Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Κορεατική χερσόνησος: πορεία προς την ενοποίηση;

Λίγες είναι οι διενέξεις μεταξύ κρατών που έχουν απασχολήσει για τόσο μακρόχρονο διάστημα τη διεθνή κοινότητα. Το ζήτημα της Κορέας, που θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με το παλαιστινιακό ή το κυπριακό πρόβλημα, έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο, ένεκα των συναντήσεων του ηγέτη της Βορείου Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ούν, με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τράμπ, που προκάλεσαν αίσθηση παγκοσμίως και αναζωπύρωσαν τις συζητήσεις για μια πιθανή ενοποίηση της χερσονήσου.
Aν και ανεξάρτητη στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, η περιοχή της Κορέας κατακτήθηκε από τους Ιάπωνες ύστερα από τον Ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο του 1905, τον πρώτο που κέρδισε κράτος εναντίον μίας εκ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Ωστόσο οι εξελίξεις για την περιοχή υπήρξαν ραγδαίες μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου οπόταν η Αυτοκρατορική Ιαπωνία ηττήθηκε ως μέλος του Άξονα, και η Κορέα χωρίστηκε σε δύο αυτόνομα κράτη, την Βόρεια Κορέα με κομμουνιστικό καθεστώς υπό την αιγίδα της Σοβιετικής Ένωσης και την Νότια Κορέα,  υπό την αιγίδα των Η.Π.Α.  Το καλοκαίρι του 1950, μετά από διενέξεις στα σύνορα των δύο κρατών, η Βόρεια Κορέα εισέβαλε στο έδαφος της Νότιας, κατακτώντας σχεδόν το σύνολο των εδαφών της. Η άμεση απάντηση όμως των δυτικών δυνάμεων, οι οποίες υπό το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε, απέστειλαν στρατιωτική βοήθεια στη Νότια Κορέα, συνέβαλε ώστε τρία χρόνια αργότερα να τελειώσει ο πόλεμος, που κάποιοι θεωρούν ως  τον πρώτο πόλεμο δια αντιπροσώπων (proxy war) και σημείο αφετηρίας του Ψυχρού Πολέμου. Από τότε οι δύο χώρες ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους κατά μήκος της Αποστρατικοποιημένης Ζώνης (DMZ) πλάτους 4 χιλιομέτρων στον 38ο παράλληλο, που ορίστηκε ως το σύνορο των δύο χωρών έως και σήμερα.
Η Βόρεια Κορέα, με τον ηγέτη του Εργατικού Κόμματος της Κορέας, Κιμ Ιλ Σούνγκ, προώθησε ένα απολυταρχικό κομμουνιστικό καθεστώς, με γνώμονα την διπλωματική και οικονομική «αυτάρκεια», το δόγμα Juche, που έγινε μάλιστα και πρότυπο για την κομμουνιστική Ρουμανία του N. Τσαουσέσκου. Με κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και με την στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας, επικεντρώθηκε στην διαφύλαξη του καθεστώτος και στην επισιτιστική κρίση που μάστιζε την πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας. Γρήγορα εξασφαλίστηκε ένα βασικό βιοτικό επίπεδο για τους κατοίκους της, μεγάλα έργα εκσυγχρόνισαν τις υποδομές ενώ το μέσω εισόδημα αυξάνονταν περίπου ίδια με αυτό της Νοτίου Κορέας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄70.  Το 1994, μετά το θάνατο του Κιμ Ιλ Σούνγκ την χώρα ανέλαβε ο Κιμ Γιόνγκ Ιλ, ο οποίος εφάρμοσε το δόγμα Songun, δηλαδή την προτεραιότητα του στρατού έναντι των υπολοίπων τομέων της κοινωνίας, ώστε να επιταχυνθεί ο στόχος της απόκτησης πυρηνικών δυνατοτήτων απομονώνοντας περεταίρω τη χώρα, στόχος όμως που πραγματοποιήθηκε μετά το θάνατό του από τον Κίμ Γιόνγκ Ουν που ανέλαβε καθήκοντα το 2011. Από την άλλη η Νότια Κορέα, αν και τυπικά μια φιλελεύθερη δημοκρατία, πέρασε μέσα από δεκαετίες στρατιωτικού νόμου και μίας de facto δικτατορίας μεταξύ 1961-1979, υπό τον στρατηγό Πάρκ Τσούνγκ Χι, για να καταλήξει κατά την δεκαετία του 1980 και την ψήφιση νέου συντάγματος, σε μια κανονική φιλελεύθερη προεδρική δημοκρατία. Παρόλη όμως την πολιτική αστάθεια, η Νότια Κορέα υπήρξε ένα οικονομικό θαύμα  ήδη μετά το τέλος του πολέμου. Η χώρα στράφηκε γρήγορα στην μεταποίηση και της εξαγωγές ενώ στην αυγή της νέας χιλιετίας το ΑΕΠ της ξεπέρασε το 1τρις δολάρια σε αντίθεση με το ΑΕΠ της Β. Κορέας που έμεινε στάσιμο στα 40δις δολάρια. Σε αυτή την ραγδαία ανάπτυξη κρίσιμο ρόλο έπαιξαν οι οικογενειακές εταιρίες-όμιλοι (chaebols), όπως η Daewoo, η Hyundai και η Samsung, οι οποίες, ενισχυμένες αρχικά από το κράτος, υιοθέτησαν ένα εξαγωγικό προσανατολισμό που ωφέλησε σημαντικά τη χώρα, καθιστώντας την πρωτοπόρο στις νέες τεχνολογίες και στη μεταποίηση, εξασφαλίζοντας ένα κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 17 φορές μεγαλύτερο από αυτό των βόρειων γειτόνων της.
Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ήταν πάντοτε τεταμένες με ένα διαρκές αίσθημα φόβου, καχυποψίας και προκατάληψης εκατέρωθεν. Η άνοδος όμως του Κιμ Γιόνγκ Ουν στην εξουσία και η απόκτηση πυρηνικών δυνατοτήτων, υπήρξε κομβικό σημείο για την Β. Κορέα . Η κατασκευή σύμφωνα με εκτιμήσεις περίπου 20 με 60 πυρηνικών διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων (ICBMs) που μπορούν να πλήξουν πόλεις όπως το Σικάγο ή το Λος Άντζελες κατέστησαν την Βόρεια Κορέα ως μία από τις σημαντικότερες απειλές για τις Η.Π.Α.. Η εξέλιξη αυτή κινητοποίησε αστραπιαία την Αμερικανική διπλωματία και ιδιαίτερα τον πρόεδρο Ντόναλντ Τράμπ ο οποίος δήλωνε το 2017 ότι η πυρηνική απειλή (της Β. Κορέας) θα αντιμετωπίζονταν με πυρ και μένος (fire and fury). Στόχος έγινε η περεταίρω οικονομική και διπλωματική απομόνωση μέσω κυρώσεων και εμπάργκο στο πλαίσιο του δόγματος της μέγιστης πίεσης (maximum pressure policy). Το 2018 όμως ο Κιμ Γιόνγκ Ουν δήλωσε ανοιχτός σε διάλογο για την αποκλιμάκωση της κρίσης συναντώντας τον Αμερικάνο πρόεδρο στην Σιγκαπούρη στις 12 Ιουνίου του ίδιου έτους. Η συνάντηση αυτή στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, καθώς οι δύο ηγέτες συζήτησαν όλα τα κρίσιμα ζητήματα όπως η αποπυρηνικοποίηση της χερσονήσου, η εξασφάλιση tης ειρήνης, η προώθηση του διαλόγου και της οικονομικής τους συνεργασίας μεταξύ των δύο γειτόνων, συμφωνώντας στην λήψη μέτρων για την υλοποίησή τους. Χαρακτηριστικά, η Βόρεια Κορέα σταμάτησε τις πυρηνικές δοκιμές, ελευθέρωσε κρατούμενους Αμερικάνους πολίτες και κατέστρεψε τη βάση πυρηνικών δοκιμών Punggye-ri, με τον Ντόναλντ Τράμπ να δηλώνει, ότι «αγαπηθήκαμε» (we fell in love) με τον Κιμ. Ταυτόχρονα συστήθηκε γραφείο διασύνδεσης (liaison office) στην συνοριακή πόλη Kaesong, στο οποίο εκπρόσωποι από τον βορρά και το νότο θα μπορούσαν να βρίσκονται σε καθημερινή επαφή για πρώτη φορά μετά τον Πόλεμο της Κορέας.
Το «ειδύλλιο» όμως δεν κράτησε για πολύ καθώς η φετινή συνάντηση στο Ανόι του Βιετνάμ, τον Φεβρουάριο, υπήρξε άκαρπη αφού όλα τα μέρη απαίτησαν πολλά περισσότερα από όσα είχαν συμφωνηθεί, γεγονός που έβαλε τέλος στην πρόοδο των συνομιλιών. Η κατάσταση συνεχίζεται έως και σήμερα, με τις δύο πλευρές να εφαρμόζουν την πολιτική του όλα ή τίποτα (all-or-nothing policy). Για την Βόρεια Κορέα απαραίτητο βήμα για την πρόοδο της ειρηνευτικής διαδικασίας είναι η πλήρης αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από την Νότια Κορέα, καθώς και η σταδιακή εξάλειψη των κυρώσεων και του εμπάργκο. Αντίθετα για την Ουάσινγκτον και την Σεούλ, η πλήρης αποπυρηνικοποίηση του βορρά καθώς και η σταδιακή αποστρατιωτικοποίηση του καθεστώτος είναι απαραίτητα βήματα για την συνεργασία με την Πιονγκγιάνγκ. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον το καθεστώς του Κιμ θεωρεί την πυρηνική δυνατότητα ως απαραίτητη δικλείδα ασφαλείας για την επιβίωσή του και για την αποτροπή μιας αμερικανικής επέμβασης. Αν αυτό είναι πραγματικότητα η ειρηνευτική διαδικασία θα υπάρχει μόνο στη σφαίρα του ιδεατού, ενώ κάθε απειλή ή/και υπόσχεση από τις Η.Π.Α θα είναι κενή νοήματος. Καθώς όμως πλησιάζουν προεδρικές εκλογές το 2020 τόσο στις Η.Π.Α όσο και στην Νότια Κορέα, το πιθανότερο είναι ότι όλες οι πλευρές θα είναι λιγότερο πρόθυμες να προχωρήσουν σε κάποιο συμβιβασμό. Αν και το πρώτο σημαντικό βήμα έγινε στην Σιγκαπούρη, τόσο το απρόβλεπτο καθεστώς του Κίμ όσο και οι απειλές από την άλλη πλευρά του Ειρηνικού, μπορούν εύκολα να διαλύσουν ο, τι χτίστηκε το προηγούμενο διάστημα, εντείνοντας έτι περισσότερο την ανασφάλεια στην ανατολική Ασία.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα