Στα σεργιανίσματα του λογισμού μου, πολλές φορές είναι και αυτός ο κορωνοϊός που εδά και δυό χρόνια προέκυψε στα ξαφνικά με κακή μούρη. Αν και νεογέννητος έχει σκορπίζει το φόβο και το τρόμο. Ποιά είναι η πατρίδαντου και Ποιά τα γωνικά ντου δε μπορώ να καταλάβω απ’ούλα τα λεγόμενα… Το μόνο που έμαθα καλά κι’ απόξω κι’ανακατωτά, είναι γιατί φωνιάζουνε, ξεγλωσσισμένοι, μέρα-νύχτα πως πρέπει μεγάλοι, μιτσοί, γέροι, νιοί, γυναίκες κι’ άντρες να μπολιαστούνε και όποιο πάρει ο χάρος…
Αν’είναι ζουζούνι τσι φύσης θα κάμει ότι μπορεί κι’ότι προλάβει, γιατί θα το κατασπαράξει στο τέλος ο φυσικός του εχθρός που θα βρίσκετε φυσιολογικά στη φύση. Μαζί με τα εμβόλια που θα καταφέρει η επιστήμη να ανακαλήψει. Ετσά γινόταν με τσι πανδημίας που έχουν θανατώσει κόσμο και κοσμάκη.
Ετούτονέ όμως το μιαρό δε μας τα λέει καλά μα μούτε και λογικά. Κάνει τα δικάντου, πάει κι’έρχετε σε ανεμβολίαστους, με μπολιασμένους…
Λέω κι’ εγώ, ετσά άταχτο που είναι, πρέπει πώς’ τονέ ξέφυγε απού κανένα μπουκαλάκι, ή και σωληνάκι κι’ εδά ορνηκό όπως είναι αλωνεύει στο κόσμο και δε μανταλώνετε, δε μπορούνε να το κάνουνε καλά. Φαίνετε καθαρά πως δεν’ έχει φυσικούς εχθρούς και έχει βρεί τα πλαθιάντου. Όμως επέσανε με τα μούτρα ας είναι καλά, οι φαρμακοβηομηχανίες για να κατασκευάσουνε, τον’εχθρόντου, κάθε μια και το δικό τσι. Μα ευτό όλο νικά το παντέριμο απ’όπου κι’ ανέ περάσει. Κάθε μέρα ποιό θα στήλει κανένας δε κατέει…
Μα απού την’άλλη μπάντα πάλι λέω, με το νού μου και τ’ άλλο, μπάς να τ’αμολάρανε παιδιά Θέ μου, ξάργουτου στο κοσμάκη, ετούτονά το τέρας κι’εδά δε μπορεί κιανείς να το κάμει καλά;
Μα και τ’ άλλο μπορεί να σκεφτήκανε και ν’ αποφασίσανε, πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να λιγοστέψουμε λιγάκι, που να μπορέσουνε ετσά να βάλουνε μια τάξη, επιτέλους σε ούλες ετούτεσάς τσι αναμπουμπούλες που γίνουντε.
Και καταλοίγω πώς…
Ανεξερεύνητες οι ψυχές των απανθρώπων…