σοφία ρουφώντας λεβεντιά τσικουδιά και βουνίσιο θαλασσοποτισμένο αγέρα εδώ, στην Κίσαμο πιο πέρα, δίπλα στα Φαλάσσαρνα κι ανάμεσα Ήμερη κι Άγρια Γραμπούσα, στο Μπάλο που τον λένε έτσι γιατί σα ψάχνεις με τα ποδοδάχτυλα τα όστρακα στην άμμο είναι σα να χορεύεις μπάλο, που το λένε και Τηγάνι από το σχήμα ετούτης της λιμνοθάλασσας, έλεγε πως «Σου δημιουργεί την αίσθηση ότι αυτός ο τόπος έγινε για να ξεκουράζει το σώμα και την ψυχή των ανθρώπων.
Είναι ένας Παράδεισος και θα ξανάρθω, θα ξανάρχομαι…». Ένα παρεάκι στήθηκε τότεσου ανάμεσα τα κοφτερά βράχια που γλυκοφιλά η σμαραγδένια θάλασσα, από ανθρώπους ποτισμένους αρμύρα και λιοπύρι, κι από έναν Πλατανιώτη ιχνηλάτη πολυπερπατημένο και πολυσήμαντο, το γιατρό, συγγραφέα, πολιτικό και στρατιωτικό μεγαλόβαθμο, το Σπύρο Καστανάκη. Φάγανε ψάρια όστρακα και χταποειδή που τα βγάζανε απ’ το γιαλό, ήπιανε κισαμίτικο κρασί, ήρθ’ η ώρα τση μαντινάδας, είπε η Σοφία, Καράβια π’ αρμενίζετε και γλάροι απού πετάτε, αν δείτε και τον Ίκαρο να μου τον χαιρετάτε. Είπε ο Θανάσης που με την κουζουλάδα του ανέστησε Γραμπούσα και Καστέλι, Στης Γραμπούσας τ’ ακρωτήρι εγλεντούσα μια φορά, μ’ ένα γέρο καπετάνιο, μ’ ένα κρητικό ψαρά. Είπε κι ο Αλέκος ο τραγουδιστής με τη σειρά του, Θεέ μου δως μου δύναμη μαγιά του Ψηλορείτη να την πετάξω να γενεί και το φεγγάρι Κρήτη. Ακούστηκαν και ριζίτικα, ιστορίες ηρωικές της Κρήτης, είπανε και για τον αντήλιο που σε τούτο τον τόπο εμφανίζεται συχνά σαν κομήτης, χορτάσανε ζωή, τους περίσσεψε και δώκανε τα χέρια αγκαλιαστά οι δυο γιατροί με τους υποδέλοιπους, πως κάθε χρόνο θα ανταμώνουνε έτσι στην παρθενιά του Μπάλου, στη φωλιά με τις πυγολαμπίδες. Και να δεις, η Σοφία, η μόνη μη Κρητικιά της παρέας, αυτοβαφτίστηκε πυγολαμπίδα. Σχέδια και λαχτάρα να περάσει ο καιρός να σμίξουνε πάλι, μα ο Κωκυτός ο ποταμός έτρεχε κι ως πέρναγε εκεί προς το Σούνιο παρέσυρε μια ψυχή.
Ήτανε 14 του Γενάρη 2001 που ένα ελικόπτερο του ΕΚΑΒ εκτελούσε μια άκρως επικίνδυνη αποστολή, βρέθηκε στο μάτι κυκλώνα, δεν άντεξε, έπεσε και παρέσυρε στον υγρό τάφο τον άρρωστο, τα δύο μέλη του πληρώματος και τη γιατρό, τη Σοφία, κατά την εκτέλεση του καθήκοντός της. Πικρή η μοίρα της. Δεν ξαναπήγε στο Μπάλο. Άδικα περιμένανε, αρφάνεψ’ η παρέα. Και κλάψανε, πονέσανε, όλοι. Κι ο Σπύρος το έκανε απόφαση λίγα χρόνια αργότερα, έγραψε το βιβλίο «Αντήλιου Πυγολαμπίδα» που το αφιέρωσε στη Σοφία που έκανε το Κωκυτό ταξίδι στην προσπάθειά της να σώσει έναν άλλον άνθρωπο. Μα δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο. Έκανε το δικό του Κωκυτό ταξίδι ο Σπύρος. Όλοι οι συγχωριανοί και φίλοι του τον θυμούνται και τον τιμήσανε πριν εφτά μέρες στην πλατεία του χωριού του που τόσο αγάπησε. Τον τιμήσαμε με λόγια ζεστά, αγάπης και θύμησης, με μουσική, σα που του άξιζε, με ρίμες σαν του Εννιαχωριανού Από ψηλά κατέβηκε και κρύφτηκε στα φύλλα του πλάτανου και όλους μας, έπιασ’ ανατριχίλα. Καθόταν και τραγούδουνε, μαζί με τα τζιτζίκια και ύστερα κατέβηκε κι έκατσε στα χαλίκια. …… Κι όταν ακούστηκ’ η φωνή, του Γιώργου Καμβυσέλλη, που φώναξέ του δυνατά, μας κόπηκαν τα μέλη. Λέτε να ήταν η ψυχή του τιμωμένου Σπύρου, που από αγαλλίαση, πετούσε γύρου-γύρου; Κι ένιωσα υγραμένα τα μάτια μου μα αλαφρωμένη την ψυχή μου που επιτελέσαμε το χρέος μας ετούτο για ένα καλό κρητικό φίλο. Και μουρμουρίζω: – Δώσε φως κι αγάπη, αδέρφι. Ο Κωκυτός ποταμός ειν’ για όλους.