Είναι γεγονός ότι το κράτος είναι εκείνο που επεµβαίνει για να υπάρξει µία δίκαιη κοινωνία και να διασφαλισθεί η οµαλότητα της κοινωνικής ζωής.
Στα µεταπολεµικά χρόνια, τα αστικά καθεστώτα ακολούθησαν ένα κοινωνικό και οικονοµικό µοντέλο: της κεϋνσιανής συναίνεσης. Θεµελιώδης σκοπός αυτής της συναίνεσης των “εταίρων”, δηλαδή της εργασίας και του κεφαλαίου, ήταν η αποφυγή καταστάσεων µακροοικονοµικής ανισορροπίας όπως η φτώχεια και η ανεργία, και η άρση των δυσκολιών που επιφέρει η ανεξέλεγκτη λειτουργία της ιδιωτικής οικονοµίας στην οµαλότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτό το µοντέλο λειτούργησε κυρίως µέχρι την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισµού. Μετά απ’ αυτό το ιστορικό γεγονός τα αστικά καθεστώτα ακολούθησαν τον δρόµο του άκρατου νεοφιλελευθερισµού. Τα πάντα παραχωρήθηκαν στην ιδιωτική οικονοµία και ο κρατικός παρεµβατισµός που αποτελούσε τον µοχλό για τη λειτουργία ενός κοινωνικού κράτους και την προστασία των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων, παραµερίστηκε. Λες και τα αστικά καθεστώτα περίµεναν την ευκαιρία για να τα δώσουν όλα στην ιδιωτική οικονοµία.
Η κοινωνική πολιτική δεν ασκείται µε επιδοµατική πολιτική, αλλά µε τη λειτουργία των θεσµών της. Με το παραπλανητικό επιχείρηµα ότι το κράτος είναι σπάταλο και αντιπαραγωγικό, δεν έµεινε τίποτα στο κράτος. Λες και το κράτος ασκούσε πολιτική “επιχειρηµατία”. Βέβαια το αντίπαλο δέος είχε καταρρεύσει και εµφανίσθηκαν οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισµού καπιταλισµού σαν “δικαιωµένοι” και βρήκαν… παπά για να θάψουν!
Αυτή όµως η κοινωνική και οικονοµική πολιτική πολλαπλασίασε τα κοινωνικά προβλήµατα στην Ευρώπη. Απόρροια αυτής της πολιτικής είναι το πανίσχυρο ακροδεξιό ρεύµα στις χώρες της Ευρώπης. Είναι γνωστό από την Ιστορία ότι τα ακροδεξιά κινήµατα, τα εκτρέφουν τα κοινωνικά προβλήµατα. Μακάρι να προβληµατισθούν τώρα οι νεοφιλελεύθεροι που κυβερνούν την Ευρώπη, ότι το κράτος δεν µπορεί να αποτελεί έναν ξένο οργανισµό προς την κοινωνική ζωή, η οποία στροβιλίζεται γύρω του. Το κράτος δεν πρέπει να αρκείται στην αυτοσυντήρησή του και στη διασφάλιση µόνο της έννοµης τάξης. Το κράτος πρέπει να αφήνει να εισέρχεται ο κοινωνικός σκοπός στην πολιτειακή του έννοια. Σήµερα το καπιταλιστικό σύστηµα έχει δύο κοινωνίες. Την πολιτική και την οικονοµική κοινωνία. Αυτές αποτελούν δυο κόσµους αλληλοσχετιζόµενους και αλληλοσυγκρουόµενους. Η ισορροπία αυτών των δύο κόσµων αποκαθίσταται µόνο µε ένα σύγχρονο κράτος, που θα διέπεται από τη νοµική ισοδυναµία των πολιτών. Η πολιτική κοινωνία µπορεί να είναι ένα καθολικό περιβάλλον. ∆εν συµβαίνει όµως το ίδιο και για την οικονοµική κοινωνία. Αυτή δεν είναι προσιτή για όλους. Η ισχυρή οικονοµική τάξη συνεχώς ωθεί τις προσπάθειές της στην απορρόφηση της κρατικής ιδέας. Το κράτος πρέπει να αµύνεται ακατάπαυστα µε τον παρεµβατισµό του, για να υπάρξει καθολική επιβίωση της κοινωνίας.
ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Είναι γεγονός ότι ο κρατικός παρεµβατισµός στην οικονοµία έχει διασώσει την ύπαρξη του αστικού καθεστώτος, ιδιαίτερα στα χρόνια της παντοδυναµίας του υπαρκτού σοσιαλισµού.
