Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024

Κρήτες στην Άλωση της Πόλης

Σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης, στην νευραλγική θέση του Βοσπόρου, η Κωνσταντίνου Πόλις είχε ιδρυθεί ως το κέντρο μιας νέας αυτοκρατορίας από τον πρώτο Ορθόδοξο Χριστιανό Αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο το 325 μ.Χ. στη θέση μιας παλαιότερης πόλης, του Βυζαντίου. H Κωνσταντινούπολη έγινε η πρωτεύουσα της Ανατολικής, Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για μια περίπου χιλιετία, από το 450 μέχρι το 1453.

Στο θρόνο της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου έχει ανέβει το 1449 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο 11ος, ο Δράγασης, γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ του Β΄, γεννημένος το 1405 και προικισμένος με σπάνια προτερήματα κι ικανότητες εξαίρετες. Οι συγκρούσεις του Ελληνισμού με το φανατισμένο Ισλάμ είναι πολλές. Οι Τούρκοι διεκδικούν μερίδιο στη χάραξη της πορείας του κόσμου. Το εμπόδιο είναι μπροστά τους – η Θεοφύλακτη Βασιλεύουσα.
Στο κάλεσμα του διορατικού και ρεαλιστή Κωνσταντίνου, η Κρήτη προστρέχει αμέσως. Σύμφωνα με χειρόγραφο, γραμμένο αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης – διά χειρός Καλλινίκου μοναχού – από τον Κρητικό Καπετάν Κάρχα ή Γραμματικό, διασωθέντα από την φοβερή σύγκρουση στην Πόλη, και το οποίο βρέθηκε μόλις το 1919 από τον Ιωάννη Α. Κόντο στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Ορους: Την 15ην μηνός Μαρτίου θ΄ ενιαυτού ηζ΄ ινδικτιώνος, τον καιρόν οπού ο Σουλτάνος Μουχαμέτης άρχισε να περιζώνει με τα φουσάτα του τη Μεγάλη Πόλη μας δια νά την πάρη, ο παλαιός Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης, αρχηγός των Σφακιών και άρχοντας του Σελίνου, ηλικίας τότες ογδόντα χρονών, (οι δύο γιοί του ήσανε σκοτωμένοι τρεις χρόνους πριν εις θαλασσοπόλεμον με Σαρακηνούς), επήρεν άξαφνα βασιλικόν μήνυμα, χρυσόβουλον, όπου του έλεγε να υπάγη το ογρηγορώτερον με τα καράβια του και με όσους εμπόρει εις την Βασιλεύουσαν όπου εκιντύνευε. Το μήνυμα το επήγεν εις τον Μανούσον ο Βενετός πλοίαρχος Αρμάντος, συγγενής του άρχοντα της Βενετίας… Τέσσερις δρόμωνες και ένα διάρμενο ετοιμάστηκαν για το ταξίδι στην Βασιλεύουσα. Και εθελοντές βρίσκονταν εις τα πέντε αυτά καράβια χίλιοι πεντακόσιοι άντρες πάνω – κάτω. Οι πεντακόσιοι ήσανε από μέσα από τον Χάντακα, από το Μαλεβύζιον, το Τέμενος, το Μονοφάτσι, την Μεσαριάν, την Δίχτην και το Μεραμπέλλον και ούλοι οι επίλοιποι ήσαν από τα Σφακιά, το Σέλινον, την Κίσαμον, την Κυδωνίαν, τον Αποκόρωναν, το Αμάριον και το Ρέθυμνον. Τους άντρας τους εμάζωξαν με την άδειαν του Δούκα της Κρήτης από τη μεριά του Κάστρου ο Καπετάν-Καματερός, ομάδι με τον άρχοντα Θεόδωρον Χορτάτση, γέρον τότε ογδοηντάρην και φτωχόν, μα σαν τον καλύτερον και σεβαστότερον απ’ όλους τους αρχοντορωμαίους της Κρήτης – έλεος εις την ψυχήν του – και από την επίλοιπην Κρήτην, ο ίδιος ο Δρουγγάριος με τους καπετανέους Γραμματικόν και Μανιάκην. Τα καράβια εξεκίνησαν και τα πέντε ομάδι εις τση δεκαοχτώ Μαρτίου από το λιμάνι της Σούδας…” Μόλις τρεις μέρες δηλαδή από τότε που έφθασε το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα στην Κρήτη.
