Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Κολυμπώντας

»    Julie Otsuka (µτφρ. Θωµάς Σκάσσης, εκδόσεις Πατάκη)

∆εν θα είχα διαβάσει το βιβλίο αυτό και θα ήταν ένα µεγάλο κρίµα, αν δεν ήταν η Μ. που µου το επισήµανε και µε τον διακριτικό της τρόπο επέµεινε, µε το απαραίτητο ύφος αδιαφορίας πάντα, να το διαβάσω. Είναι τόσα τα βιβλία που κυκλοφορούν, ειδικά κάποιες περιόδους του έτους, που όσο και αν πιστεύει κανείς πως διατηρεί επαρκή έλεγχο της παραγωγής, αναπόφευκτα όλο και κάτι του διαφεύγει, και ανάµεσα σε αυτά όλο και κάποιο σηµαντικό βιβλίο υπάρχει, στενάχωρη φατσούλα. Αφιερωµένο στη Μ. το κείµενο αυτό.
Υπάρχει ένα διήγηµα του Κορτάσαρ, που περισσότερο από όλα του αγαπώ, και στο οποίο ανατρέχω µε τη σκέψη µου συχνά. Αναφέροµαι στον Αυτοκινητόδροµο του Νότου. Ένα µποτιλιάρισµα θα εγκλωβίσει εκατοντάδες οδηγούς για µέρες έξω από το Παρίσι, στην αρχή µε υποµονή και κούραση, αργότερα µε ανησυχία και φόβο, οµάδες δηµιουργούνται ώστε να οργανωθεί η παράλογη αυτή συνθήκη. Ο ήρωας, ήρωας µόνο κατά τη διάρκεια της παραµονής στην άσφαλτο, θα αποδειχθεί καταλύτης, θα βρει λύσεις, θα πάρει πρωτοβουλίες, θα γεννήσει τον θαυµασµό στους υπόλοιπους εγκλωβισµένους αλλά και τον έρωτα σε µια όµορφη κοπέλα. Όµως, όσο ξαφνικά η κίνηση µπλόκαρε, το ίδιο ξαφνικά και αναπάντεχα αποκαταστάθηκε, µε τον καθένα από τους οδηγούς να επιστρέφει στην κανονική του ζωή, και τον ήρωα, ανάµεσά τους, να φορά ξανά το άχρωµο κουστούµι ενός συνηθισµένου ανθρώπου, που τίποτα το ηρωικό δεν διαθέτει. Το όνειρο εξαϋλώνεται.

Σκέφτοµαι αυτό το διήγηµα συχνά, όταν µια συνθήκη εξαίρεσης εµφανίζεται, εντός της οποίας κάποιο άτοµο ξεφεύγει προσωρινά από την αυτοεικόνα του αλλά και από εκείνη που (πιστεύει) πως οι άλλοι έχουν γι’ αυτό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι οι καλοκαιρινές κατασκηνώσεις, εκεί που τα παιδιά µπαίνουν σε µια νεοσύστατη οµάδα, χωρίς να κουβαλάνε, αν είναι τυχερά, τη φήµη τους.
Ξεκινώντας να διαβάσω το µυθιστόρηµα της Οτσούκα, ιαπωνικής καταγωγής και γεννηµένης στην Αµερική, σκεφτόµουν το διήγηµα του Κορτάσαρ, καθώς το πρώτο από τα τέσσερα µέρη του βιβλίου εξιστορεί την καθηµερινότητα κάποιων κολυµβητών σε µια συγκεκριµένη πισίνα. ∆ιαφορετικά κίνητρα και ανάγκες οδήγησαν τους συστηµατικούς επισκέπτες να φορέσουν γυαλάκια και σκουφάκι. Η οξυδέρκεια στην παρατήρηση µου έκανε εντύπωση, η συγγραφέας, στα στενά και φαινοµενικά πεπερασµένα όρια της καθηµερινότητας κάποιων ανθρώπων στην πισίνα, πετυχαίνει να µην κουράσει, να µην επαναληφθεί, αλλά να φέρει άψογα και θελκτικά εις πέρας κάτι το οποίο προσιδιάζει σε άσκηση δηµιουργικής γραφής, που στα χέρια της γίνεται µια ανθρωπολογική µελέτη χωρίς διόλου να υστερεί λογοτεχνικά.

Ανάµεσα στους κολυµβητές βρίσκεται και η Άλις, µητέρα της αφηγήτριας, που µέσα στο νερό νιώθει όµορφα και αγαπά όσο τίποτα άλλο την καθηµερινή της ρουτίνα, ταυτόχρονα παρατηρούµενη και παρατηρήτρια σε αυτόν τον µικρόκοσµο. Αυτό το µυθιστόρηµα είναι η ιστορία, ο φόρος τιµής, της αφηγήτριας, άλτερ έγκο της συγγραφέως, προς τη µητέρα της, αλλά δεν µοιάζει ως προς την τεχνική και τη µορφή µε κανένα άλλο, από τα πολλά είναι η αλήθεια, αντίστοιχα µυθιστορήµατα για ένα από τα πλέον δηµοφιλή θέµατα της λογοτεχνίας, σε όποιο είδος και αν ανήκει, εκείνο, δηλαδή, της σχέσης του συγγραφέα-αφηγητή µε τους γονείς του. Η Οτσούκα, χωρίς να υποκύπτει σε έναν συναισθηµατισµό φορτωµένο από κλισέ και πασπαλισµένο µε γκλυκαντικά, λέει µε υπέροχο τρόπο την ιστορία αυτή, καταφέρνοντας να συγκινήσει, ακριβώς γιατί το θέµα της είναι οικουµενικό και πανανθρώπινο, η θλίψη και το τραύµα του γονεϊκού θανάτου. Και όµως, δεν έχουµε συναισθηµατικό εκβιασµό εδώ,η λογοτεχνία πορεύεται πρώτη, το συναίσθηµα και το προσωπικό περιλαµβάνονται και έπονται.

