» Pablo Gutiérrez (μτφρ. Ιφιγένεια Ντούμη, εκδόσεις Καστανιώτη)
Πριν από τέσσερα χρόνια, είχαν προηγηθεί Τα ανατρεπτικά βιβλία του γεννημένου το 1978 στην Ουέλβα, Πάμπλο Γκουτιέρεθ. Ήταν η ιστορία μιας γριάς χήρας, της Ρέμε, που ζει στις εργατικές κατοικίες και βρίσκει καταφύγιο στην ανάγνωση. Μου είχε αρέσει αρκετά εκείνο το μυθιστόρημα, είχα σημειώσει το όνομα του συγγραφέα ώστε να έχω τον νου μου σε περίπτωση που κάποιο άλλο δικό του βιβλίο κυκλοφορούσε στα ελληνικά, όπερ και εγένετο.
Γράφω την πρώτη φράση και γράφω ότι γράφω την πρώτη φράση, αν ήξερα να ζωγραφίζω δεν θα έγραφα τίποτα, θα ζωγράφιζα το χέρι που ζωγραφίζει, και μετά τον καρπό, το μπράτσο, τα γόνατα, που μου χρησιμεύουν ως γραφείο, τα τζάμια ασφαλείας, τους δρόμους της αυτόματης πόλης. Στο κεφάλι μου γίνεται χαμός, είναι ένα κλουβί κι οι σκέψεις σαν έντομα, παρατηρώ τους μελαψούς ανθρώπους και φαντάζομαι τις ευλαβικές συζητήσεις τους, μιλάνε για τον Θεό, μιλάνε για λεφτά και μιλάνε για μένα, κανένας δεν κάθεται δίπλα μου, επειδή το τετράδιο των πενήντα πενών είναι μια συνοριακή γραμμή, από πού το έσκασε τόσο παράξενο θηλυκό.
Τη λένε Μαρία και άφησε πίσω της τη χώρα του Νότου, που τις ακτές της ακουμπά συνήθως απαλά η Μεσόγειος, μια χώρα που δεν ονομάζεται παρότι συνορεύει με την Πορτογαλία, για μια μεγαλούπολη του Βορρά, που δεν ονομάζεται παρότι χρησιμοποιούν στερλίνες και χρειάζεται πια να κρατά κανείς διαβατήριο για να αποδεικνύει ανά πάσα στιγμής ποιος είναι και πού πάει και τι τέλος πάντων γυρεύει εκεί. Μοιράστηκε δωμάτιο με τίμημα μια ασφαλή γειτονιά, εκεί πήγαιναν όσα φιλοδωρήματα με κόπο κέρδιζε, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε άλλο την επιβίωση της ασφάλειας με συναισθηματικό κόστος έναν θόρυβο διαρκή και την απουσία οποιασδήποτε ιδιωτικότητας, ονειρεύτηκε ένα δωμάτιο με μια πόρτα να κλείνει πίσω της καθώς θα ξεντυνόταν επιστρέφοντας κουρασμένη μετά τη δουλειά. Απομακρύνθηκε αρκετές στάσεις του λεωφορείου, σ’ ένα προάστιο ελάχιστα λαμπερό, με τη δική του εθιμοτυπία, μια πόλη μέσα στην πόλη, δυο φορές ξένη.