Κάτι τέτοιο όµως δεν σηµαίνει ότι είναι “αθάνατο”. Πάντοτε θα υποβόσκει το ενδεχόµενο ανατροπής του, όσο τα κοινωνικά προβλήµατα δεν βρίσκουν λύση, αλλά συνεχώς οξύνονται. Η σφριγηλότητα της κοινωνικής και οικονοµικής τάξης αδυνατίζει όσο ο Λαός αντιµετωπίζει οικονοµικά προβλήµατα.
Αφού λοιπόν γνωρίζουν οι θιασώτες του ακραίου νεοφιλελευθερισµού ότι το µικρό σύστηµα στην οικονοµία διέσωσε τα αστικά καθεστώτα, γιατί µοναδικός τους στόχος είναι η ιδιωτικοποίηση της οικονοµίας;
Γιατί δεν θέλουν το κράτος;
Και όµως το κράτος βοήθησε την ευχερέστερη άνοδο για την απόκτηση αγαθών και την εξασφάλιση προσόδου στον εργαζόµενο. Το κράτος διευκόλυνε τη διάχυση προς τους πολλούς των κινητών αξιών.
Το κράτος ανύψωσε την εργασία σε προνοµιακή αξία, αφού θέλησε να αποµακρύνει τις επιδράσεις του νόµου της προσφοράς και της ζήτησης, εφόσον αυτές στρέφονται κατά των οικονοµικά ασθενέστερων.
Το κράτος ανήγαγε σε πραγµατικό ιδιοκτήτη τον ακτήµονα. ∆ιένειµε τη δηµόσια γη στους καλλιεργητές της και την ιδιωτική στους γεωργούς.
Το κράτος ανύψωσε την αξία της εργασίας, για να µη θεωρείται η εργασία σαν εµπόρευµα ή αντικείµενο εµπορίας.
Το κράτος νοµοθέτησε τα δικαιώµατα των ασθενέστερων και έδωσε στον οικονοµικά ασθενή την ευχέρεια να µην εξαρτάται ούτε από το έλεος ούτε από τον καταναγκασµό του ισχυρού. Το κράτος έδωσε δωρεάν παιδεία και υγεία, µικραίνοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Το κράτος εξισορροπεί τις αντιθέσεις µεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Το κράτος είναι εκείνο που µετρίασε την υπεροπτική φύση της κατοχής κεφαλαίου και ελάττωσε τον βαθµό της παραδοχής ότι το κεφάλαιο αποτελεί «κατάρα της κοινωνίας». Μόνο το κράτος µπορεί να εξισορροπήσει τις κοινωνικές αντιθέσεις.
Αυτό λοιπόν το κράτος θέλουν να “ξηλώσουν” οι νεοφιλελεύθεροι της Ευρώπης;
Ο πολίτης λοιπόν χρειάζεται την προστασία του κράτους.
∆εν µπορεί µόνος του να παλέψει τη ζούγκλα της ελεύθερης αγοράς και είναι υποκρισία το αστικό κράτος να τον αναγνωρίζει µόνο σαν πολίτη. Καµιά ιδιωτική οικονοµία δεν µπορεί να δώσει στον οικονοµικά ανήµπορο παιδεία, υγεία, στέγη, ασφάλιση, πρόνοια, προστασία της εργασίας! Μόνο το κράτος µπορεί να συντοµεύσει την απόσταση των κοινωνικών βαθµίδων και µε την κοινωνική πολιτική του να εξασφαλίσει γαλήνη και πρόοδο.