Από τον Ιανουάριο του 1453 είχε αρχίσει η μεταφορά του στρατιωτικού υλικού των Τούρκων που θα χρησίμευε στην πολιορκία της Πόλης – μαζί και ένα τεράστιο κανόνι, κατασκευασμένο από κάποιο Ούγγρο τεχνίτη, …μία μεγάλη λουμπάρδα, οπού ήτονε το βόλι της ένδεκα πιθαμές το γύρο… Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου ξεκινά από την Ανδριανούπολη ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ με τεράστια στρατιά. Ο Μωάμεθ, “Ελ Φατίχ”, ο Κατακτητής ή Πορθητής, όπως πέρασε στην ιστορία, είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Μουράτ και είχε ανέβει στο θρόνο του το 1451. Λίγο περισσότερο από 20 χρονών, είχε τη μεγάλη φιλοδοξία να επιβληθεί στον κόσμο. Είχε φθάσει στην Αλεξανδρούπολη κι είχε αρχίσει να περισφίγγει την Κωνσταντινούπολη που ήταν η μεγάλη γέφυρα που θα τον έφερνε στην καρδιά της Δύσης. Ο Σουλτάνος έστησε τη σκηνή του απέναντι στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού και τα στρατεύματά του παρατάχτηκαν κατά μήκος των χερσαίων τειχών. Κηρύσσεται επίσημα η πολιορκία, ενώ στις 12 Απριλίου καταπλέει ο τουρκικός στόλος (400 περίπου πλοία) από την Καλλίπολη και αγκυροβολεί στο Διπλοκιόνιο. Ο Κεράτιος κόλπος όμως είχε ασφαλιστεί με μια μεγάλη αλυσίδα, στερεωμένη στον Γαλατά και στην Πόλη. Ο Μωάμεθ – όπως προαναφέρθηκε – διέθετε μεγάλο στρατό, περίπου 180.000 άνδρες και βαρύ πυροβολικό ενώ οι Ρωμαίοι, οι Ελληνες του Βυζαντίου μόνο 5.000 στρατιώτες και 2.000 συμμάχους ή μισθοφόρους, κυρίως Γενουάτες και Ενετούς, και 26 πλοία, από τα οποία 16 ξένα. Στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού επέλεξε να αγωνισθεί ο Αυτοκράτορας, έχοντας δίπλα του τον Γενικό Αρχηγό των Όπλων, Γενοβέζο Ιωάννη Ιουστινιάνη, καθώς και πυκνότερα παραταγμένους τους στρατιώτες του. Και το μεγάλο τουρκικό κανόνι να σκοπεύει κατά πάνω του.

Στις 12 Απριλίου άρχισαν οι κανονιοβολισμοί εναντίον των τειχών της Βασιλεύουσας που συνεχίσθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας. Τα κανόνια όμως των Βυζαντινών, πολύ κατώτερα των τουρκικών, προκαλούσαν επί πλέον και ρωγμές στα τείχη όπου ήταν τοποθετημένα και απαιτείτο εξαντλητική εργασία επισκευής τους. Στο μεταξύ οι Κρήτες πλέοντας προς την Κωνσταντινούπολη, Έως τα Δαρδανέλλια εταξείδεψαν χωρίς να συναπαντήσουν Αγαρηνόν. Οταν όμως επερνούσαν κάτω από την Καλλίπολι, οι Τούρκοι τα εμπομπάρδισαν από το φρούριον ετούτο και έκαμαν μίαν μικρήν εζημίαν εις το διάρμενον. Αλλά ο μεγάλος και τρομερός κίνδυνος τους ανάμενε μέσα εις την Προποντίδα, όταν τα καράβια έπλεγαν δίπλα από το Προκονήσι. Τότες εφάνηκαν ξαφνικά εμπρός των πάνω από εξήντα Αγαρηνά πλοία μικρομέγαλα, που ήρχονταν από την Αρτάκην, όπου ήσαν πηγαιμένα διά τάρταλα και σκλάβους και προ πάντων διά γυναίκες. Τα Τούρκικα επερικύκλωσαν τότες τα εδικά μας, όπου, διά μεγαλύτερη σιγουράντζα, έκαμαν τούτα σταυρόν και ένας πόλεμος φοβερός ήρχισε αναμεταξύ τωνε, όπου εβάσταξε πλειά από δέκα ώρες. Οι Τούρκοι εις το διάστημα τούτο έκαμαν δώδεκα γιουρούσια, με σκοπό να πάρουν τα καράβια μας, αλλά δεν το επέτυχαν. Διότι οι εδικοί μας τους εγκρέμιζαν κάθε φορά στη θάλασσα και τους έπνιγαν. Μα ως τόσο οι δρόμωνές μας, που είχαν ούλοι πιστόνια γερά, τους εβούλισαν ίσαμε δέκα μικρά καράβια – φούστες τα περισσότερα, όπου σαν αλαφρά και γοργοκίνητα, έμπαιναν πάντα εμπρός. Εις τση δέκα τούτες ώρες του πολέμου οι πνιγμένοι και σκοτωμένοι Τούρκοι εξεπέρασαν τους χίλιους. Μα και οι εδικοί μας έχασαν ίσαμε εξακόσιους άντρες, όπου εσκοτώθηκαν εις τα χείλια των καραβιών, ενώ επολεμούσανε…


