Είναι δύσκολο να το πιστέψω πως ο Κώστας δεν είναι πια μαζί μας. Παρακολουθούσα τον αγώνα του τον τελευταίο καιρό να ξεπεράσει τη δύσκολη αρρώστια, που τον βασάνιζε με δύναμη και καρτερικότητα, όπως έκανε σε όλη του τη ζωή.
Kαι είμαι σίγουρος πως γνώριζε το τέλος, αλλά δεν ήθελε να στεναχωρήσει κανέναν για τον εαυτό του. Γιατί ποτέ δεν σκεφτόταν τον εαυτό του, αλλά όλους τους άλλους, την οικογένειά του, τους συνεργάτες του, τους φίλους του. Και μας έλεγε πως πίστευε πως θα γίνει καλά, να συνεχίσουμε κάποια πράγματα που είχαμε μαζί ξεκινήσει. Και συζητούσαμε γι’ αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, ενώ και οι δυο το ξέραμε πως έτρεχε.
Ο Κώστας ήταν ένας άνθρωπος ξεχωριστός, σπάνιος για την εποχή μας, που μετρά τα πάντα με το ατομικό συμφέρον και το χρήμα. Μπορεί και κάποιοι να τον έλεγαν ξεπερασμένο, γιατί αυτοί δεν πιστεύουν σε κάποια ιδανικά, που αυτός πίστευε. Μετά τις σπουδές του στη Γένοβα, εργάστηκε ως αρχαιολόγος, αρχικά στην 13η/28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και στη συνέχεια, μέχρι χθες, στο Γραφείο Παλιάς Πόλης του Δήμου Χανίων. Η πορεία του στο χώρο της προστασίας και ανάδειξης των μνημείων, υπήρξε «ντρέτη», ιδιαίτερα παραγωγική και πολύπλευρη. Πήρε μέρος σε πολλές εργασίες ανασκαφικής έρευνας, επέβλεψε από αρχαιολογικής πλευράς ένα πλήθος από εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης μνημείων στην πόλη και ολόκληρο το νομό Χανίων, έκανε πολλές καταγραφές εικόνων και κειμηλίων και χειρίστηκε με γνώση και εντιμότητα εκατοντάδες υποθέσεις φορέων και πολιτών στην παλιά πόλη και αλλού. Πήρε μέρος με ανακοινώσεις του σε συνέδρια και δημοσίευσε άρθρα του σε επιστημονικά περιοδικά για μνημεία του τόπου μας, όπως είναι τα νεώρια, το φρούριο του Φιρκά, οι εκκλησίες της Αγίας Παρασκευής στον Κάμπο Κισάμου, του Αγίου Παντελεήμονα στα Ζυμβραγού, του Αγίου Γεωργίου στο Φρε και άλλα. Υποδειγματική ήταν η εξαντλητική έρευνά του για τον ζωγράφο Γεώργιο Πολάκη, με δυο μεγάλα άρθρα του, τα οποία ελπίζω να δούμε, έστω και τώρα, σε αυτοτελές βιβλίο. Τελευταία συμμετείχε μαζί με άλλους συναδέλφους σε δυο έρευνες για το Λιμάνι των Χανιών και το χωριό Στέρνες, που θα δουν σύντομα το φως της δημοσιότητας, έστω και αν ο Κώστας λείπει σαν φυσική παρουσία. Και δούλεψε γι’ αυτό επίμονα και υπεύθυνα μέχρι σχεδόν την τελευταία ημέρα.
Ο Κώστας ήταν άνθρωπος, που ήθελε να μαθαίνει και να ερευνά τα πάντα με εδραία γνώση του επιστημονικού αντικειμένου του και επιμονή στη σωστή αντιμετώπιση του κάθε θέματος, χωρίς να βλέπει διάφορες σκοπιμότητες. Ταυτόχρονα είχε ένα πρακτικό μυαλό, που έδινε λύσεις σε δύσκολα θέματα, πάντα μέσα στο επιστημονικό πλαίσιο, με ευαισθησία για τον ταλαιπωρημένο χώρο και για τον πολίτη, ακόμη και όταν ερχόταν σε αντιπαράθεση. Χαιρόταν κάποιος να συζητά μαζί του στην έγκυρη ομάδα, που είχαμε καταρτίσει στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και η θητεία του αργότερα στο Δήμο ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητική. Οι σχέσεις με όλους τους συναδέλφους του παντού ήταν φιλικές και ανθρώπινες, χωρίς τις μικρότητες, που κάποιες φορές υπάρχουν. Ο Κώστας ήταν μακριά από όλα αυτά. Πάντα με εκείνο το παιδικό χαμόγελο, αντιμετώπιζε ακόμη και τα δύσκολα. Ποτέ δεν αρνήθηκε τις γνώσεις του όταν όχι λίγες φορές του ζητούσαν να ξεναγήσει στα μνημεία του τόπου-πέρα από τις υποχρεώσεις του-είτε επρόκειτο για μικρούς μαθητές, είτε για επίσημους επισκέπτες, ακόμη κι αν ο ίδιος ήταν κατάκοπος.
Δημιούργησε μια ζηλευτή οικογένεια, μέσα στην οποία κυριαρχεί η αγάπη και ο σεβασμός. Με την αγαπημένη του την Άννα, τον Κυριάκο και την Κατερίνα πέρασαν μια ζωή ήρεμη και ευτυχισμένη, στο σπίτι που έκτισε ο γέρο Κυριάκος, πάντα δίπλα στην αδελφή του τη Βάσω και το Μένιο, τον καλό του φίλο που γνώρισε στο στρατό και έγιναν αδέλφια. Το σπίτι τους και ο κήπος της κυρίας Στέλλας, ήταν η μεγάλη του χαρά και όταν χρειάστηκε, ο επιστήμονας έγινε και κηπουρός και οικοδόμος. Είμαι σίγουρος πως έφυγε από αυτή τη ζωή γεμάτος από ευτυχία και πως θα τους βλέπει από «εκεί πάνω» και θα τους φροντίζει ακόμη και τώρα. Και θα μας συντροφεύει η όμορφη ανάμνησή του όλους όσοι τον γνωρίσαμε από κοντά και είδαμε τη μεγάλη του ψυχή, που ήξερε μόνο τι θα πει προσφορά, χωρίς αντάλλαγμα. Όποιος τον γνώριζε γινόταν φίλος του και εκείνος ήξερε να ανταποδίδει. Φίλε, συνεργάτη και συνάδελφε Κώστα δεν το περίμενα να σε χαιρετήσω με αυτό τον τρόπο, δεν ήθελα να είναι αυτό το τέλος της γνωριμίας μας, τόσο θλιβερό, τόσο απρόσμενο. Νομίζω πως εκφράζω όλους όσους σε γνώρισαν, όσους συνεργάστηκαν μαζί σου, όσους βοήθησες, να σου πω ένα τελευταίο αντίο και να σε βεβαιώσω πως θα θυμούμαστε εκείνο το πλατύ χαμόγελο, που πάντα έλαμπε στο αθώο πρόσωπό σου και την όμορφη ψυχή, που έζησε κάποια χρόνια ανάμεσά μας και πέταξε ψηλά. Καλό σου ταξίδι Κώστα.
Μιχάλης Ανδριανάκης