Τελείωσε και προβάλλεται αυτές τις μέρες από το τηλεοπτικό κανάλι Cosmote TV στη σειρά με τον τίτλο “History” το ντοκιμαντέρ παραγωγής του “Κούμοι και μιτάτα στην Κρήτη”.
Το ντοκιμαντέρ αυτό στηρίζεται στο βιβλίο του Αντώνη Πλυμάκη «Κούμοι και μιτάτα στα Λευκά Όρη και στον Ψηλορείτη», που πρωτοκυκλοφόρησε το 2008 από τον τότε Οργανισμό Ανάπτυξης Δυτικής Κρήτης και το 2016 από τον Οργανισμό Ανάπτυξης Κρήτης. Είχα την τιμή κατά την εκδήλωση παρουσίασής του να κάνω μια σύντομη ομιλία-προβολή, το κείμενο της οποίας δίνω σήμερα για δημοσίευση στα πάντα φιλόξενα «Χανιώτικα Νέα» μαζί με μερικές από τις φωτογραφίες που το συνόδευσαν.
«Το βιβλίο που έχω την τιμή να παρουσιάζω αποτελεί μια μνημειώδη έκδοση και, κατά τη γνώμη μου, την κορωνίδα της προσφοράς του Αντώνη Πλυμάκη. Κι αυτό όχι ασφαλώς μόνο λόγω μεγέθους: 638 σελίδες ή αλλιώς όγκος κειμένου 2.161 Kilobytes στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και, βέβαια, 700 κατάλληλων φωτογραφιών, που το ζωντανεύουν και το αισθητοποιούν. Το βιβλίο αυτό ήρθε να καλύψει ένα ουσιαστικό κενό στη βιβλιογραφία, τη σχετική με τον ελληνικό και ιδιαίτερα με τον κρητικό κτηνοτροφικό πολιτισμό. Οι μέχρι σήμερα εργασίες του Στέφανου Ξανθουδίδη, του Γιάννη Μαυρακάκη και οι μικρότερες των Μιχαήλ Δέφνερ, του Γιώργου Ψυχουντάκη, του Ανδρέα Πατεράκη και του Κανάκη Γερωνυμάκη αναφέρονταν σε επιμέρους τομείς της κρητικής ποιμενικής ζωής. Ο Αντώνης Πλυμάκης από την πλευρά του επεχείρησε μια συνολική της παρουσίαση, ως έκφανσης του κρητικού πολιτισμού, και ήρθε να εκπροσωπήσει την Κρήτη και να πάρει ισότιμα μέρος δίπλα στον Δημήτριο Λουκόπουλο, που μελέτησε την κτηνοτροφία της Ρούμελης, τον Νικόλαο Δημητρίου, που μελέτησε την κτηνοτροφία της Σάμου και τον Αντώνιο Σοφό, που μελέτησε την κτηνοτροφία της Κάσου. Κι ακόμα δίπλα στους Ζευγώλη για τη Νάξο, Ηλιόπουλο για την Ηλεία, Τόσκα για τα Άγραφα, Καραναστάση για την Κω, Κωστάκη για την Τσακωνιά, Χατζηιωάννου για την Κύπρο, και Μιχαηλίδη-Νουάρο για την Κάρπαθο.
Η σεμνότητα του συγγραφέα δεν θα με αποτρέψει από το να τολμήσω να δηλώσω ότι όλους τους παραπάνω κατόρθωσε να τους ξεπεράσει στο έργο που έφερε σε πέρας. Κι αυτό γιατί, πατώντας γερά πάνω στις υπάρχουσες μελέτες και ερευνώντας το θέμα του επί σειρά δεκαετιών, ήρθε να το παρουσιάσει απ’ όλες του τις πλευρές, πολυεπίπεδα, συνολικά. Παρά το ότι ο τίτλος του αναφέρεται αποκλειστικά στους κούμους-μιτάτα, ερευνώντας το ξεκίνησε από τον χώρο -τα Λευκά Όρη περισσότερο και λιγότερο τον Ψηλορείτη- και τις ιδιαιτερότητές του. Δεν παρέλειψε να εντοπίσει αντίστοιχες –λιγότερο μεγαλιθικές αυτές– κατασκευές στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα, στην Κάσο, στη Μήλο, στη Νάξο, στην Κάρπαθο, στη Σύρο, στην Κέα, στη Λευκάδα, στην Εύβοια και πιο πέρα, στη Σαρδηνία, στην Κάτω Ιταλία, στην Υεμένη, στη Μεσοποταμία, ακόμη και στο Περού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις κοινός παρονομαστής είναι, βέβαια, ο θόλος.