Οι Κρήτες έχασαν ένα δρόμωνα που τον εμβόλισε ένα τουρκικό πλοίο, αλλά ο κυβερνήτης Καπετάν Γρηγόρης Μανιάκης, μαζί με τους άνδρες του έκανε έφοδο στο τουρκικό πλοίο και το κατέλαβε. Επειδή οι Τούρκοι αποφάσισαν να κάψουν τα Κρητικά καράβια, ο Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης και εφτά νέοι πολεμάρχοι θυσιάστηκαν με δυό πλοία για να βρουν καιρό και να γλυτώσουν τα άλλα τρία. Και πράγματι οι Τούρκοι νόμισαν, βλέποντας το κυριευμένο τούρκικο καράβι, πως ήταν όλα το ίδιο και τα πλοία έφυγαν προς τον Βόσπορο μέσα στη νύχτα, ενώ εκείνοι που έμειναν πίσω συνέχισαν τον πόλεμο, παραπλανώντας τον εχθρό, μέχρι που παραδόθηκαν στις φλόγες. Όταν οι δυο δρόμωνές μας, μαζί με το τουρκικό πλοίο έφτασαν εις την Πόλη την αυγή της άλλης ημέρας και εμπήκαν μέσα εις τον Κεράτιον χωρίς κανένα εμπόδιο, διότι ο άγριος σίφουνας είχε σκορπισμένη εδώ και εκεί την Τουρκική Αρμάδα, ο Μεγάλος Δομέστικος των Κάστρων εχώρισε τους πολεμάρχους σε δυό τούρμες και τη μία, με αρχηγούς τον Ανδρέαν, τον Γρηγόρη και τον Γραμματικόν, έβαλε να φυλάξη τους τρεις πύργους – του Βασιλείου, του Λέοντος, και του Αλεξίου – και την άλλη τούρμα να φυλάξη την “Ωραία Πύλη”, που είναι κάτω από τους πύργους αυτούς, με Αρχηγό τον Καπετάν Παυλή (Καματερό). Και τους λαβωμένους που ήσαν πλειά από τους μισούς έμπασε μέσα στα σπιτάλια, δια θεραπείαν.

Η πρώτη έφοδος στις 18 Απριλίου αποκρούσθηκε με επιτυχία, ενώ τα τουρκικά πλοία που προσπάθησαν να σπάσουν την αλυσίδα του Κεράτιου κόλπου απέτυχαν επίσης. Στις 20 Απριλίου τρία Γενουάτικα πλοία έφθασαν με τρόφιμα και με τη βοήθεια των Βυζαντινών πλοίων που απέκρουσαν τις τουρκικές προσπάθειες καταστροφής τους, προχώρησαν στον ανεφοδιασμό του πολιορκημένου λαού. Οι πλοίαρχοι και κυρίως ο πλοίαρχος Φλαντανελλάς και τα πληρώματά τους έγιναν δεκτά με φρενήρεις πανηγυρισμούς. Κι ο Σουλτάνος τόσο οργίσθηκε με τον δικό του ναύαρχο (βουλγαρικής καταγωγής) που τον ταπείνωσε δημόσια και μόνο που δεν τον θανάτωσε. Αλλά οι Τούρκοι κατάλαβαν πως η Κωνσταντινούπολη δεν θα έπεφτε τόσο εύκολα – και πάντως όχι με τις ρωγμές που προκαλούσαν στη δυτική πλευρά των τειχών. Κι ο Ελ Φατίχ έδωσε εντολή και με καταπληκτική ταχύτητα κατασκευάσθηκε δίολκος δώδεκα περίπου χιλιομέτρων πίσω από το τείχος του Γαλατά, στο Διπλοκιόνιο, μεταξύ Βοσπόρου και Κεράτιου κόλπου. Και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, 70 περίπου πλοία με τα πληρώματά τους σύρθηκαν πάνω από τη δίολκο και μπήκαν στον Κεράτιο κόλπο. Πλήγμα μεγάλο για την άμυνα αλλά και το ηθικό των Βυζαντινών που έπρεπε τώρα να τοποθετήσουν φρουρούς και στο τείχος του Κεράτιου που μέχρι τώρα δεν χρειαζόταν. Οι προσπάθειές τους να κάψουν τα πλοία που είχαν μπει στον Κεράτιο απέτυχε, είχαν αρχίσει να εξαντλούνται και η έλλειψη τροφίμων γινόταν όλο και πιο μεγάλη.

