Συνεχίστηκαν στο Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου (Ίδρυμα Αγία Σοφία) το πρωί του Σαββάτου ομιλίες και τοποθετήσεις συνέδρων του Β’ Παγκόσμιου Συνεδρίου Αποκορωνιωτών, μεταξύ αυτών και του καταξιωμένου Αποκορωνιώτη δάσκαλου – λογοτέχνη, Βαγγέλη Κακατσάκη, που διάβασε μια παλιά συγκινητική ιστορία με θέμα « Κουβέντα με έναν άγνωστο εθελοντή της Μάχης του Βαφέ στις 12 Οκτωβρίου 1866», ως αφιέρωμα εις τις ψυχές που έπεσαν στον αγώνα ανδρείως.
Στο πολυσέλιδο αυτό αφιέρωμα ο κ. Κακατσάκης επεσήμανε τα εξής: « Εκείνη την κουβέντα που έκανα μαζί σου και πριν από 21 χρόνια στον Βαφέ, όντας στον χώρο της φλεγόμενης αλλά μη καιόμενης βάτου, σε μια εκδήλωση, που διοργάνωσε το Κοινω φελές ίδρυμα “Αγία Σοφία”, σε συνεργασία με τους φορείς του χωριού (την κοινότητα και τον πολιτιστικό σύλλογο “Η Κρυονερίδα”, με αφορμή την 130στή επέτειο, ξανακάνω μαζί σου σήμερα το μεσημέρι, διαφορετικά, εδώ στον ομφαλό της Επαρχίας των Αποκορώνων, στο πλαίσιο του 2ου Συνεδρίου των απανταχού Αποκορωνιωτών, άγνωστε μου εθελοντή της Μάχης. Και εκ μέρους όλων των αγνώστων. Και εκ μέρους όλων των άγνωστων λογάδων της πάλαι ποτέ, αλλά και νυν και αεί, ενδόξου επαρχίας μας. Εξακολουθεί να καίει η μνήμη σου “άκαυτη βάτος”.
Σε ονόμασα άγνωστο γιατί δεν ξέρω τ’ όνομα σου. Κάποια αρχικά με τα οποία υπογράφεις μια επιστολή η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Αιών” εκείνης της εποχής, δεν με οδηγούν σε κανένα από τα γνωστά ονόματα των Εθελοντών, που πήραν μέρος στη Μάχη.
Όλα άρχισαν, όταν διάβασες σε κάποια εφημερίδα της εποχής την προκήρυξη της Επαναστατικής Συνέλευσης των κρητικών που από τ’ Ασκύφου και με ημερομηνία 21 Αυγούστου 1866, καλούσε τον κρητικό Λαό σε ένοπλη εξέγερση, έχοντας σαν σύνθημα την Ένωση με τη Μητέρα Πατρίδα.
Την τελική σου απόφαση, πάντως, θα πρέπει να την πήρες όταν άκουσες σε μια σύσκεψη για τον κρητικό Αγώνα, ένα νεαρό δικηγόρο, τον Έσλιν, να μιλά. Σου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που απέρριπτε την προσφορά, χρημάτων, με λόγια της φωτιάς: “Χρήματα, φίλοι μου και τροφάς και όπλα δύναται η Κρήτη και παρ’ άλλων να προσδοκά, παρ’ ημών δε των νεωτέρων ουδέν άλλο απαιτεί ή τους βραχίονας. Όστις λοιπόν είναι πρόθυμος μετ΄εμού να χύση το αίμα του υπέρ της ελευθερίας της Κρήτης και υπέρ της όλης Ελλάδος, ας λάβει το όπλον του κι ας ακολουθήσει”.
Τον άκουσες. Πήρες το όπλο σου κι ακολούθησες. Μαζί με σένα κι άλλοι πολλοί, κυρίως αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και διανοούμενοι. Ενάντια στην αδυναμία της Ελληνικής Κυβέρνησης και στις μηχανορραφίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Από την πρώτη μέρα που ξεκίνησες το “Πανελλήνιον”, το καράβι που θα σας μετέφερε στην Κρήτη βρέθηκες κοντά στον αρχηγό, Ιωάννη Ζυμβρακάκη τον έλεγαν, κι ήταν ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού. Άκουσες να λένε ότι ο πατέρας του ο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης ήταν φιλικός και σφάχτηκε από τους Τούρκους στα Χανιά το ’21. Ίσως γι’ αυτό μιλούσε με τόσο πάθος για τη Λευτεριά της Κρήτης και την Ένωση της με την Ελλάδα.
Στη Σύρο, όπου έπιασε το καράβι, πήρατε κι άλλους εθελοντές κι έτσι γίνατε τριακόσιοι. “Είναι άραγε συμβολικό αυτό;” αναρωτήθηκες όταν άκουσες τον υπολοχαγό Πραϊδη να λέει στον δικηγόρο τον Βαφειάδη κάτι για Θερμοπύλες.
Όταν, ύστερα από μέρες, την 1η Οκτωβρίου το καράβι έφτασε στο λουτρό των Σφακίων, δεν ήταν ούτε οι ταλαιπωρίες του ταξιδιού ούτε οι όποιες δυσκολίες της τελευταίας στιγμής που κυριαρχούσαν στο μυαλό σου. Ήταν κυρίως οι φωτιές που έβλεπες ν’ ανάβουν δυνατές στα μάτια των συναγωνιστών σου, όπως και στα δικά σου. Φωτιές που μαρτυρούσαν την απόφαση σας να βρεθείτε μια ώρα αρχύτερα στο πεδίο της μάχης. Να νικήσετε ή να πεθάνετε!» .
Η ομιλίες συνεχίστηκαν από άλλους συνέδρους.