Ας μου επιτραπεί εδώ μια παρέκβαση. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο αναρωτιόμουν ποια μπορεί να υπήρξαν τα κίνητρα του συγγραφέα για την ανάληψη ενός τόσο μακρόχρονου έργου, που ξεπερνά τον μισό αιώνα. Αποφάνθηκα ότι σίγουρα τέτοιο κίνητρο υπήρξε αναμφισβήτητα η αγάπη και ο σεβασμός του για τις κτηνοτροφικές κοινωνίες, τις οποίες πρόλαβε να ζήσει στις τελευταίες αναλαμπές τους των δεκαετιών του 1950 και 1960. Στις κοινωνίες αυτές ο μελετητής σίγουρα εκτίμησε -αυτό είναι φανερό ιδιαίτερα στις φωτογραφίες- την λιτότητα, την ολιγάρκειά τους και μια σειρά ακόμη χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων την φιλοξενία στους κάθε λογής καταδιωκόμενους, από ανθρώπους και εξουσία. Πιστεύω ότι η εκτίμηση παρόμοιων χαρακτηριστικών δεν θα αρκούσε ως κίνητρο για το τιτάνιο έργο που επιτέλεσε.
Η εστίασή του στον θόλο, στην ουράνια αυτή κατασκευή, νομίζω φανερώνει ένα ακόμη σημαντικό κίνητρο. Η εκτίμησή του στο βιβλίο ότι το σχήμα του, το εκφορικό, δεν εισήχθη από κάποια άλλη περιοχή αλλά από τα αρχαία ήδη χρόνια αντιγράφηκε από την ίδια τη φύση και ιδιαίτερα από τα σπήλαια, μου έλυσε την απορία. Αλήθεια, ποια άλλη ανθρώπινη κατασκευή θα μπορούσε να μοιάζει περισσότερο με τα σπήλαια, για τα οποία η αγάπη του Αντώνη Πλυμάκη είναι δηλωμένη και πολυαποδειγμένη;
Αυτός, πιστεύω, ήταν ένας πρόσθετος λόγος, για τον οποίο εστίασε στα μιτάτα αλλά και στα συν αυτά: αφού τα περιέγραψε, αφού τα εξέτασε ιστορικά, αρχιτεκτονικά, δομικά και γλωσσολογικά, τα τοποθέτησε επάνω στους συγκεκριμένους χώρους που λειτούργησαν.