Ο Κωνσταντίνος απέρριψε προτάσεις – ταπεινωτικές όπως θεωρούσε – Βυζαντινών και ξένων να εγκαταλείψει την Πόλη: Ουδαμώς θα εγκαταλίπω την πόλιν. Αλλως ‘ αν τούτο είνε η θέλησις του Θεού, πού να φύγω; Οχι, ουδαμώς θ’ απέλθω, θα μείνω μεθ’ υμών και θ’ απωλεσθώ μεθ’ υμών. Καινούργιες έφοδοι επιχειρούνται από τους Τούρκους στις 7 και 11 Μαϊου – και πάλι χωρίς αποτέλεσμα και αρχίζουν να κατασκευάζουν υπονόμους, τους οποίους όμως ανακαλύπτουν οι Βυζαντινοί και τους καταστρέφουν. Όπως καταστρέφουν και ένα τεράστιο ξύλινο πύργο, κινητό πάνω σε τροχούς που είχαν φέρει οι εχθροί στο χείλος της τάφρου και είχαν αρχίσει να την γεμίζουν και άνδρες και γυναικόπαιδα την νύχτα επισκεύασαν τις ζημιές και άδειασαν την τάφρο. Ο Βεζύρης Χαλίλ προτείνει τη λύση της πολιορκίας μα ο Σουλτάνος αδημονεί και στις 21 Μαϊου ζητά την παράδοση της Πόλης, διαβεβαιώνοντας τον Αυτοκράτορα πως θα τον αναγνώριζε ως Ηγεμόνα της Πελοποννήσου και υποσχόμενος πως ο πληθυσμός θα παρέμενε στην Πόλη και δεν θα πάθαινε κακό. Μα ο Παλαιολόγος δίνει το νέο “Μολών Λαβέ” και το πανάρχαιο “Ταν ή επί Τας”: Το δε την Πόλιν σοι δούναι ούτε εμόν εστίν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισθόμεθα της ζωής ημών. Ο Μωάμεθ αποφασίζει την τελική επίθεση, συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο και δηλώνει προς τους στρατιώτες του πως ενδιαφέρεται μόνο για τα τείχη της Πόλης και τα οικοδομήματά της, απευθυνόμενος στα κατώτερα ένστικτά τους. Όλα τα άλλα δηλαδή, πλούτη, γυναίκες, “ο διαγουμάς”, θα ήταν δικά τους. Διατάζει νηστεία και προσευχή και υπόσχεται προαγωγές. Ο αποφασισμένος, θρησκευόμενος λαός της Βασιλεύουσας έρχεται αντιμέτωπος με τους κακούς οιωνούς για την τύχη της Πόλης. Γράφει ο Κριτόβουλος: Κατά δε τας αυτάς ημέρας, συνέβησαν και τα εξής, άπερ ήσαν διοσημίαι τινές και προαγγέλματα των δεινών άτινα έμελλον να συμβώσιν όσον ούπω εις την πόλιν. Και δη τρεις ή τέσσαρες ημέρας προ της γενικής εφόδου, εν ω ελιτάνευον πάντες οι εν τη πόλει, άνδρες ομού και γυναίκες, και περιήρχοντο αυτήν μετά της εικόνος της Θεομήτορος, αύτη εκπεσούσα αίφνης των χειρών των κρατούντων αυτήν, χωρίς να έχει προηγηθή μηδεμία ανάγκη και βία, έπεσε πρηνής επί το έδαφος. Και τούτο εγίνετο εφ’ ικανήν ώραν, έως ου μετά βίας πολλής και κραυγής μεγάλης και δεήσεως πάντες, οι τε ιερείς και βαστάζοντες την εικόνα, μετά κόπου ανέστησαν αυτήν και επέθεσαν εις τους ώμους των φερόντων. Αλλά και άλλα φαινόμενα επηρέασαν τους Βυζαντινούς αμέσως μετά το συμβάν με την εικόνα της Θεοτόκου – φοβερή μπόρα, αστραπές και χαλάζι και νεροποντή. Και την επόμενη μέρα, άλλο σπάνιο φαινόμενο, νέφος πυκνότατο, ομίχλη που κατασκέπασε