Για «αναχρονιστικές ιδέες της διοίκησης του υπουργείου παιδείας» που «έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο» κάνει λόγο σε ανακοίνωσή του το κόμμα Πειρατών με αφορμή την απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να περικόψει το πρόγραμμα για το Ψηφιακό Σχολείο.
Αναλυτικά οι Έλληνες Πειρατές αναφέρουν:
«Οι αναχρονιστικές ιδέες της διοίκησης του υπουργείου παιδείας έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Ενώ στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα των προηγμένων χωρών η χρήση νέων τεχνολογιών και ψηφιακών μέσων (ηλεκτρονικό βιβλίο, διαδραστικοί πίνακες, εκπαίδευση από απόσταση, MOOCS, …) είναι η συνήθης πρακτική, ο σημερινός υπουργός επιχειρεί να επαναφέρει με γοργά βήματα την εκπαίδευση στην Ελλάδα στην εποχή του κονδυλοφόρου ή της πλάκας
Η δικαιολογία ότι δεν προλαβαίνει τις ημερομηνίες για την προμήθεια διαδραστικών πινάκων είναι αστεία, καθώς τέτοιοι πίνακες μπορούν να κατασκευαστούν με απλές πρώτες ύλες και από τα ίδια τα σχολεία. Η τεχνογνωσία υπάρχει και είμαστε διατεθειμένοι να βοηθήσουμε τον υπουργό για την διάδοσή της σε όλες τις σχολικές μονάδες.
Είναι επιεικώς απαράδεκτο στην εποχή της τεχνολογίας, να καταδικάζουμε νέα και διψασμένα για μάθηση μυαλά σε τεχνολογικό μεσαίωνα, με αυθαίρετες αποφάσεις όπως αυτή του υπουργείου παιδείας, προθέσεις προηγούμενων κυβερνήσεων να μειώσουν τις ώρες ή και να καταργήσουν παντελώς την πληροφορική απ’ τα σχολεία, έλλειψη ενδιαφέροντος ή και σχετικής παιδείας απ’ τους ελάχιστους υπάρχοντες καθηγητές (το να μπαίνεις στο facebook ή να γράφεις μία εργασία στον επεξεργαστή κειμένου δεν είναι μάθημα πληροφορικής). Ήδη η νέα γενιά, μαθητές δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου χρησιμοποιούν την τεχνολογία παντού εκτός από το σχολείο τους. Επικοινωνούν στο διαδίκτυο, παίζουν διαδραστικά παιχνίδια με τους φίλους τους, “τσατάρουν”, ψάχνουν, μαθαίνουν και ενημερώνονται με τον υπολογιστή τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που αυτά που “διδάσκονται” στο σχολείο τους είναι ήδη “παλιά νέα” για αυτούς και πολλές φορές φτιάχνουν τις εργασίες τους γράφοντας τα κείμενα σε χαρτί από αυτά που βρήκαν από την έρευνα τους στο διαδίκτυο.
Η πληροφορική είναι στην καθημερινότητα μας. Στο πολύ κοντινό μέλλον, δεν θα υπάρχει επάγγελμα που να μην κάνει εκτενή χρήση υπολογιστών και εξειδικευμένων λογισμικών. Οι επικοινωνίες έχουν απλοποιηθεί και είναι πιο προσιτές και οικονομικές σε όλους, χάρη στο διαδίκτυο. Απλές, καθημερινές εργασίες εκτελούνται ταχύτερα και αποδοτικότερα χάρη στις ψηφιακές διευκολύνσεις. Η εκπαίδευση δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι τραγικό λάθος να στερούμε ένα τόσο σημαντικό εργαλείο απ’ τα σχολεία μας, υπονομεύοντας ξεκάθαρα την εξέλιξη μας. Το να μην δίνεις τις νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση σήμερα στην ψηφιακή εποχή είναι σαν να είχες αρνηθεί να δώσεις βιβλία την εποχή της τυπογραφίας. Εκτός κι αν οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν μόνο από χειρόγραφα …
Αν μη τη άλλο, η απόφαση αυτή αποδεικνύει περίτρανα πόσο ανάγκη έχουμε από φρέσκα μυαλά και νέους ανθρώπους στα “πόστα” που αφορούν τους νέους, για να διαγράψουμε μια και καλή πεπαλαιωμένες αντιλήψεις και να αποφύγουμε την δαιμονοποίηση των τεχνολογιών που (πρέπει να) παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Όταν σε άλλες χώρες η παιδεία στηρίζεται στη διαρκή έρευνα και τη διαβούλευση, στην Ελλάδα ένας υπουργός αποφασίζει και διατάζει, κατά το βούλεσθαι. Για ποιο λόγο αποφάσισε κάτι τέτοιο το υπουργείο και συζήτησε άραγε το θέμα με ανώτατα στελέχη της εκπαίδευσης: Πανεπιστημιακούς φορείς, ερευνητικούς φορείς (αλήθεια, έχουμε;), συμβούλους εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς και φυσικά, τους πολίτες; Σε ένα πραγματικά δημοκρατικό σύστημα, ο πολίτης πρέπει να έχει την τελευταία λέξη.
