» Κατερίνα Χανδρινού (εκδόσεις Κείμενα)
Όλη τη νύχτα χθες η αίσθηση ενός άντρα περπατούσε.
Σαραντάρης. Κουρασμένος, έθαλλε. Προσπάθησα να διακρίνω πρόσωπο. Ερχόταν δε βιαζόταν. Βήματα σταθερά και ισοσκελή: είχε ξανάρθει. Πέρασμα που ακινητοποιούσε τις μύγες στον αέρα. Πρόσωπο δεν μπόρεσα. Είδα μόνο τις αρθρώσεις του, τα μάτια όχι. Όπως και ότι ήταν πεντακάθαρος, αν και αναμμένος. Ήξερε πως το ξέραμε ότι έρχεται και ότι τον κοιτάμε, κι αυτό του πρόσθετε ύψος. Τα ρούχα του λινά και τσαλακωμένα στον καβάλο. Δεν έχει κινητό. Τον συζητούν. Πίνει από μονολούλουδα βάζα που αναποδογυρίζει.
Κυρίες, κύριοι. Στο κατώφλι, ο Αύγουστος.
Ο μήνας που αλλάζουμε δέρμα.
Στη λογοτεχνία, η αρχή δεν είναι το ήμισυ του παντός, δεν είναι η μισή δουλειά. Η γοητευτική αρχή υπόσχεται, εξυψώνει τις προσδοκίες σε άγνωστα προηγουμένως ύψη, δημιουργεί απαιτήσεις, έλκει την προσοχή, φλερτάρει με την αναγνωστική επιστροφή. Η αρχή θέτει τον πήχη. Και κάπως έτσι, αυτό που μέχρι πριν λίγο ήταν ένα όμορφο κόκκινο μικρό βιβλίο με όνομα παράξενο που δεν ήξερες πού να το τονίσεις, τώρα, μία μόλις σελίδα μετά, είναι κάτι που αχόρταγα θες να διαβάσεις, αχόρταγα γιατί νιώθεις πως θα έχεις τον χρόνο να επιστρέψεις με υπομονή, αχόρταγα αλλά και αυστηρά, γιατί όποιος υπόσχεται πρέπει να κρατά τον λόγο του.
Ακόμα και αν δεν ειπώθηκε ποτέ από τα χείλη τού γονιού, ακόμα και αν ασαφώς και πλαγίως μόνο εννοήθηκε, σίγουρα κάποια στιγμή βιώθηκε -σε ένα βλέμμα, σε μια στιγμή σιγής- μία από τις σκληρότερες φράσεις από την αρχή του κόσμου: πόσες θυσίες έχω κάνει εγώ για σένα; Και τη φράση αυτή, μεγαλώνοντας, οι περισσότεροι την κουβαλάμε σαν μια τύψη, ενισχυμένη από την εκ των υστέρων αποκάλυψη του τι παιδιά υπήρξαμε, κοιτάζοντας λοξά προς τα πίσω, όχι απαραίτητα ξαπλωμένοι σε κάποιο ντιβάνι ή κοιτάζοντας τον πολύχρωμο ουρανό της δύσης, αλλά μάλλον τυχαία και σίγουρα απρόοπτα. Μια τύψη που θα ήταν ευκολότερο να την ορίσει ένας οικονομολόγος, την ψυχρή, μαθηματική τους γλώσσα θα χρειαστούμε.