την Πόλη ολόκληρη και κράτησε ως το βράδυ. Και στις 26 Μαϊου κάποιο φως λαμπερό, σαν φλόγες, πάνω από την κορυφή της Αγιάς Σοφιάς προκάλεσε τον τρόμο σε πολιορκητές και πολιορκούμενους. Στις 27 Μαϊου αρχίζει ο γενικός κανονιοβολισμός των χερσαίων τειχών από τη δυτική πλευρά και των τειχών της παραλίας από τα πλοία που είχαν μεταφερθεί στον Κεράτιο ενώ την Δευτέρα 28 Μαϊου οι Τούρκοι αρχίζουν να μεταφέρουν σκάλες στα τείχη για την τελική έφοδο. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας καλεί τον λαό του, τους άντρες του να υπερασπίσουν με τη ζωή τους την πίστη τους και την πατρίδα και εμψυχώνει τους Ενετούς και τους Γενουάτες πολεμιστές, ενώ το βράδυ γίνεται κατανυκτική η τελευταία λειτουργία στην Αγιά Σοφιά. Αναριγεί ο λαός καθώς αντιλαλεί στους θόλους της μεγαλόπρεπης εκκλησιάς η φράση Υπέρ του Ευσεβεστάτου βασιλέως ημών Κωνσταντίνου και υπέρ του καθυποτάξαι υπό τους πόδας αυτού πάντα εχθρόν και πολέμιον! Ο Αυτοκράτορας κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων, οι άνθρωποι, αποφασισμένοι, δίνουν τον τελευταίο ασπασμό, προσεύχονται και δίνουν συγχώρεση ο ένας στον άλλο.

Τα ξημερώματα της Τρίτης 29ης Μαϊου άρχισε η επίθεση με ιδιαίτερο βάρος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου τα τείχη είχαν σχεδόν καταστραφεί και οι πύργοι δεν άντεχαν για πολύ. Κι όταν εμέστωσε καλά ο πόλεμος, ο Καπετάν – Παυλής εκλήθη να βοηθήση στη μάχη της Πύλης του Αγίου Ρωμανού, όπου η μεγάλη μπομπάρδα του Ουγγαρέζου έκανε θραύσι και στους άνδρας και στα κάστρα.
Δυο επιθέσεις αποκρούστηκαν μα η τρίτη ήταν σφοδρότερη και οι Τούρκοι άρχισαν να μπαίνουν στην Πόλη. Εκείνη η μικρή πύλη, η Κερκόπορτα, κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, γίνηκε η δίοδος για τη νίκη των Τούρκων και για την καταστροφή των Βυζαντινών. Να ξεχάσθηκε άραγε ανοιχτή μέσ’ τη φοβερή στιγμή, ή την άνοιξε κρυφά κάποιο δολερό χέρι;
Ο Αυτοκράτορας των Ρωμαίων πολεμούσε σαν απλός στρατιώτης έχοντας δίπλα του πιστούς άνδρες και τους τελευταίους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, τους Κρήτες, ψυχωμένους κι αποφασισμένους. Ξεσχίζει ο Παλαιολόγος το τουρκικό σάρκινο παραπέτασμα, μα πολεμά χωρίς ελπίδα.
“Σαν είδεν τ’ άνομα σκυλιά κι εχάλασαν τους τοίχους,
κι ετρέξασιν κι εμπήκασιν πεζοί και καβαλλάροι,
κι εκόπταν τους Χριστιανούς ως χόρτο στο λειβάδιν
βαριά – βαριά ‘ναστέναξεν μετά κλαυθμού και είπε:
“Ελέησον! πράγμα το θωρούν τα δολερά μου μάτια!
Πώς έχω μάτια και θωρώ! πώς έχω φως και βλέπω!
Πώς έχω νου και πορπατώ στον άτυχον τον κόσμον!
Θωρώ οι Τούρκοι ‘νέβησαν εις την Αγίαν Πόλην, και τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου”.