Εντόπισε περισσότερα από 400 και τα συνέδεσε όχι μόνο με τον τόπο αλλά και με τους ανθρώπους που κατά καιρούς υπήρξαν ιδιοκτήτες ή ένοικοί τους. Κι από εδώ, από τους ανθρώπους, ξεκινούν όλα στο μεγαλειώδες έργο που εξετάζουμε. Από τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον κτηνοτροφικό πολιτισμό, όπως αυτός εκφράστηκε όχι μόνο στα κτίσματα, αλλά και στο λεξιλόγιο, στα εργαλεία, στην τεχνογνωσία, στην ιστορία, στη θρησκευτικότητα και στις δοξασίες. Δεν χρειάζεται να σας κουράσω, σήμερα μπορούμε όλοι να έχουμε πρόσβαση στο βιβλίο, χάρις στην ευγενική χορηγία του Οργανισμού Ανάπτυξης Δυτικής Κρήτης. Με μια απλή καταμέτρηση διαπιστώνουμε ότι ο κρητικές κτηνοτροφικές κοινωνίες διέθεταν ένα εξειδικευμένο λεξιλόγιο 750 περίπου λέξεων, αναφερόμενο αποκλειστικά στο αντικείμενο εργασίας τους. Πόσα, άραγε όχι εξίσου αλλά κατά το ήμισυ ή το τρίτο πλούσια επαγγελματικά λεξιλόγια γνωρίζουμε σήμερα;
Και με την ευκαιρία: ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν για τους γλωσσολόγους, για αμέτρητες μελέτες, τις προϋποθέσεις των οποίων θέτει ο Αντώνης Πλυμάκης με το βιβλίο του. Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν και για μια σειρά ακόμη επιστήμονες, για θρησκειολόγους, για κοινωνικούς ανθρωπολόγους, για αρχαιολόγους, για λαογράφους και τόσους άλλους. Ο συγγραφέας προσφέρει απλόχερα το υλικό του για παραπέρα επεξεργασία, όσο απλόχερα πρόσφερε την αγάπη του στους ανθρώπους της Μαδάρας. Γιατί βίωσε το θέμα του από μέσα και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όντας μέλος του Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων, έφτασε από το 1950 σε κάθε σημείο των Λευκών Ορέων, γνωρίστηκε με τους ανθρώπους της, φιλοξενήθηκε απ’ αυτούς, έγινε «δικός τους» και μπόρεσε έτσι να τους μελετήσει «από μέσα». Όλα αυτά σε εποχές που η κτηνοτροφία λειτουργούσε συμπληρωματικά με τη γεωργία και πριν τη σχετικά πρόσφατη κατάρρευση του συστήματος διαχείρισης των φυσικών πόρων. Παράλληλα, κατόρθωσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της οπτικής του γωνίας, να σταθεί απέναντι στο θέμα του ως ερευνητής και να μην απορροφηθεί από το ενδιαφέρον που παρουσίαζε. Κι αυτό αποτελεί ένα ακόμη προτέρημα, ότι δηλαδή δεν υπέκυψε στη βαρύτητα του λαογραφικού ενδιαφέροντος σε βάρος άλλων τομέων, του οικονομικού, του αρχιτεκτονικού, του ιστορικού, του τοπωνυμικού. Γι’ αυτό και το βιβλίο είναι σίγουρο ότι θα αποδειχτεί εξαιρετικά χρήσιμο στις επιστήμες του περιβάλλοντος, που μπορούν πια σήμερα, μετά την έκδοσή του, να υπολογίσουν με άνεση την φέρουσα ικανότητα του οικοσυστήματος των Λευκών Ορέων, με βάση τον αριθμό των αιγοπροβάτων που συντηρούσε τότε, εκείνον ακριβώς που κατόρθωνε να τους προσδίδει επί πολλούς αιώνες την περιπόθητη σήμερα αειφορία.
Από την δική μας πλευρά, των Κρητικών, πιστεύω ότι με το βιβλίο αυτό οι κτηνοτροφικές κοινωνίες των Λευκών Ορέων και του Ψηλορείτη βρήκαν τον υμνητή τους, όπως είχε γίνει παλιότερα με τον Κώστα Κρυστάλλη, σε άλλη γεωγραφική περιοχή και με άλλο εκεί μέσον, την ποίηση. Αλλά και στην περίπτωση των «Κούμων» του Αντώνη Πλυμάκη, με ποίημα έχουμε να κάνουμε, ποίημα ζωής και ποίημα για την ποιμενική ζωή και για τα ίδια τα κρητικά βουνά, για τα οποία σοφά, όπως πάντα, ο Ειρηναίος Γαλανάκης, είχε προείπει: Κάποτε θα σκάβουν στα μιτάτα για να ανακαλύψουν τον πολιτισμό της Κρήτης, όπως σήμερα για τον μινωικό πολιτισμό. Η ζωή στην Κρήτη κρατήθηκε στα βουνά, όχι στους κάμπους».