Αλλιώς: είναι αναµενόµενο πως σχεδόν άπαντες αγαπούν, έστω µε τον τρόπο τους, τους γονείς τους, η εκδήλωση αυτή της αγάπης και του πένθους της απώλειας απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί λογοτεχνία και δη λογοτεχνία που αφορά τον αναγνώστη, καταφέρνοντας να απεγκλωβιστεί από τη στενωπό του αµιγώς προσωπικού. Αγαπάµε και εµείς τους γονείς µας άλλωστε και η απώλεια, ή ακόµα και η σκέψη της, µας αναστατώνουν. Ταυτόχρονα, όµως, το προσωπικό, το υποκειµενικό, αν προτιµάτε, είναι απαραίτητο, αυτή η διαφορετική γωνία θέασης είναι πιθανό να χαρίσει κάτι το αναπάντεχο στον αναγνώστη, σκουντώντας και ίσως µετακινώντας κάποια βεβαιότητα, συχνά φορεµένη και όχι ραµµένη στα µέτρα του. Το συναίσθηµα, θέλω να πω, το βίωµα και η έκφρασή του δεν είναι µαθηµατικά, δύσκολα διακρίνεται σε σωστό ή λάθος, ακόµα και αν βρίσκεται στον προσωπικά µας αντίποδα.

Στο Κολυµπώντας, η εµπλοκή του προσωπικού στοιχείου δεν αυτονοµείται ανεξέλεγκτα, βρίσκεται, ωστόσο, ευκρινής και διαρκώς παρούσα στον πυρήνα της αφήγησης, είναι η απαραίτητη καύσιµη ύλη που θέτει αρχικά τον µηχανισµό σε κίνηση, που δίνει στην αφήγηση κάτι το επιτακτικό και αναγκαίο, πως αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί και αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος για να πραγµατοποιηθεί αυτό. Και ίσως, από την τεχνική αντιµετώπιση της αφήγησης θα µπορούσε κανείς να προχωρήσει σε εξαγωγή, ίσως αυθαίρετων ίσως όχι, συµπερασµάτων για τη σχέση µάνας και κόρης, εκκινώντας από την απόσταση που ο λογοτεχνικός τρόπος της αφηγήτριας επιχειρεί να διατηρήσει από το συναίσθηµα, ή για τη µηχανική της διαχείρισης του πένθους. Επίσης, χωρίς να µπλέκει σε δυσνόητα και εξεζητηµένα λογοτεχνικά ευρήµατα και εργαλεία, η Οτσούκα πετυχαίνει να αποµακρυνθεί από την απλότητα που άλλες αντίστοιχες απόπειρες συνήθως έχουν, φανερώνοντας µια συγγραφική φιλοδοξία, πάντοτε καλοδεχούµενη. Επιλέγει την κατάλληλη αφηγηµατική φωνή σε κάθε ένα από τα µέρη, δοκιµάζει και δαµάζει το απαιτητικό πρώτο πληθυντικό και κάνει χρήση της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης, πάντοτε µε στόχο να υπηρετήσει όσο το δυνατόν καλύτερα το κείµενο και την ιστορία. Και τα καταφέρνει, µε µια ήπια και χαµηλών τόνων αφήγηση, χωρίς εξάρσεις και κραυγές, χωρίς διακριτό και τεχνητό καλλωπισµό.

Χωρίζω τα βιβλία που µου αρέσουν σε εκείνα που θα ήθελα να έχω στη βιβλιοθήκη µου, όχι απαραίτητα γιατί σκοπεύω να τα διαβάσω ξανά, αλλά γιατί η παρουσία τους αίφνης µετά την ανάγνωση γίνεται αναγκαία, και σε εκείνα που επίσης µου άρεσαν αλλά δεν µοιάζουν απαραίτητα, η ανάµνηση και το εκάστοτε ηµερολογιακό κείµενο αρκούν, θαρρείς, και θέλω να τα µοιραστώ και να τα ελευθερώσω, να βρουν και άλλους αναγνώστες. Το Κολυµπώντας είναι ένα από τα λίγα εκείνα βιβλία που το τοποθέτησα κιόλας στο ράφι. Και αυτό από µόνο του µου µοιάζει αρκετό ως απόδειξη για το πώς ένιωσα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, που παραλίγο θα περνούσε απαρατήρητο και θα ήταν κρίµα να συµβεί κάτι τέτοιο. Οπότε επιστρέφω στη Μ. για να της πω ένα ευχαριστώ. Είναι το ελάχιστο αντίδωρο για κάποια που µου γνώρισε ένα βιβλίο όπως αυτό.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα