Ο Χάρος και οι Γράδες
Μιά φορά ήρθενε ο Χάρος σ’ ενα τόπο. Ως τ’ ακούσανε οι γράδες έπιάσαν τσοι καρφίχταις[1], λουζοχτενίζονταν και φτιάχνανε τσι χωρίστρες των. Αρχίσανε γιαμιάς[2] το χορό .
Περνά ο Χάρος καβαλάρης, στο μπεγίρι[3] του και τσι ρωτά:
“Κεράδες μου είδετε ποθές γράδες[4];”
“Όϊ,δεν είδαμε ποθές κιαμιά!”
“Κερά μου, σαν είσαι κοπελιά, γιάντα φαφουτίζεις[5] και με λαντουρίζεις[6] με τα σάλια απού πιτυλάς[7];»
“Έκοβα κλαδιά χαμομηλές κι εβγήκανε μου τ’ αντόντια και δε μιλώ καθάρια[8]!”
“Μα θωρώ και καμπουρίζεις κιόλας!”
“Καμπούρα ήτονε η μάνα μου και καμπούρης ο αφέντης μου!”
“Και οι ψαράδες, ίντα γυρεύγουνε σ’ τη κεφαλή σου;”
“Μυλωνάς είναι ο άντρα μου και κουβαλεί πασπάλες[9]!”
“Σώπαινε γρά τα ψώματα μη βγάλω τη μαχαίρα μου και σου κόψω το λαιμό!”
“Χάρο μου δε με λυπάσαι, πού ’μαι ακόμη κοπελοπούλα. Δε θωρείς απού φορώ και χάντρες. Eχω ορπίδες[10] σ’ θεό να πάρω κι άλλους άντρες!”
Εκειά απού κουβεδιάζανε ακούνε μια φωνή:
“Κεράδες απού χορεύγετε, ήρθε ένα καράβι γεμάτο άντρες!”
Τ’ ακούνενε οι γράδες και σπούνε[11] οθέν το λιμάνι. Μιά γρέ, απού ‘τονε πλια κακά και δεν εμπόριε να γλακά φωνιάζει τω μπροστινώ:
“Α δε μπροφτάξω να ‘ρθω,κρατήξετε μου δυό. Τον ένα για αγκαλιά και τον άλλο γι αγγαρειά[12]!”.
[1] Καθρέπτες.
[2] Αμέσως.
[3] Αρσενικό άλογο.
[4] Γριές.
[5] Ομιλείς σαν φαφούτα.
[6] Καταβρέχεις.
[7] Φεύγουν από το στόμα.
[8] Καθαρά.
[9] Σκόνες .
[10] Ελπίδες.
[11] Τρέχουν.
Συγχαρητήρια!!!Μας θυμήσατε μια άλλη Κρήτη των παιδικών μας χρόνων,βαθειά ριζωμένη στις καρδιές μας ,στις αισθήσεις και αναμνήσεις μας ……