Τι και αν η Μαρία ήταν λευκή στον τόπο της και οι γονείς της πάντοτε ανησυχούσαν για την έκθεση της στον ήλιο, τώρα είναι στο μέσο της χρωματικής παλέτας, στη γειτονιά λευκή και πιο έξω μελαψή, πάντα το λάθος χρώμα. Τι και αν η Μαρία ήταν προνομιούχα, άφησε τη μικρή πόλη και σπούδασε, τώρα δεν είναι τίποτα· κάθε πρωί παίρνει το λεωφορείο μέχρι το φρανσάιζ καφέ στο οποίο εργάζεται, πάντα χαμογελαστή και πρόθυμη να ικανοποιήσει κάθε πελάτη, να μεταμορφώσει στη στιγμή κάθε παράλογη απαίτηση στο πλέον φυσιολογικό αίτημα, να μην αφήσει την κούραση να τρυπώσει στο πρόσωπό της. Τα πάντα είναι θέμα σύγκρισης άλλωστε και η Μαρία είναι μια εκπατρισμένη δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας, μόνο στον τίτλο διαφέρει από τους μετανάστες και όχι στα προνόμια. Και η πόλη, αρχικά λαμπερή και υποσχόμενη περιπέτειες, ολοένα και ξεφτίζει. Αρχίζει να γράφει σ’ αυτό το τετράδιο των πενήντα πενών, τόσο κοστίζουν δύο μερίδες επιβίωσης, μια κονσέρβα φασόλια κι ένας φάκελος σούπα σε σκόνη, ένα ιδιότυπο ημερολόγιο, μια καταγραφή συμβάντων.
Αφήγηση πρωτοπρόσωπη, χειμαρρώδης, γεμάτη με θυμό και αγωνία, με διάθεση απολογιστική. Περίοδοι κοφτοί και ελάχιστο φτιασίδωμα, νεύρο και ένταση στο φουλ, κείμενο που λειτουργεί, ή φιλοδοξεί να λειτουργήσει, ως ένας ιδιότυπος καθρέφτης, ως ένας καμβάς μιας εν εξελίξει αυτοπροσωπογραφίας, να απαντήσει στο ερώτημα: γιατί γράφεται το ημερολόγιο αυτό; Και εν συνεχεία να περάσουμε στο δεύτερο σκέλος: γιατί αφορά τον αναγνώστη; Ο Γκουτιέρεθ, εκτός της προφανής δυσκολίας αποτύπωσης μιας γυναικείας φωνής, αναμέτρηση στην οποία εναπόκειται στον κάθε αναγνώστη η τελική ετυμηγορία, πόσο πείστηκε και πόσο οικεία και γνώριμα γυναικεία δηλαδή τού ακούστηκε η φωνή, έχει να αναμετρηθεί και με τον κατ’ επάγγελμα συγγραφέα, με τον ίδιο του τον εαυτό δηλαδή. Η αφήγηση της Μαρία (θα έπρεπε να) είναι μια αφήγηση ερασιτεχνική, βιωματική, που εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο το συναίσθημα, που απευθύνεται μόνο στον ίδιο της τον εαυτό. Εδώ έγκειται η δυσκολία, εδώ είναι το σημείο που στα δικά μου μάτια ο Γκουτιέρεθ τα καταφέρνει περίφημα, στο να προσδώσει την ένταση που η αλήθεια και η ανάγκη της γράφουσας φέρει, να ομαλοποιήσει τις γωνίες, να ισορροπήσει τις υπερβολές, να καλύψει την εξωτερική παρέμβαση στο ελάχιστο.
Ημερολόγιο στο οποίο διαρκώς επανέρχεται η σημείωση πως κανένας δεν θα αντικρίσει τις σελίδες αυτές, πως είναι αποκλειστικά και μόνο για εκείνη, επανάληψη που λειτουργεί ως υπενθύμιση στον αναγνώστη πως κοιτάζει μέσα από την κλειδαρότρυπα, πως αυτό το κείμενο δεν είναι για τα μάτια κανενός. Εύρημα ελάχιστο που ωστόσο λειτουργεί, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται όσο καμία άλλη πριν από αυτή από το κοίταγμα στη ζωή των άλλων και από τον σχολιασμό που αναπόφευκτα ακολουθεί, μια νησίδα αυτόνομη, έξω από εκείνη αλλά μόνο δική της. Η Μαρία γράφει αυτό το ημερολόγιο για εκείνη, διόλου δεν την ενδιαφέρει η γνώμη σου, γράφει στο χαρτί σε μια εποχή ψηφιακής αποτύπωσης και θριάμβου των κοινωνικών δικτύων. Αφηγηματικά πρόσωπα όπως η Μαρία δοκιμάζουν τα όρια και τις αντοχές της ενσυναίσθησής μας και αναδεικνύουν το χάσμα των γενεών και των τάξεων μεταξύ των αναγνωστών, καθώς για κάποιους όλα αυτά αποτελούν προβλήματα πολυτελείας και για κάποιους άλλους υπερβολές ανωριμότητας, για την κάθε Μαρία ωστόσο είναι η καθημερινότητά της. Αλλά, μην πάμε μακριά, σε κάποιους λευκούς άντρες υπερβολή μοιάζει και ο φόβος μιας γυναίκας που γυρίζει βράδυ σπίτι της. Ναι, θα μπορούσε να πει κανείς, η Μαρία θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι της, στους γονείς και στη χώρα της και στη στιγμή όλα να γίνουν πιο ρόδινα, μακάρι να ήταν τόσο απλό, αλλά δεν είναι.
Ο Γκουτιέρεθ μιλάει για μια κοινωνική ομάδα με χαρακτηριστικά υπό διαμόρφωση, για νέους με αρκετά προνόμια στις αποσκευές τους, που δυσκολεύονται να ζήσουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και ελάχιστοι νοιάζονται γι’ αυτό, αφού το θεωρούν ένα απλό καπρίτσιο.
Τόπος ολοένα και πιο κοινός στη σύγχρονη λογοτεχνία, εκεί που η Ευρώπη ακολουθεί την Αμερική, η χαρτογράφηση αυτής της γενιάς, που μόνο φαινομενικά διαφέρει από τους παππούδες της που αναζήτησαν αλλού μια καλύτερη τύχη, που βίωσαν στο πετσί τους τον ρατσισμό και την άνιση αντιμετώπιση. Μια γενιά που δεν πρόλαβε τις ενήλικες απολαβές του οικονομικού μπουμ, που ζει σε μια επισφάλεια πολυεπίπεδη και με το βάρος της ταμπέλας της κακομαθημένης, που τα βρήκε όλα στρωμένα και έτοιμα. Αλλά πίσω από το ατομικό, ο Γκουτιέρεθ αρθρώνει έναν λόγο έντονα πολιτικό, που καθιστά τη Μαρία μία μόνο εκδοχή του κόσμου γύρω μας, μια ακόμα εκδοχή που περνά απαρατήρητη, μια λεπτομέρεια ενός σύνθετα δύσκολα και άσχημα κόσμου.
Ο Γκουτιέρεθ αποτυπώνει μια κραυγή, ο αναγνώστης αντικρίζει το έδαφος που μοιράζεται με τη Μαρία. Τα Κομμένα κεφάλια είναι ένα μυθιστόρημα σύγχρονο, η αίσθηση που κυριαρχεί, η ανασφάλεια και ο θυμός, η ένταση στον δρόμο και πίσω από τον γκισέ, η αγωνία για το τέλος του μήνα, και που παρότι η δομή του είναι κλασική και γνώριμη, πολλάκις χρησιμοποιημένη στην παγκόσμια γραμματεία, είναι το περιεχόμενο εδώ, είναι η ίδια η Μαρία εκείνη που περισσότερο από όποιο πραγματολογικό στοιχείο αποτυπώνει τη συγχρονία. Κάποιες στιγμές ασφυκτικό, με ελάχιστες νότες αισιοδοξίας, ρεαλιστικό ακόμα και ως προς τη νοσταλγία του, καμία ωραιοποίηση δεν χωρά στο άβολο κάθισμα του πρωινού λεωφορείου. Στα καθ’ ημάς, η Μαρία θα μπορούσε να είναι η Βέρα του Ζελιαναίου ή πρωταγωνίστρια σε κάποιο διήγημα της Στεργίου.