Τον ιδρώτα της προσπάθειας και την πίκρα των στερήσεων γυρεύουμε τρόπο να τιμήσουμε, και ενώ θα ήταν χρήσιμη η μεταφυσική, ο ορθολογισμός μας δεν μας επιτρέπει τέτοια βήματα. Το χωράφι με τις ελιές, το μαγαζί με τα χρώματα, το σπίτι στο χωριό. Καθένας τα δικά του. Κάπως έτσι η αφηγήτρια βρίσκεται στην Κέρκυρα, μήνα Αύγουστο, να συντηρήσει το σπίτι στο χωριό, σπίτι που χτίστηκε από άμμο, σπίτι που έρημο μάχεται την υγρασία και τον χρόνο. Η Κέρκυρα των καλοκαιριών μιας κοπέλας από την πρωτεύουσα, που μεγάλωσε και σπούδασε, που τώρα είναι έτοιμη να φροντίσει και να αξιοποιήσει την πατρική κληρονομιά, που, όσο και αν δεν το θέλει, όσο και αν νιώθει ανίκανη, θα μιλήσει με μάστορες, θα δείξει ενδιαφέρον, θα συνειδητοποιήσει, εν τέλει, πως απλώς τους ενοχλεί, έτσι όπως γυρίζει μέσα στα πόδια τους χωρίς να ξέρει τι να κάνει.
Το ποιητικό παρελθόν της Χανδρινού είναι ευκρινές και ορατό σε κάθε σελίδα, σε κάθε απλή συντακτική επιλογή. Η Κόρκυρα είναι ένα υβριδικό ημερολόγιο, ποιητικό και πεζό ταυτόχρονα, που διανθίζεται με πλήθος διακειμενικών αναφορών, αποσπάσματα ποιημάτων και τραγουδιών, και στο οποίο κυριαρχεί η αίσθηση του βιογραφικού αποτυπώματος. Χωρισμένη σε τρία μέρη, η Κόρκυρα συγκινεί αβίαστα. Το -φαινομενικά- προσωπικό βίωμα της αφηγήτριας αποτελεί εν τέλει απλώς την ατομική εκδοχή ενός βιώματος που αρκετοί μοιραζόμαστε, και που η Χανδρινού μάς δίνει το λεξιλόγιο για να το εκφράσουμε, επικεντρώνει το βλέμμα σε μια ξεχασμένη λεπτομέρεια, παραγγέλνει ακόμα μια τρίλιτρη μπύρα κάτω από τον παχύ ίσκιο στην πλατεία.
Προσοχή, προσοχή. Ποιητική πρόζα σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ωραιοποίηση. Και αν για το παρελθόν φροντίζει η λήθη, η ασχήμια του παρόντος δεν επιτρέπει στον ποιητή να αιθερογραφεί, χωρίς να μυρίζει τους σωρούς από σκουπίδια, χωρίς να αλλάζει τα πασουμάκια του αγίου που έλιωσαν πάλι φέτος, χωρίς την αυτογνωσία πως η ανταμοιβή της μεγαλούπολης είναι οι παροχές της, χωρίς αυταπάτες πως στο οικογενειακό τραπέζι θα περάσει ασχολίαστη η άτεκνος κόρη. Τα θραύσματα της Κόρκυρας θα μπορούσαν να είναι κάποιες δεκάδες μικροδιηγήματα ή και ποιήματα, ακόμα και αφορισμοί. Πρόκειται όμως για μια νουβέλα, όχι λόγω μεγέθους, αλλά λόγω του υβριδικού της χαρακτήρα, ένα κατασκεύασμα κατάλληλο για να στεγάσει τις λέξεις. Κατασκεύασμα, λέξη που οδηγεί σε προϊόν νοητικής διεργασίας, αποπαίδι συχνά της λογοτεχνίας, που όμως εδώ, λόγω της συναισθηματικής έντασης των όσων στεγάζει, ισορροπεί, αναδεικνύει και αναδεικνύεται, λειτουργεί τελικά ως ενιαίο σώμα αφήγησης.
Η αρχή συχνά είναι ένα πυροτέχνημα, η αρχή ενίοτε είναι το όλον στο οποίο προστέθηκαν κάποιες δεκάδες σελίδων για να δικαιολογηθεί η έκδοση. Τότε, η αρχή μετά από λίγο σβήνει και χάνεται από τη μνήμη. Τις λίγες φορές που δεν ισχύουν αυτά, έχουμε λογοτεχνία, και η αρχή είναι ένας βατήρας εκτόξευσης. Ετσι συμβαίνει και στην Κόρκυρα.