Οι Λαοί αναζητούν τη βαθµιαία αναγωγή του κοινωνικού συνόλου προς την ευηµερία, χωρίς να καθυστερεί καµιά ζωή, χωρίς να στερείται κανένα άτοµο τη συµµετοχή στον πολιτισµό. Χωρίς κοινωνικό κράτος κανένα καθεστώς δεν µπορεί να επιβιώσει.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ
Στην συζήτηση για το Σύνταγµα της χώρας στη Βουλή το 1975 είχε προταθεί στο σχέδιο του Συντάγµατος από την κυβέρνηση, η δηµιουργία ενός συµβουλίου κοινωνικού και οικονοµικού προγραµµατισµού. Βέβαια στο τέλος το απέσυρε, αλλά θα ήταν ένας σηµαντικός θεσµός αν ψηφιζόταν. Θα ήταν ένας χρήσιµος θεσµός για να γνωρίζει η κυβέρνηση και η Βουλή την υπεύθυνη γνώµη των εκπροσώπων των τάξεων, επάνω στο πρόγραµµα της κυβέρνησης. Αυτό το όργανο θα είχε συµβουλευτικό και γνωµοδοτικό χαρακτήρα. Θα αποτελείτο από εκπροσώπους συνδικαλιστικών, αγροτικών, επιστηµονικών και εργοδοτικών οργανώσεων. Θα υπήρχε µια συνεννόηση µεταξύ των παραγωγικών τάξεων, όταν θα υπήρχαν διαφωνίες και ανταγωνιστικές διαφορές µεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Αυτό το όργανο θα συνέβαλε στην αρµονική εξέλιξη της κοινωνίας και οι εκπρόσωποι των τάξεων θα είχαν επίγνωση ότι οι προτάσεις τους µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο κυβερνητικών αποφάσεων. Σε εκείνη τη συζήτηση στη Βουλή συµµετείχα και υπέβαλα την πρόταση, αυτό το συµβουλευτικό όργανο να µετατραπεί σε οικονοµικό κοινοβούλιο. Είναι γνωστό ότι πάντοτε το οικονοµικό κίνητρο είναι το ισχυρότερο για την ανθρώπινη δραστηριότητα και η κοινωνική θέση των οικονοµικών στοιχείων είναι αυτή που προσδιορίζει την µορφή και εξέλιξη της πολιτικής κοινωνίας. Το κράτος λοιπόν θα πρέπει να χρωµατιστεί και µε τον χαρακτήρα της οικονοµικής κοινωνίας.
Ο σηµερινός πολιτειακός οργανισµός βασίζεται στην αρχή της πολιτικής αντιπροσωπείας και σε ορισµένου τύπου σύµπλεγµα διοικητικών οργάνων. Οι επεξεργασίες του παρελθόντος παρέδωσαν στο κράτος τη βάση της άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας διά του πολιτικού κοινοβουλίου. Όµως η καθολική ψήφος και το πολιτικό κοινοβούλιο θεωρούνται ανεπαρκής µηχανισµός για να ικανοποιήσει την αξίωση της προαγωγής του οικονοµικού συµφέροντος των κοινωνικών τάξεων. Τα ισχυρά οικονοµικά συµφέροντα έχουν διεισδύσει µέσα στο πολιτικό σύστηµα και έχουν φαλκιδεύσει την ανεµπόδιστη λειτουργία του πολιτικού κοινοβουλίου. Ο πολίτης πιστεύει ότι µε την ψήφο του ασκεί κυριαρχία, όµως καταλείπει κατ’ ουσία την υποτιθέµενη “εξουσία” του σ’ αυτούς που επηρεάζουν τους όρους της λειτουργίας του πολιτικού συστήµατος. Και αυτοί είναι οι σφετεριστές ή οι “νταβατζήδες”, όπως τους ονόµασε ο Καραµανλής!
Μπορεί το 1975 να µην είχαν ωριµάσει οι πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για τη συνταγµατική θεσµοθέτηση της λειτουργίας αυτού του οργάνου και γι’ αυτό τον λόγο είχε δηµιουργηθεί διχοστασία στο κυβερνητικό κόµµα και αναγκάσθηκε να το αποσύρει, σήµερα όµως είναι αναγκαίο, γιατί αποδυναµώθηκε το πολιτικό κοινοβούλιο εξαιτίας της διαπλοκής. Ας µην ξεχνούµε ότι οι µισοί Έλληνες ψηφίζουν, ενώ το 1964 η συµµετοχή έφθασε στο 82%! Ένα γεγονός που πρέπει να προβληµατίσει το πολιτικό σύστηµα και να προχωρήσει σε δοµικές αλλαγές της λειτουργίας του κοινοβουλευτισµού.
