Η φετινή αναβίωση της παλιάς τεχνικής ψαρέματος του “κωλοβρέχτη” στην παραλία του Βλητέ με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου Σούδας σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κρήτης και την Αδελφότητα Μικρασιατών Νομού Χανίων «Άγιος Πολύκαρπος» συμπίπτει με τις εκδηλώσεις για την εγκατάσταση και ενσωμάτωση των προσφύγων 100 χρόνια μετά το διωγμό από τη Μικρά Ασία, καθώς το έτος 2022 έχει ορισθεί ως έτος μνήμης του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Το γεγονός αυτό προσδίδει στα δρώμενα της αναβίωσης του «Κωλοβρέχτη» φέτος ιδιαίτερη ιστορική, λαογραφική και κοινωνική αξία, όχι μόνο ως μνήμη που πρέπει να διατηρηθεί εξαιτίας αυτών των παραμέτρων, αλλά και ως μήνυμα για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρώτοι εκείνοι Μικρασιάτες που εγκαταστάθηκαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στον οικισμό «Αζιζιέ» στην Κάτω Σούδα, όπως άλλωστε και όλοι οι συμπατριώτες τους, όπου και αν εγκαταστάθηκαν.
Αυτές τις δυσκολίες του επαγγέλματος δηλώνει και η γνωστή παροιμία που διασώζεται με διάφορες παραλλαγές σε πολλά σημεία της χώρας μας τονίζοντας το γεγονός ότι, « εάν ο ψαράς δεν βρέξει τα οπίσθια, δεν τρώει ψάρι » και η οποία χρησιμοποιείται ευρέως για να δηλώσει ότι, αν δεν κοπιάσει κανείς, δεν κάνει προκοπή.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο γρίπος ή κωλοβρέχτης μεταφέρθηκε σε αρκετές παραθαλάσσιες περιοχές της χώρας μας, αλλά και σε λίμνες, ως τεχνική ψαρέματος από τη Μικρά Ασία, όπως εδώ στη Σούδα της Κρήτης στην οποία βρήκε μεγάλη ανάπτυξη, αφού οι εκατό περίπου οικογένειες που εγκαταστάθηκαν σε αυτή καταγόταν κυρίως από την χερσόνησο της Ερυθραίας, περιοχή που φημιζόταν ιδιαίτερα για την ανάπτυξη αυτού του είδους της παράκτιας αλιείας.
Διατηρήθηκε μάλιστα, η τεχνική αυτή ψαρέματος, ως προσοδοφόρα, παρότι επίπονος, με διαφορετικά ονόματα σε κάθε περιοχή της Ελλάδας που αναπτύχθηκε ( κωλοβρέχτης, κρόκος, πεζότρατα, μπραγάνι, γούντουλα και λοιπά)
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γρίπος στο λεξικό του Μπαμπινιώτη ερμηνεύεται ως αλιευτικό μέσο παρόμοιο με την τράτα που ρίχνεται σε μεγάλη έκταση σε λίμνες και θάλασσες με ομαλό βυθό και σέρνεται αργά, αργά από τη στεριά με σκοινιά, ενώ συνεκδοχικά γρίπος ονομάζεται και η βάρκα μαζί με την αλιευτική συσκευή του γρίπου.
Η λέξη επίσης γριπάρηδες για τους συμμετέχοντες στο γρίπο διασώζεται ακόμα σε διάφορα σημεία της Ελλάδας με χαρακτηριστική την αναφορά του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη σε αυτούς στο διήγημα του « Της Κοκκώνας το σπίτι », όπου Γιάννης ο Παλούκας, ήρωας του διηγήματος, αδυνατούσε να γιορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνη τη χρονιά γιατί ήταν άεργος και δεν είχε μαζέψει χρήματα από τις μικροδουλειές που εκτελούσε στη διάρκεια του χρόνου, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η ενασχόληση του με το γρίπο «… βοηθών τους γριπάρηδες στην ανέλκυσιν του μακρού ατελείωτου γρίπου επί της μεγάλης άμμου εις τον αιγιαλόν…»
Στις δυσκολίες των γριπάρηδων αναφέρεται και ο Γεώργιος Δροσίνης στο ποίημα του «Ο Γρίπος» » που ίσως, αν ανασκαλέψετε την αναγνωστική σας μνήμη, θα θυμηθείτε ότι παρατίθεται αυτούσιο στο αναγνωστικό «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που γαλούχησε πολλές γενιές Ελλήνων.