Αποδεικνύει όμως ακόμα την έλλειψη οργάνωσης του Υπουργείου, που για μια ακόμα φορά, όπως συμβαίνει με πολλά προγράμματα του ΕΣΠΑ, δε διαθέτει το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, ώστε να απορροφήσει τα κονδύλια της ΕΕ. Κάθε ενέργεια των υπουργείων, στηρίζεται σε μεμονωμένες αποφάσεις, ενώ απουσιάζει ο σχεδιασμός και η σταθερότητα στην εκτέλεση των προγραμμάτων.
Αντιλαμβανόμαστε ότι μέσα στο διάστημα των έξι μηνών από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο νέος υπουργός έκανε μεγάλες αλλαγές στη στελέχωση του υπουργείου, με αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση γι’ αυτό το χρονικό διάστημα. Δεν πρόκειται ίσως, από μια άλλη σκοπιά, για έλλειψη πολιτικής βούλησης, αλλά για το μεγάλο ελάττωμα της Παιδείας στη χώρα: Την οργάνωση του Υπουργείου, με τρόπο ώστε να μη διαταράσσεται η λειτουργία του, με την αλλαγή της κυβέρνησης.
Είναι απαραίτητο επομένως, να δούμε πιο προσεκτικά, με ποιον τρόπο θα πετύχουμε
1. Τη στήριξη της εκπαίδευσης και της Παιδείας γενικότερα στη διαρκή έρευνα και τη διαρκή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών
2. Την οργάνωση του Υπουργείου, μέσω της συνεργασίας (διαρκής διαβούλευση) όλων των εμπλεκομένων σε αυτήν: από το ειδικά επιμορφωμένο προσωπικό μέχρι τους πολίτες της χώρας, οι οποίοι αποτελούν τον αποδέκτη του όλου έργου. **
Η αύξηση ωραρίου για τα παιδιά μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως “απάνθρωπη”. Το υπουργείο παιδείας αντί να ασχολείται με την ψηφιακή εκπαίδευση και τις νέες τεχνολογίες προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τα σχολεία ως αποθήκες παιδιών για να έχουν οι εκπαιδευτικοί περισσότερες “ώρες διδασκαλίας” και να φαίνεται ότι οι μαθητές απασχολούνται “δημιουργικά”. Θέλουν να παραμένουν τα παιδιά περισσότερο στο σχολείο, χωρίς φαγητό, ντους, εργαστήρια και υποδομές. Οι διδακτικές ώρες είναι ήδη πολλές για το παρωχημένο σύστημα. Λίγες ώρες επιπλέον δεν πρόκειται να ευνοήσουν την μαθησιακή διαδικασία – μάλλον το αντίθετο, θα απωθήσουν τα παιδιά, ξανά, απ’ τα σχολεία και την θέληση για μάθηση!
Προτείνουμε οποιαδήποτε αύξηση του ωραρίου να αφορά έναν και μόνο σκοπό: Αυτόν την διαρκούς συνεργασίας και συντονισμού του εκπαιδευτικού έργου εντός της σχολικής μονάδας, με απόφαση του συλλόγου των διδασκόντων για τον χρόνο και την περιοδικότητα των συναντήσεων, ενεργοποιώντας, επιτέλους, τον αντι-309 του ’83, με στόχο την αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, την ανταλλαγή γνώσεων και ιδεών και τον προγραμματισμό κοινών πρότζεκτ, όπως γίνεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, δημιουργώντας επιτέλους, ένα πιο σύγχρονο περιβάλλον μάθησης, πιο ανοιχτό προς το κοινωνικό σύνολο, πιο κοντά στις ανάγκες των μαθητών.
Ως Πειρατές πολίτες μιας ψηφιακής εποχής που έχει ήδη ξεκινήσει, ως γονείς, ως εκπαιδευτικοί, ως ενεργά και σκεπτόμενα μέλη της κοινωνίας, οφείλουμε να σταθούμε απέναντι σε αυτή την τόσο λαθεμένη απόφαση του υπουργού και να διεκδικήσουμε. Οφείλουμε να πούμε ΟΧΙ στον τεχνολογικό μεσαίωνα. ΟΧΙ στην περαιτέρω υπονόμευση της παιδείας. ΟΧΙ στην τεχνοφοβία. ΟΧΙ στην υπανάπτυξη. ΟΧΙ στις αυθαίρετες αποφάσεις ανθρώπων που τυχαία βρέθηκαν στις πιο υπεύθυνες θέσεις στο χώρο της παιδείας στη χώρα μας και δεν έχουν το κατάλληλο υπόβαθρο ώστε να κρίνουν.
Αντ’ αυτού, λέμε ναι στην τεχνολογική ανάπτυξη. Ναι στην σύγχρονη εκπαίδευση. Ναι στην παιδεία του μέλλοντος. Ναι στις φρέσκες ιδέες, στα νέα μυαλά, στην πρόοδο. Το χρωστάμε στις γενιές που θα έρθουν και στους μελλοντικούς πολίτες αυτής της χώρας».