Ανέφερα λοιπόν στη Βουλή τα παρακάτω (πρακτικά Βουλής, 17/4/75): «Οι επεξεργασίες του παρελθόντος αιώνα παρέδωσαν στο σύγχρονο κράτος τη βάση άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας διά του πολιτικού κοινοβουλίου. Η καθολική ψήφος και το πολιτικό κοινοβούλιο θεωρήθηκαν µηχανισµοί ανεπαρκείς για να ικανοποιήσει την αξίωση της προαγωγής του οικονοµικού συµφέροντος των τάξεων. Εάν η πολιτική κοινωνία ενσαρκώνεται στους καθιερωµένους πολιτειακούς θεσµούς, δεν δικαιούται και η οικονοµική κοινωνία να ΄χει τους δικούς της; Όχι µόνο πολιτική εκπροσώπηση, αλλά και οικονοµική. Επιθυµούµε τη συνταγµατική καθιέρωση ενός συµβουλίου µε σαφή συµβουλευτικό χαρακτήρα προς τη Βουλή. ∆εν θα µειωθεί το κύρος της Βουλής µε ένα τέτοιο άνοιγµα προς τον Λαό. ∆εν θα χάσει το κύρος του το Κοινοβούλιο, όταν πέραν της λειτουργίας του πολιτικού κοινοβουλίου, λειτουργεί και το οικονοµικό Κοινοβούλιο, για να µπορούν οι επαγγελµατικές τάξεις να φέρνουν τα αιτήµατά τους στην επιφάνεια και να µπορούν να µάχονται για την επίλυσή τους».
Το 1975 λοιπόν, γινόταν συζήτηση για το άνοιγµα της λαϊκής κυριαρχίας. Πόσο µάλλον σήµερα! Ένα τέτοιο λοιπόν Κοινοβούλιο για τον οικονοµικό και κοινωνικό προγραµµατισµό της χώρας µε συµβουλευτικό και γνωµοδοτικό χαρακτήρα προς τη Βουλή, όταν είναι αναγνωρισµένο από το ∆ίκαιο και περιβάλλεται µε την ιδιότητα των δηµοσίων οργανισµών, µπορεί η λειτουργία του να είναι επωφελής για την ισχυροποίηση της λαϊκής κυριαρχίας και της συµµετοχικής ∆ηµοκρατίας. Όπως για παράδειγµα ασκούν επιρροή τα Επιµελητήρια, τα Επαγγελµατικά ∆ικαστήρια, τα Συµβούλια των ∆ηµοσίων υπηρεσιών, η Αρχή Προστασίας του Πολίτη και της Επικοινωνίας, κ.λπ.
Το πολιτικό Κοινοβούλιο δεν θα αποδυναµωθεί µε την ταυτόχρονη λειτουργία ενός οικονοµικού Κοινοβουλίου. Όπως δεν αποδυναµώθηκε όταν λειτουργούσε η Γερουσία (1924-1935), παρόλο που είχε αρµοδιότητες, όπως να εκλέγει µαζί µε τη Βουλή τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, να αναθεωρεί το Σύνταγµα και να εκδικάζει τα αδικήµατα των υπουργών. Υπήρχε όµως υπεροχή της Βουλής. Κάθε εποχή έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Πολιτικές και κοινωνικές. Ο θεσµός της Γερουσίας λειτούργησε για να προστατευτεί ακόµη περισσότερο η Αβασίλευτη ∆ηµοκρατία. Άντεξε για 11 χρόνια!
Σήµερα, τα οικονοµικά συµφέροντα έχουν εισχωρήσει βαθιά µέσα στο πολιτικό σύστηµα και απαιτούνται νέοι θεσµοί για τη σωστή και αδιάβλητη λειτουργία της ∆ηµοκρατίας. Όπως πορεύεται το πολιτικό σύστηµα δεν “συγκινεί” τους Έλληνες. Γνωρίζουν οι Έλληνες ότι η οικονοµία έχει υπερακοντίσει την πολιτική. Θα ήταν λοιπόν επωφελές για την ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας και για την παρεµπόδιση της διαπλοκής, να ορθωθεί ένας τέτοιος δηµοκρατικός θεσµός. Πρέπει να αναδηµιουργηθεί το πολιτικό σύστηµα για να προωθήσει την αξίωση του σηµερινού ανθρώπου, που ικετεύει για ευηµερία και προκοπή. Για να ξανάρθει ο Λαός προς τη ∆ηµοκρατία. Όταν η οικονοµία έχει ξεπεράσει την πολιτική, όταν η πολιτική τρέχει πίσω από την οικονοµία, όταν η οικονοµία έχει αλώσει το κράτος, η λειτουργία ενός οικονοµικού κοινοβουλίου µπορεί να αποτελέσει τον µοχλό απεγκλωβισµού του κράτους και του πολιτικού κοινοβουλίου από τις σιαγόνες της οικονοµίας των συµφερόντων.
*Ο Βασίλης Πεντάρης είναι π. Βουλευτής Χανίων