– “Οσο τον ζώνουν τα σκυλιά” γράφει ο Βιζυηνός “τόσο χτυπά και σφάζει,
σαν πληγωμένος λέοντας, σας τίγρη της ερήμου που τα παιδιά της σκώσουν,
Μα κεί του πέφτει τ’ άλογο! Και πέφτει αυτός και κράζει:
– Δεν βρίσκεται ένας Χριστιανός να πάρ’ την κεφαλή μου πριν παν να με σκλαβώσουν;
Τούτη η κραυγή του λαβωμένου βασιλιά αντηχεί μέσα στον ορυμαγδό της μάχης σαν κραυγή ελευθερίας που πνίγεται στο έρεβος. Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη: -“Εσείς παιδιά μου φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε κι εμέναν πού μ’ αφήνετε τον κακομοιριασμένο; Αφήνετέ με στα σκυλιά κι εις του θεριού το στόμα. Κόψετε το κεφάλιν μου, Χριστιανοί Ρωμαίοι, επάρετέ το Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν, να δείρουσιν τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα και να με μακαρίσουσιν ότι ούλους τους ηγάπουν….


Η Κωνσταντινούπολη, το προπύργιο του Ελληνισμού και της Ορθόδοξης Πίστης γονατίζει καταματωμένη, η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία βυθίζεται ήδη στο σκότος της δουλείας. Οι κραυγές φρίκης, οι ολολυγμοί, γίνονται ένα με τους αλαλαγμούς θριάμβου των εχθρών, μέσα στους μύριους εκκωφαντικούς θορύβους του φοβερού αγώνα. Η Πόλις Εάλω. Οι Κρήτες πολεμιστές, πολεμώντας δίπλα στον Παλαιολόγο, σκοτώνονται ένας προς ένα ενώ από τα βόλια της μεγάλης μπομπάρδας είχαν σκοτωθεί εις προηγουμένας μάχας, μαζί με πολλούς άλλους και οι Αρχηγοί της τούρμας των Πύργων, ο Καπετάν Ανδρέας και ο Καπετάν Γρηγόρης… Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πληγώνεται σοβαρά. Και η κακή τύχη ηθέλησε και ελαβώθη ο καπετάνιος Γιουστουνιάς με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια, και έτρεχε το αίμας εισέ όλο του το κορμί. Και εσκιάχτη να μην αποθάνη, και δεν εμίλησε λόγον, να βάλη άλλον εις τον τόπον του, μόνε άφησε τον πόλεμον και έφυγε κρυφά δια να μην τζακιστούνε οι συντρόφοι του. Και εμπήκανε οι εχθροί μέσα, όπου αν ήθελε αφήσει άλλον εις τον τόπον του, δεν ηθέλανε εμπή οι εχθροί, και ήθελε κρατεί τον πόλεμον και δεν ήθελα χάσει τη χώρα, τόσο ότι ακόμη αντιστέκανε οι Ρωμαίοι και πολεμούσανε ανδρείως. Και εσκλήρυνε πολλά ο πόλεμος…. Μα η πληγή του Ιουστινιάνη ήταν πολύ σοβαρή, όπως αποδείχθηκε, αφού, πηγαιμένος στην Χίο, πέθανε μετά από δυό ημέρες.
Η φωνή του Παλαιολόγου αντηχεί γεμάτη πόνο κι απόγνωση: Η Πόλη κυριεύθηκε και εγώ ζω ακόμη; Ορμησε ο Αυτοκράτορας στους εχθρούς και πέφτει αγνώριστος και αιματοκυλισμένος ανάμεσα στα άψυχα σώματα των πολεμιστών του, νεκρός στα σαράντα εννιά του χρόνια. Τίποτα άλλο δεν μαρτυρά την υψηλή ιδιότητά του, παρά μόνο τα πορφυρά υποδήματά του με τον δικέφαλο αυτοκρατορικό αετό. Κι αντίλαλος η πονεμένη φωνή του, αγκαλιάζει ακόμη την Πόλη την βαριοπληγωμένη:
-Μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά, μηδέν με κυριεύσουν
(ότι ανελεήμονα των ασεβών τα σπλάχνα)
μηδέν με παν στον αμιρά, τον σκύλον Μαχουμέτην,
με το θλιμμένον πρόσωπον, με τα θλιμμένα μάτια,
με την τρεμούραν την πολλήν, με τα καμένα χείλη,
και θέση πόδαν άτακτον εις τον εμόν αυχένα
μη με ρωτήσ’ ο άνομος, να πη:”πού ‘ν’ ο Θεός σου;”,
να ρίση ο σκύλος τα σκυλιά να με κακολογήσουν,
να παίξουσιν το στέμμα μου, να βρίσουν την τιμήν μου
απήν με βασανίσουσιν και τυραννήσουσίν με,
να κόψουν το κεφάλιν μου, να μπήξουν εις κοντάριν,
να σκίσουν την καρδία μου, να φαν τα σωτικά μου,
να πιούν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους
και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου….