Για να κλείσω την, εξ ανάγκης σύντομη παρουσίαση, ας μου επιτραπεί να παραθέσω μερικές επισημάνσεις ενός ανθρώπου επίσης σοφού, του συνταξιούχου φιλόλογου Ρεθεμνιώτη καθηγητή Χρίστου Μακρή, που μου τις ενεχείρισε «αντί χαιρετισμού» για την αποψινή εκδήλωση.
«Δεν πρόκειται για βιβλίο που η ανάγνωσή του ευχαριστεί τον αναγνώστη και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε να θέλει ξανά και ξανά να το διαβάσει, όπως συμβαίνει με όλα τα διάσημα βιβλία της παγκόσμιας πνευματικής παραγωγής. Πρόκειται, ιδιαίτερα για μας τους Κρητικούς, και μάλιστα της κεντροδυτικής Κρήτης, για έργο που «κτήμα ες αεί ξύγκειται», καθώς αποτελεί συγκλονιστική αποκάλυψη ενός ιδιότυπου κόσμου και πολιτισμού, και ως φυσικό και ως ανθρώπινο περιβάλλον, παράπλευρα και παράλληλα στον θαυμαστό μινωικό και τις εφεξής φάσεις του κρητικού πολιτισμού.
Από φυσική–περιβαλλοντική άποψη, μέσα στο πλούσιο και κακοτράχαλο γεωφυσικό του ανάγλυφο, περιλαμβάνει και στοιχεία άλλων ηπείρων, την περίφημη και απροσδόκητη έρημο των Λευκών Ορέων, αλλά και πάγο, για να ανακαλεί την Ανταρκτική. Αυτόν τον κόσμο τον μικρό τον μέγα, κατά τον ποιητή. Από ανθρωπολογική άποψη έζησαν εκεί σκληροτράχηλοι και ακαταδάμαστοι αντρειωμένοι –πρώτοι στο ανάστημα της Ευρώπης μετά τους Μαυροβούνιους- και μαζί με τον φρουριακό χαρακτήρα του χώρου έγιναν –χώρος και άνθρωποι- ορμητήριο των επαναστάσεων και καταφύγιο των καταδιωκομένων από τους αλλεπάλληλους κατακτητές του νησιού, των Γερμανών συμπεριλαμβανομένων.
Σήμερα, δυστυχώς, δεν βλέπει κανείς στα Λευκά Όρη παρά μόνο τα «θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού». Ακόμη και τα άγρια ζώα τα έχουν εγκαταλείψει. Πρέπει ο κόσμος αυτός να ξαναζήσει και μέσα από τα ερείπιά του να ξαναγεννηθεί. Ο Αντώνης Πλυμάκης άνοιξε το δρόμο στην ουσία με το βιβλίο του. Οφείλουμε προς τιμή των προγόνων μας, που δημιούργησαν αυτό τον κόσμο, αλλά εξίσου προς το συμφέρον των νέων και όλων των γενεών που θα ακολουθήσουν, αυτό να πράξουμε κι εμείς, υπακούοντας στον μεγάλο μας συμπατριώτη Καζαντζάκη, που μας παραγγέλλει: «Κάμε ό,τι μπορείς. Κάμε περισσότερο απ’ ότι μπορείς».
Υπακούοντας και στην άλλη του παραγγελία: Η ιερότερη μορφή της θεωρίας (εδώ το βιβλίο του Αντώνη Πλυμάκη) είναι η πράξη (στην περίπτωσή μας η αναβίωση του ποιμενικού βίου και πολιτισμού των Λευκών Ορέων)».
Σας ευχαριστώ, τόσο εσάς για την προσοχή σας, όσο και τον Αντώνη Πλυμάκη για το έργο που μας προσέφερε και, προκαταβολικά, για εκείνο που θα συνεχίσει να μας προσφέρει για πολύ ακόμη χρόνο».
Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά, το βιβλίο εξακολουθεί να αποτελεί τη μοναδική μονογραφία αυτού του επιπέδου στο είδος της και οπωσδήποτε θα συνεχίσει να είναι κλασικό για πολλές δεκαπενταετίες, υμνώντας τον απελθόντα πια κτηνοτροφικό πολιτισμό της Μαδάρας κι ολόκληρης της Κρήτης.