«Φεστιβάλ ημέρες μνήμης» ονόμασε ο πολιτιστικός σύλλογος στο Κοντομαρί τις φετινές εορταστικές εκδηλώσεις για την εκτέλεση αμάχων που συντελέστηκε στο χωριό τους στις 2 του Ιούνη του 1941 με το που τέλειωσε η επιχείρηση Ερμής η μάχη δηλ. για την κατάληψη του νησιού μας από τους αλεξιπτωτιστές του Γ΄ Ράϊχ.
«Είπαμε να κάνωμε κάτι αλλιώτικο φέτος για να τιμήσωμε αυτούς τους προγόνους μας που θυσιάστηκαν πριν ογδόντα δύο χρόνια», άκουσα να λέει κάποιος από τον σύλλογο προλογίζοντας μια ομιλία. «Κάτι αλλιώτικο γιατί αντιληφθήκαμε πως οι καθιερωμένες τελετές και καταθέσεις στεφάνων έχουν πάψει να μιλούν στην ψυχή των νέων. Και επειδή έχομε χρέος να συντηρούμε την μνήμη των ανθρώπων και του τόπου, θελήσαμε με άλλους τρόπους να τους κινήσωμε το ενδιαφέρον για το γεγονός αυτό που δεν πρέπει να ξεχαστεί και που μας αφορά όλους».
Παρακολούθησα λοιπόν, κάποιες από τις εκδηλώσεις του φεστιβάλ. Στάθηκα για πολλοστή φορά μπροστά στις συγκλονιστικές φωτογραφίες από την εκτέλεση . Από την πρώτη στιγμή που τις είδα πριν από αρκετά χρόνια, μου έκανε εντύπωση το ύφος των ανθρώπων. Η αθωότητα που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό τους. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν ήταν άραγε υποψιασμένοι για τα επακόλουθα. Πρέπει να ήταν, σκέφτομαι. Πρέπει έστω στην άκρη του μυαλού τους να το είχαν σαν πιθανότητα. Πάντως το ύφος τους δεν μαρτυρά κανένα άγχος για την συνέχεια. Κανένα φόβο. Άραγε τι τους έδινε τέτοια δύναμη;
Η σαββατιάτικη ομιλία του καθηγητή Γ. Μαργαρίτη τοποθέτησε κάποια πράγματα στην θέση τους. Εξήρε τον αστάθμητο παράγοντα της Μάχης της Κρήτης και τόνισε την εξαιρετική σημασία του, αφού ήταν αυτός που έγειρε την πλάστιγγα και ανέτρεψε όλα τα προγνωστικά. Την αντίσταση δηλ. του τοπικού άμαχου πληθυσμού. Από την πρώτη στιγμή είπε, οι ντόπιοι, απηυδισμένοι από τους εγχώριους και ξένους «προστάτες», πήραν την άμυνα του τόπου-κυριολεκτικά- στα χέρια τους. Και ήταν η πρώτη φορά που η ναζιστική παντοδυναμία αμφισβητήθηκε. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που η τιμωρία των «ευγενών αρίων» προς τους μη έχοντες καλή διαγωγή Κρήτες ήταν τόσο απάνθρωπη και σκληρή. Δολοφονίες αμάχων, κάψιμο σπιτιών, ξεθεμέλιωμα χωριών.
Τελειώνοντας τόνισε ότι είναι δικαίωμα μα πιο πολύ υποχρέωση, αν θέλωμε να λεγόμαστε και να είμαστε κράτος κυρίαρχο και όχι ανδρείκελο που άγεται και φέρεται από τις καταστάσεις και τους κατά καιρούς «αφέντες» του, να διεκδικήσωμε τις χρωστούμενες γερμανικές αποζημιώσεις.
Τα λεγόμενα του καθηγητή διανθισμένα και με άγνωστες λεπτομέρειες, μου υπενθύμισαν και κάποιες άλλες ιστορίες που έτυχε να ακούσω σε παλιότερους εορτασμούς της Μάχης της Κρήτης, τότε που ακόμα ζούσα στο Ρέθυμνο. Τον Απρίλιο του ’41 αφού η Ελλάδα κατελήφθη από τους Γερμανούς ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός με τον βασιλιά και κάποια μέλη της βασιλικής οικογένειας φθάνουν στην Κρήτη. Μένουν στα Χανιά λίγο καιρό και με την έναρξη των επιθέσεων των Γερμανών αποφασίζουν, να φύγουν για την Αίγυπτο. Σε αυτήν την διαδρομή προς το Λιβυκό πέλαγος, την 22α προς 23η Μαΐου, προκειμένου να συναντήσουν τα βρετανικά πλοία που θα τους διασώσουν, η βασιλική ομάδα διασταυρώθηκε με κάμποσους ντόπιους.
-Που πας βασιλιά, που μας αφήνεις, τον ρωτούσανε όσοι τον συναντούσαν.
-Δεν μπορώ να σας πάρω μαζί μου. Εσείς να μείνετε να πολεμήσετε.
-Μα δεν έχωμε όπλα.
-Να σκοτώσετε Γερμανούς να πάρετε, ήταν η απάντησή του.
Δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα η στιχομυθία αυτή μου φαίνεται άκαρδη και αδιάφορη. Οι ντόπιοι περίμεναν φαντάζομαι, κάποια κουβέντα ενθάρρυνσης και συμπαράστασης από την ανώτατη αρχή του τόπου. Αυτός όμως έμοιαζε να ενδιαφέρεται μόνο για την πολύτιμη ζωή του και για την καλοπέρασή του. Εξάλλου όπως έγινε γνωστό τα έπιπλα και οι πίνακες των ανακτόρων είχαν ήδη μεταφερθεί στην Αίγυπτο.
Πολλές ιστορίες έχουν να κάνουν και με την ιστορική μονή του Πρέβελη, στην νότια πλευρά του Ρεθύμνου, η οποία υπήρξε σημείο συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού συμμαχικών στρατευμάτων που προσπαθούσαν να διαφύγουν με υποβρύχια προς την Μέση Ανατολή. Ο ιστορικός Μιχ. Παπαδάκης καταγράφει ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής «άνω από 5,000 άνθρωποι πέρασαν (από το μοναστήρι), έφαγαν, κοιμήθηκαν, εξυπηρετήθηκαν. Και για την συνέχεια της οδοιπορίας των εφοδιάστηκαν με τα χρειώδη».
Σ όλη την διάρκεια της κατοχής βρετανικά υποβρύχια άραζαν στην θάλασσα απέναντι από την μονή και παραλάμβαναν τους κυνηγημένους για να τους οδηγήσουν προς την ελευθερία. Λέγεται όμως, ότι κάποιοι από τους κυβερνήτες των σκαφών πολλές φορές αρνιόντουσαν να παραλάβουν Έλληνες στρατιώτες. Δεχόντουσαν μόνο Βρετανούς. Μια φορά μάλιστα ενώ αρχικά επιβίβασαν και Έλληνες, λίγο αργότερα επέστρεψαν και τους ανάγκασαν να αποβιβαστούν. Τέτοια απανθρωπιά! ακόμα και από τους υποτιθέμενους φίλους.
Τον Αύγουστο του 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στο μοναστήρι, το λεηλάτησαν το κατέστρεψαν και οδήγησαν πολλούς από τους μοναχούς του στις φυλακές. Φεύγοντας μάζεψαν τα πολύτιμα και βαρύτιμα λάφυρα της μονής πήραν και τον θαυματουργό Τίμιο Σταυρό του Πρέβελη, τα φόρτωσαν σε αυτοκίνητα και τα έστειλαν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε να πάρουν την άγουσα για Γερμανία. Το αεροσκάφος όμως που τα φόρτωσαν, παρέμεινε ακίνητο. Όσο και να προσπάθησαν οι καταχτητές δεν μπόρεσαν να το βάλουν μπροστά. Τόσο, που στο τέλος φοβήθηκαν και επέστρεψαν όλα τα πράγματα μαζί και τον Σταυρό πίσω.
Από το διαδίκτυο αλιεύω την πληροφορία ότι, ένας από τους διασωθέντες του μοναστηριού, ο G. Edwards, που δεν ξέχασε την οφειλή του, ίδρυσε το 1978 στην Δυτική Αυστραλία ένα χωριό που το ονόμασε Πρέβελη. Μαζί και ένα παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Τα έκανε όλα δωρεά στους Έλληνες της περιοχής.
Ιστορίες πολέμου. Ιστορίες που μας έχουν πληγώσει και μας έχουν σημαδέψει. Το Κοντομαρί είναι ένας από τους τόπους μαρτυρίου των Χανίων. Ένας ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Αγυιά, Αλικιανός, Κυρτομάδο, Κάντανος, Φλώρια, Κακόπετρος. Τα χρόνια περνούν οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα φεύγουν. Σήμερα μέσα σ αυτούς τους ίδιους ελαιώνες που οι «ευγενείς άριοι» αιματοκύλισαν πριν ογδόντα δύο χρόνια, νέοι μαθητές περπατούν και ψάχνουν να βρουν τα χνάρια που άφησαν πίσω οι πρόγονοί τους. Ψάχνουν να καταλάβουν, να διδαχθούν. Να βρουν το νήμα που τους συνδέει μ αυτούς, με την ρίζα τους και με την ταυτότητά τους.