Όσο τα χρόνια περνούν -πόσο γρήγορα περνάνε τ’ άτιμα- ο νους του ανθρώπου γυρίζει σε θύμησες. Θυμάται και όλο θυμάται.
Σε μια καλή παρέα γίνεται κουβέντα για το κρασί, για τις μικρές κρασοταβέρνες και κρασομαγαζάκια των Χανίων, αλλά και για το φημισμένο κρασοκαπηλειό τη “ΒΟΥΛΗ” του Ανιτσάκη.
Και ο Γιώργος θυμάται:
Θυμάμαι, λέει, τον Μπεντή και την Μπεντήνα από τη γειτονιά του Αγίου Ιωάννη. Ήταν ένα ζευγάρι μεσόκοποι. Είχαν παντρευτεί μικροί και οι δύο κόρες που απόκτησαν είχαν παντρευτεί και ζούσαν σε άλλες γειτονιές. Εκείνος δούλευε κηπουρός στον Δήμο και εκείνη δήλωνε “οικιακά”. Περνούσαν καλά· έπιναν και το κρασάκι τους που αγόραζαν από το μπακάλικο του Αγγελογιώργη του Γωνιώτη. Μια μέρα που γύρισε από τη δουλειά ο Μπεντής βρήκε τη γυναίκα του μεθυσμένη. Παραπατούσε και γελούσε, γελούσε και παραπατούσε. Δεν πειράζει είπε ο Μπεντής. Όμως οι μέρες περνούσαν και η Μπεντήνα όλο ήταν μεθυσμένη. Ο Μπεντής για να μη μεθάει, είπε στη γυναίκα του να μην ξαναγοράσει κρασί. Όμως η Μπεντήνα και πάλι ήταν μεθυσμένη. «Λίγο κρασάκι με κέρασε η γειτόνισσα» του ‘λεγε, όταν αυτός της έκανε παρατήρηση.
Όταν πέρασε ο μήνας και πήγε να πληρώσει τον Γωνιώτη, είδε στο πιστωτικό βιβλιαράκι χρεωμένο πολλές φορές το ρύζι. Έξαλλος είπε στον Αγγελογιώργη «Γωνιώτη με κλέβεις! Εγώ όλο τον μήνα δεν έφαγα ρύζι κι εσύ όλο ρύζι χρεώνεις». Ο Γωνιώτης ήρεμα -ήταν και από φυσικού του ήρεμος- γυρίζει και του λέει: «Μπεντή, δεν σε κλέβω! Η γυναίκα σου έπαιρνε κρασί και μου ‘λεγε να το γράφω ρύζι». Η ιστορία έγινε γνωστή και από τότε λέγανε:
«Στον Αη Γιάννη στο βουνό
ένα θεριό σφυρίζει,
δωσ’ μου Γωνιώτη μου κρασί
και γράψε το για ρύζι».
Εγώ θυμάμαι, πήρε τον λόγο ο Βαγγέλης, τα μικρά κρασομαγαζάκια, τη Ρέμβη και του Πατηνιώτη, όπου με ένα κομματάκι ρέγγα ή μισή σαρδέλα για μεζέ, έπινες μια κούπα (νεροπότηρο) κρασί.
Ακόμη θυμάμαι, συνέχισε, το ταβερνάκι του Μπολανικολή στην Ηγουμένου Γαβριήλ είχε πάντα καλό κρασί και γνήσιους σπιτίσιους μεζέδες. Για το ταβερνάκι του Μπολάνη λέγανε:
«Στου Μπολάνη την ταβέρνα
πάνε πρόσωπα μοντέρνα
πάει και ο Γεωργαρής
για να πιει να δροσιστεί
πάει και η Γεωργαρίνα
για να πιει καμιά ρετσίνα».
