H ξυλόσομπα σιγόκαιγε από νωρίς, ένα ψιλόβροχο έξω απ’ το καφασωτό παράθυρο της κουζίνας πότιζε τα καλντερίμια, κι ένα αεράκι που ορμούσε μέσα κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα, έφερνε στον χώρο τις ευωδιές της βρεγμένης γης των παππούδων μας, και μας θύμιζε πόσο ευνοημένοι και τυχεροί ήμασταν που ζούσαμε σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Στο φιλόξενο, ψηλοτάβανο σπίτι μας είχαν πέσει απ’ ώρα οι ίσκιοι της νύχτας, μα η μεγάλη λάμπα στη μέση του τραπεζιού αρκούσε για να φωτίζει τα χαμογελαστά πρόσωπα από κάτω!
Μ’ είχαν ανεβάσει στην καρέκλα κι από εκεί ψηλά κοιτούσα μ’ αγωνία ολόγυρα.
Θα τα κατάφερνα άραγε;
Τελευταία πρόβα μπρος σε θείες, θείους και ξαδέλφια, πριν τη μεγάλη μέρα! 25ή Μαρτίου του 1963, θα ξημέρωνε σε λίγες ώρες, και το ποίημα που θα έλεγα στη γιορτή του σχολείου ήταν «Το κρυφό σχολειό» του Ιωάννη Πολέμη!
Το ’χα πάρει στα χέρια μου απ’ την προηγούμενη εβδομάδα, καθαρογραμμένο σ’ ένα φύλλο τετραδίου, το είχαμε διαβάσει στην τάξη, είχα ακούσει προσεκτικά κι είχα μάθει «απ’ έξω κι ανακατωτά» όλες τις οδηγίες που μου έδωσε η καλή δασκάλα μας. Πώς να στέκομαι, πώς να κινώ τα χέρια, πού να τραβήξω τη φωνή, πού να την υψώσω, πού να τη χαμηλώσω…
Δύσκολο το ποίημα, βαρύ το φορτίο, αλλά είχα μπόλικες μέρες στη διάθεσή μου να το μελετώ και να το επαναλαμβάνω, μέχρι να μάθω να το λέω μ’ έμφαση και δυνατή φωνή.
Πράγμα που έγινε! Και να ’μαι τώρα ψηλά στην καρέκλα…
Έριξα μια ματιά κάτω, ενθαρρυντικό το βλέμμα της μαμάς, αποφασιστικό του πατέρα, η οικογένεια όλη να περιμένει και ν’ αδημονεί…
Παίρνω φόρα και ξεκινώ: «Απ’ έξω μαυροφόρ’ απελπισιά,/ πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι,/ και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά,/ στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ/ την όψη του σχολειού,/ το φοβισμένο φως του καντηλιού/ τρεμάμενο τ’ ονείρατα αναδεύει,/ και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει…».
Ω, πόσο μου άρεσε αυτή η πρώτη στροφή!
Πόσο με μάγευε ο λόγος της, και πόσο καλά είχα μάθει να την απαγγέλω, μα η λέξη «σκλαβόπουλα» πολύ με στεναχωρούσε!
Πώς ν’ αρέσει η σκλαβιά σ’ ένα εννιάχρονο, ευτυχισμένο κι ελεύθερο παιδί, που παίζει, γελά και χαίρεται τις ομορφιές του τόπου του; Που μαθαίνει γράμματα σε σχολείο κανονικό, με τα θρανία του, τους μαυροπίνακες, τους χάρτες και τους Ήρωές του 1821 ολόγυρα, να το κοιτούν από ψηλά και να του θυμίζουν τις ηρωικές τους πράξεις;
Πόσο τα λυπόμουν εκείνα τα παιδάκια, τα καημένα που τους στερούσαν τη γνώση, τη μόρφωση, ως και τη γλώσσα τους ακόμα! Κι αναγκαζόταν κρυφά τα βράδια να μαζεύονται στην εκκλησία, για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν!
Όμως για σκέψου πόσο γενναία κι αποφασισμένα ήταν!
Παίρνω θάρρος και συνεχίζω με σταθερή φωνή τη δεύτερη στροφή «…Εκεί καταδιωγμένη κατοικεί/ του σκλάβου η αλυσόδετη πατρίδα,/ βραχνά ο παπάς, ο δάσκαλος εκεί/ θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα/ με λόγια μαγικά,/ εκεί η ψυχή πικρότερο αγροικά/ τον πόνο της σκλαβιάς της εκεί βλέπει/ τι έχασε, τι είχε, τι της πρέπει…».