Χαρακτηριστικά τα δύο πρώτα τετράστιχα:
Έ για μόλα, έ για λέσα!
Όλοι πιάστε με καρδιά.
Έχει ο γρίπος ψάρια μέσα
να γεμίσει η αμμουδιά.
Καίει ο ήλιος το κεφάλι,
τρώει η άρμη το κορμί
σαν και εμάς στον κόσμο άλλοι
δεν κερδίζουν το ψωμί.
Ακόμα το εξαιρετικό αυτό ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη μελοποιήθηκε με τρόπο ευφάνταστο και πρωτότυπο από το Μιχάλη Κουμπιό, χωρίς όμως να καταφέρει να γίνει τόσο δημοφιλές, όσο το γνωστό σε όλους τραγούδι: «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο», δημιούργημα του λαϊκού μουσικοσυνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου, το οποίο το έγραψε και το αφιέρωσε στο φίλο του ψαρά από το Άϊβαλί, Ανδρέα Ζέππο.
Χαρακτηριστικό στο τραγούδι αυτό το τετράστιχο:
Όλοι καλάρουν,
μα δεν πιάνουν ψάρια
καλάρει ο Ζέππος
και πιάνει καλαμάρια.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι ο αξιόλογος λογοτέχνης, Αργύρης Εφταλιώτης(1849-1923), από το Μόλυβο της Λέσβου, με τη γνωστή ευαισθησία του στη φύση, στο διήγημά του «Ο καπετάν Γιώργης», αναφέρεται στην οικολογική πλευρά του θέματος:
«…Εγώ να σας πω την αμαρτία μου, αγαπούσα τα ψάρια, μα πιώτερο μου άρεζε να βλέπω το γρίπο. Κατιτίς με τραβούσε πάντα προς το γρίπο. Στεκόμουνα και κοίταζα τα κουπιά του να χτυπούν όλα μονομιάς, να ανεβαίνουν, να μένουν ίσια και ακίνητα στον αέρα, και πάλι να βουτούνε, σα να τους είχες κουρντισμένους τους παλικαράδες που τα τραβούσαν. Ύστερα κοίταζα το γύρο που χαράζανε πάνω στα ήσυχα τα νερά με τα δίχτυα και συλλογιούμουν τί κακό γίνουνταν κάτω στο βάθος! Τι όνειρο να είδανε ψες τα κακόμοιρα τα ψάρια! Θαρρούσα πως τα έβλεπα να χύνουνται από εδώ και από εκεί σαν τρελλά και να πιάνουνται. Και σαν ανιστορούσα πως και να ξέρανε τι θα πη δίχτυ, και να μη σάλευαν από τον τόπο τους, πάλι θα τα έπαιρνε το δίχτυ στην αγκαλιά του, μου ερχότανε να φωνάξω να σταματήση ο γρίπος, να προφτάσουν να γλυτώσουν τα ψάρια. »
Πολύ αργότερα, βέβαια, ο γρίπος καταργείται με βασιλικό διάταγμα το 1949 και ο λόγος- εσωτερική επιθυμία του Αργύρη Εφταλιώτη αποδεικνύεται προφητικός. Σε κάθε περίπτωση, όμως η τεχνική αυτή ψαρέματος έχει ζήσει μέχρι την επίσημη κατάργησή της από το Ελληνικό κράτος ολόκληρες οικογένειες προσφύγων και ντόπιων στους οποίους μεταλαμπάδευσαν τις γνώσεις τους για πολλά χρόνια και ειδικότερα εκείνα τα δύσκολα της άφιξής τους, αμέσως μετά το διωγμό. Σήμερα τη μνήμη αυτών των ανθρώπων τιμούμε που κράτησαν τον τόπο αυτό όρθιο, αν και ξεριζωμένοι, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες σε δίσεκτους καιρούς.
*Η Μαρία Μαράκη είναι φιλόλογος