Ακόμη θυμάμαι τον Πετρή, έναν μικρόσωμο Μικρασιάτη πρόσφυγα που είχε μποστάνι με κηπευτικά κοντά στις Μουρνιές. Έφερνε μ’ έναν γάιδαρο τα κηπευτικά του στον χονδρέμπορο στην Αγορά. Για να περάσει η ώρα και να γυρίσει στο μποστάνι του, έπινε το κρασάκι του στα ταβερνάκια. Στο τέλος, μεθυσμένος, έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού.
Πολλές φορές από το μεθύσι έπεφτε σε κανένα χαντάκι. Τον βρίσκανε όταν δεν γύριζε σπίτι κοντά στον γάιδαρο του που στεκόταν ακίνητος, πάνω από τον Πετρή. Λεγόταν πως τραγουδούσε υπέροχους νοσταλγικούς αμανέδες για τη χαμένη πατρίδα του τη Μικρασία.
Ξαναπήρε, όμως, τον λόγο ο Γιώργος και είπε «Εγώ θυμάμαι το κρασοκαπηλειό του Ανιτσάκη, τη “ΒΟΥΛΗ”». Η “Βουλή” ήταν ένα ευρύχωρο μαγαζί στη Χατζημιχάλη Γιάνναρη. Είχε πολλά μεγάλα βαρέλια κρασί και ένα βαρέλι ρετσίνα. Δύο αδέρφια, ο Χρήστος και ο Μάρκος, το δούλευαν. Ο Μάρκος στην κουζίνα και ο Χρήστος στην περιποίηση των πελατών. Για χρόνια μοναδικοί συνοδοί του κρασιού ήταν ο τηγανητός μπακαλιάρος και οι τηγανητές πατάτες. Τίποτε άλλο. Έπινες το κρασί που διάλεγες -έλεγες τον αριθμό του βαρελιού- σε μπακιρένια κανατάκια που έβαζαν 50 δραχμές (περίπου 150 γραμ.) κρασί. Ποτήρια δεν υπήρχαν. Για μπίρα ούτε λόγος, γιατί ευγενικά ο Χρήστος σου έδειχνε την έξοδο. Μετά από χρόνια η “Βουλή” έγινε οινομαγειρείο, αλλά και πάλι ο τηγανητός μπακαλιάρος του Μάρκου είχε την τιμητική του.
Η “Βουλή” ήταν ανδροκρατούμενη.
Για πρώτη φορά γυναίκα στη “Βουλή” μπήκε η Φωφώ, γυναίκα του Κανάκη Φρ. Ο Κανάκης, η Φωφώ, ο Λυκούργος Β. (από τη Χίο), ο Νίκος Στρ. και ο Μίμης Μαυρ. ήταν μια παρέα που πήγαιναν τακτικά στη “Βουλή”. Ήταν φαγάδες και δυνατοί πότες. Ποτέ όμως μεθυσμένοι. Έπιναν από το βαρέλι που είχε αριθμό 20. Ο Μίμης Μαυρ. είχε πολύ όμορφη φωνή και ο Χρήστος τον άφηνε με τη μελωδική φωνή του να τραγουδάει χορωδιακά τραγούδια (από αφήγηση του Μίμη Μαυρ. στον γράφοντα).
Τους εσωτερικούς τοίχους στη “Βουλή” κοσμούσαν δύο επιγραφές. Η μία έγραφε:
«Πίνετε, ομιλείτε, αλλά μη θορυβείτε και διαταράσσετε τις συνεδριάσεις των βαρελοφρόνων».
Και η άλλη «Του Ανιτσάκη στη “Βουλή” τον Μαρουβά όποιος πίνει δεν έχει ανάγκη Βορονόφ και τη Νοβοκαΐνη».
Δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν γραμμένα ακριβώς έτσι, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια. Η “Βουλή” στο τέλος της δεκαετίας του 1960 έγινε από κρασοταβέρνα “ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΙΟ Η ΒΟΥΛΗ” κι έκλεισε κάποια χρόνια αργότερα.