Ετούτο εδώ το κομμάτι ήταν το πιο θλιβερό κι η λέξη «αποσταμένη ελπίδα» με μπέρδευε πραγματικά. «Αποσταμένη» είχε πει ο πατέρας «είναι η… κουρασμένη!» «Η ελπίδα που έχει χάσει την ελπίδα της…», εξήγησε η μαμά κι εγώ να μην μπορώ να καταλάβω πως μπορεί η ελπίδα να μην έχει ελπίδα! Αλλά βέβαια υπήρχε πιο πριν η λέξη «θεριεύει» που έβαζε τα πράγματα στη θέση τους…
Και φτάνω στην τρίτη και τέταρτη στροφή που ήταν ακόμα πιο δύσκολες, μα οι θείοι περίμεναν το καλύτερο από μένα και δεν έπρεπε να τους απογοητεύσω. Έβαλα, λοιπόν, τα δυνατά μου και συνέχισα: «…Κι απ’ την εικόνα του Χριστού ψηλά/ που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,/ και ρίχνει και συντρίβει και κυλά/ στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων,/ κι από τη σιγαλιά,/ που δένει στο λαιμό πνιγμού θηλιά/ κι απ’ των προγόνων τ’ άφθαρτα βιβλία/ που δείχνουν τα πανάρχαια μεγαλεία…». Αυτά τα μεγαλεία τα γνώριζα κι εγώ! Τα είχα μπροστά μου κάθε φορά που κατηφόριζα στην πεδιάδα και χανόμουν με τις ώρες στα υπολείμματα του αρχαίου ναού της περιοχής μας, με την επιβλητική, μοναδική κολώνα του να ξεχωρίζει από μακριά ανάμεσα στ’ αμπέλια και στα καπνοχώραφα. Απ’ αυτά τα μεγαλεία λέει ο ποιητής «…ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς,/ σαν μελωδίες ενός κόσμου άλλου,/ κι ανατριχιάζει ακούγοντας καθείς/ προφητικά τα λόγια του δασκάλου/ με μια φωνή βαριά./ «Μην σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά/ σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι/ της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».
Τούτα εδώ τα τελευταία λόγια τα είπα αργά, μ’ έμφαση, χωρίς να κομπιάσω, χωρίς να ξεχάσω ούτε συλλαβή, χειροκρότησαν ενθουσιασμένοι οι θείοι, οι θείες και τα ξαδέλφια, γέλασε ανακουφισμένη η μαμά, είπε ένα δυνατό «Εύγε!!» ο πατέρας που δύσκολα επαινούσε…
Την επόμενη, όρθια στη σκηνή, πανέτοιμη και καλοδιάθετη, παρουσία δασκάλων, συμμαθητών κι όλων των χωριανών μας το ’πα το ποίημά μου τ’ αγαπημένο, εξίσου καλά…
Ακόμα που και που, το λέω μέσα μου…
Με τον ίδιο ενθουσιασμό πάντα!
Κι ας έχουν περάσει 50 ολόκληρα χρόνια, κι ας μας έχει βρει μια διαφορετική σκλαβιά, πιο ύπουλη και πιο δύσκολη στο να την πολεμήσεις…
«Μην σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά, σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει!» είχε πει ο σοφός ποιητής, τον πίστεψα τότε, κι ακόμα τον πιστεύω…
“Ωστόσο, οι πηγές για τη μελέτη της Επανάστασης του ‘21 είναι αρκετά διαφωτιστικές για την Αγία Λαύρα και το κρυφό σχολειό. Ετσι, εύκολα διαπιστώνουμε ότι για την Αγία Λαύρα και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό κανένα δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο της εποχής δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε παρόμοιο γεγονός, ούτε καν ο ίδιος ο Π.Π. Γερμανός στα Απομνημονεύματά του, στα οποία εξιστορεί με λεπτομέρειες τα πάντα, αλλά δεν λέει τίποτε για την Αγία Λαύρα.”
πηγή: ΕΦΣΥΝ http://www.efsyn.gr/?p=184553