Στα του Δήμου τα παγκάκια τα γερόντια κάθονται και κουβεντιάζουν. Τι λένε μετά το καλημέρα (γεια σου) και το γεια σου αύριο με το καλό; Τα της υγείας των, φάρμακα, γιατροί, νοσοκομεία, με πόνο ψυχής ο ένας μεταφέρει και δέχεται τα του άλλου τις πίκρες, το κυρίαρχο θέμα τους. Πάνε στις συντάξεις των, που όλο λιγοστεύουν. Στους φόρους, που όλο αυξάνονται. Στις δυσκολίες της ζωής των από τις αναδουλειές των παιδιών τους. Στον εφιάλτη το τι περιμένουν για τα εγγόνια τους. Κάπου όλα αυτά τα συνδέουν με την πολιτική που εφαρμόζεται και τους πολιτικούς που την υπηρετούν και κάνουν τη ζωή τους χειρότερη. Αρχίζουν τα παρατράγουδα στο κουβεντολόι, από τη στιγμή που μπαίνουν από τους ίδιους τα ερωτήματα. Τι γίνεται; Τι επάθαμε και δεν φωνάζουμε; Τι κάνουμε και δεν ξεσηκωνόμαστε; Τι στο καλό κάνουν οι γραμματιζούμενοι; Τι κάνουν οι διάφορες οργανώσεις, σωματεία, σύλλογοι;
Ενας από την παρέα λέει: «εμείς, εδώ, που κουβεντιάζουμε, αλήθεια, τι κάνουμε, τι σκεπτόμαστε να κάνουμε;». Προσπαθεί ο ίδιος να απαντήσει. Δυσκολεύεται. Γκρινιάζουν, όλοι για όλα.
Απαιτούν για όλα από άλλους. Ένας άλλος, οξύθυμος, νευρικός, αισχρολόγος, φωνάζει, βρίζει, καταριέται, με όλους τα βάζει, εκτός του εαυτού του. Στο ερώτημα, «εσύ τι κάνεις;», απαντά: «Άσε εμένα, εγώ δεν μπορώ, όμως ξέρω ποιοι φταίνε, εκτός από τους πολιτικούς. Αυτοί που το παίζουν παράγοντες». Ένας άλλος της παρέας, ακούει, δεν μιλά κουνά το κεφάλι του, κάνει μορφασμούς, χωρίς να λέει τίποτα, φωτογραφίζει πολλά. Να, και ένας περαστικός, γνωστός, σταματά και τους χαιρετά. Ένας της παρέας τον ρωτά: «πώς βλέπεις τα πράγματα; Κακά, κάκιστα. Πώς τους σταματούμε;» Ο περαστικός ψύχραιμος. «Μπορούμε. Πώς; πώς; Να βρούμε αυτούς που μας δίνουν ελπίδα και δεν είναι διεφθαρμένοι να ψηφίσουμε στις εκλογές». Κάποιος της παρέας: «Δες, πού το πάει ο κύριος. Φαίνεται πως είναι αριστερός. Όχι δα, να ψηφίσουμε και αριστερά» ακούγεται από κάποιον.
Αντίλογος.
«Γιατί, ρε φίλε, φοβάσαι την αριστερά;». «Τι λες; Να τους ψηφίσω και να μου πάρουν το σπίτι, έστω το μικρό που έχω για τα παιδιά μου;». Μια παρέμβαση ακούγεται από κάποιον. «Επλήρωσες, πληρώνεις τον ΕΝ.ΦΙΑ; Τι είναι αυτό; Α, καλά. Κατάλαβα τους φόβους σου. Άμα πας σπίτι, άνοιξε την τηλεόραση, θα μάθεις πολλά, πολλά για όλα αυτά». Ο περαστικός προσπαθεί να κλείσει το κουβεντολόι λέγοντας κάποια λόγια παράξενα, δύσκολα να τον καταλάβουν. Όπως: «φίλοι μου, καλούμαστε να μάθουμε, να περπατάμε με βήματα προς τα εμπρός και όχι προς τα πίσω».
«Γιατί;» ακούγεται από κάποιον. Απάντηση: «Γιατί είμαστε πολύ κοντά στο γκρεμό και θα πέσουμε να σκοτωθούμε, όχι μόνο εμείς αλλά και άλλοι πολλοί μαζί μας». Ο περαστικός από το κουβεντολόι των γερόντων, πήρε πολλά μηνύματα, προσπάθησε να περάσει και αυτός τα δικά του μηνύματα.
Όμως, πιστεύει, ότι δεν τα κατάφερε, δύσκολος κόσμος στην κατανόηση των λεγόμενών του. Ελπίζει οι διαφαινόμενοι μεταξύ των γερόντων προβληματισμοί να διευκρινιστούν, τα ερωτήματά τους, να απαντηθούν για να απεμπλακούν από φοβίες και συντηρητισμούς. Να τολμήσουν στην αναζήτηση νέων στοιχείων, νέων όρων συνθηκών ζωής.
Να απαλλαχθούν από τα αναχρονιστικά στοιχεία του αρρωστημένου παρελθόντος. Ο περαστικός, φεύγοντας, κάποιες σκέψεις κάνει, για τους ανθρώπους 3ης και 4ης ηλικίας, που κουβεντιάζουν αλλοπρόσαλλα, ξεδιπλώνοντας πικρίες μεταξύ τους, εκτοξεύουν βρισιές στους αίτιους, όμως, δυσκολεύονταν να απαγκιστρωθούν από το κατεστημένο της αυτοκαταστροφής. Σκέψεις που εάν διεισδύσουν στο μυαλό τους, ίσως ταρακουνήσουν τον εσώκοσμό τους, ίσως προβληματιστούν για τα συμβάντα, ίσως τολμήσουν, να περάσουν και να συμπορευτούν, στα νεοεμφανιζόμενα, που μπορούν να τους αλλάξουν τη ζωή. Τούτο βέβαια, αρκεί οι περαστικοί στο κουβεντολόι των γερόντων να γίνουν πολλοί και καθοριστικοί στις παρεμβάσεις των.
Υ.Γ. Αλήθεια. Οι περαστικοί αξίζει να είναι και αριστεροί και αληθινοί, γιατί τότε μόνο, μπορούν να συντονιστούν προς το καλύτερο όλων μας.