Η Κωνσταντίνου Πόλη έπεσε μετά από 57 μέρες πολιορκίας, μετά από 1123 χρόνια ιστορικής πορείας. Κι οι Τούρκοι, εξαγριωμένοι, ρίχτηκαν στις λεηλασίες, στις αρπαγές, στους βιασμούς, στους ατέλειωτους φόνους, στον εξανδραποδισμό του Ελληνικού στοιχείου.
– Τούρκοι χιλιάδες μπήκανε στου Ρωμανού την πόρτα.
κι ο Κωνσταντίνος Δράγασης με το σπαθί στο χέρι,
τρέχει χτυπά εις την Τουρκιά μα μετρημό δεν έχει.
Κλάψετε αδέρφια Χριστιανοί και μαύρα να ντυθείτε
για τον Παλαιολόγο μας οπού τον εσκοτώσαν,
πατέρα μας και βασιλιά ούλης τσ’ ορθοδοξίας
πούχε καρδιά λεονταριού και δύναμη του δράκου.
Κάνει γιουρούσι η Τουρκιά κι αυτοί οι Γιανιτσάροι,
Σουλτάν Μωάμεθ πρόσταξε τους χριστιανούς να κόψουν.
Τρεις μέρες τους εσφάζανε, τρεις μέρες και τρεις νύχτες
κι εκόψαν και το Νοταρά μ’ ούλη τη φαμελιά του.
Τρέξατε’ αδέρφια χριστιανοί στον νέον Πατριάρχη,
ναρθεί με τ’ άγια θυμιατά να κάμομε τα ξόδια,
κι έπεσ’ η Πόλι στη σκλαβιά στ’ Αγαρηνού τα χέρια,
βόηθα Χριστέ και Παναγιά τη Χριστιανοσύνη…


Πολλοί είναι εκείνοι που έγραψαν για την Αλωση, για το χαμό της κορωνίδας των πόλεων, σε απλές γραφές, σε στιχουργήματα, σε περιγραφές, Ελληνες, Σλαύοι, ακόμη και Τούρκοι. Κυρίως χρονικογράφοι της Αλωσης, ο Πρωτοβεστιάριος, επιστήθιος φίλος του Παλαιολόγου, Κωνσταντινουπολίτης Γεώργιος Σφραντζής, ο Μικρασιάτης Μιχαήλ Δούκας, ο Ιμβριος Μιχαήλ Κριτόβουλος, ο Αθηναίος Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Βενετός γιατρός Νικολό Μπάρμπαρο, αλλά και πλείστοι άλλοι, περιέγραψαν τις φοβερές ημέρες και τα δεινά που υπέστη η Βασιλεύουσα. Ακόμη και ξένοι, φιλότουρκοι ιστορικοί περιγράφουν τις τρομερές βαρβαρότητες και ιεροσυλίες: Ω μέγα κακό εις την δυστυχισμένην Κωνσταντινούπολι! Ακόμη ο ήλιος δεν ήτονε καλά σηκωμένος από την ανατολή, οπού δεν ήτονε δύο ώρες της ημέρας, και οι Τούρκοι επεριλάβανε την ελεεινή πόλι. Και εκεί οπού εμπήκανε εις την χώρα, όσοι χριστιανοί αντιστέκανε με τα άρματά τους, όλους τους εκόφτανε, και όσοι επροσκυνούσανε, τους εκάμνανε σκλάβους, και τους γέροντες τους αχαμνούς τους εκόφτανε. Τότε εδράμανε εις την Αγίαν Σοφίαν την περιβόητον, και την εκουρσέψανε και επήρανε τις αγίες εικόνες και τις ετζακίζανε και τις ετζαλοπατούσανε, και τους αγίους τους ζωγραφισμένους τους εβγάλανε τα ομμάτιά τους. Ομοίως εδιάβησαν και εις τις άλλες εκκλησίες και εις τα μοναστήρια και τα κουρσεύανε και επαίρνασι τα σκεύη, χρυσά και αργυρά δισκοπότηρα και αν άλλα εν’ των ιερέων. Και εκαταγδύσανε και εκουρσέψανε όλην την χώρα. Και οι Χριστιανοί εκλαίγανε και αφωνάζανε φωνές εις τον ουρανό… (ο Σουλτάνος) τότε ώρισε και εκατεβάσανε και τις σταυρούς απάνω από τα μοναστήρια και από όλες τις εκκλησίες και τους εκαταπατούσανε… “Και όταν έπεσεν η Πόλη (σημειώνει το χειρόγραφο του Βατοπεδίου) και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσιες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί και Αταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγίου Ρωμανού, και όλοι οι πολεμάρχοι εγκατέλειψαν τας θέσεις των δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον και αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήτον καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα. Το γεγονός επιβεβαιώνει και ο Σφραντζής: Ελθόντων δε των Τούρκων και τους εν τοις έσωθεν τείχεσι χριστιανούς μετά ελεβολίσκων και βελών και τόξων και πετρών εναπολειφθέντας εδίωξαν και εγκρατείς πάντων εγένοντο, άνευ δε των πύργων των λεγομένων Βασιλείου, Λέοντος και Αλεξίου, εν οις εστήκεσαν οι ναύται εκείνοι οι εκ της Κρήτης. Αυτοί γαρ γενναίως εμάχοντο μέχρι και της έκτης και εβδόμης ώρας και πολλούς Τούρκους εθανάτωσαν και τοσούτον πλήθος βλέποντες και την Πόλιν δεδουλωμένην πάσαν, αυτοί ουκ ήθελον δουλωθήναι, αλλά μάλλον έλεγον αποθανείν κρείττον ή ζην…
Οι βιαιοπραγίες και τα έκτροπα κορυφώνονται στην Κωνσταντινούπολη. Λέγεται πως τα λάφυρα που αποκόμισαν οι Τούρκοι έφθαναν σε αξία τις 200.000 δουκάτα. Και ηφέρανε ομπρός του εξήντα χιλιάδες σκλαβία χριστιανούς, τους οποίους, λέγουνε, τις εδιαμέρασε εις το φουσσάτο της Ανατολής. Και τις εδιαβάσανε εκεί διά να φθαρούνε, να μην γυρίσουνε εις την Πόλι… Σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη Σε μια κολώνα της Αγιάς Σοφιάς, ψηλά, πολύ ψηλά, φαίνεται ως τα τώρα αίμα. Είναι σημάδι που έβαλε ο Αμιράς ο Μουχαμέτης με την απαλάμη του βουτηγμένη στο αίμα, όταν μπήκε στην Αγιά Σοφιά και την έκανε τζαμί. Κι έφτασε τόσο ψηλά, γιατί πατούσε απάνω σε σωρούς κορμιά των χριστιανών που σκότωσαν μέσ’ την εκκλησιά οι Τούρκοι…
Σύμφωνα με τον Κώδικα Πολλάνι …την ώραν εκείνην οπού επάρθη η Πόλις, εσκεπάσθη ο ήλιος και έγινε σκότος εις όλον τον κόσμον. Και μη βάλει τινάς εις τον νουν του, ότι έγινε έκλειψις του ηλίου, αμή τούτο ήτον σημείον παρά Θεού, διά να εγνωρίσει ο κόσμος όλος, ότι η βασιλεύουσα των πόλεων παρεδόθη εις τας χείρας των Τουρκών…
Θρήνοι και μοιρολόγια πλείστα βγήκαν αυθόρμητα απ’ τα χείλη του λαού, όχι μόνο στην Ελλάδα μα και στην υπόλοιπη Ευρώπη, τραγούδια θλίψης, αξεπέραστα στιχουργήματα για τη μαύρη μοίρα της Πόλης. Το περίφημο Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης, το σπουδαιότερο μοιρολόγι για την πτώση της Βασιλεύουσας, αποτελούμενο από 118 δεκαπεντασύλλαβους, δίνει χαρακτηριστικά το μέγεθος της συμφοράς του Ελληνισμού και του πολιτισμένου κόσμου:
Θρήνος, κλαϋμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους…

Οι Κρήτες πολεμιστές, ματωμένοι κι εξαντλημένοι, μα ατρόμητοι κι απαράδοτοι, είχαν κρατήσει τη βίγλα τους, τίμησαν την πατρίδα τους την Κρήτη και προκάλεσαν τον θαυμασμό κι αυτού του Σουλτάνου. Τούρκος δε τις τω Αμηρά αναφοράν ποιήσας περί τούτων ανδρείας, προσέταξεν ίνα κατέλθωσι μετά συμβάσεως και ώσιν ελεύθεροι αυτοί τε και η ναυς αυτών και πάσα η αποσκευή ην είχον. και ούτως γενομένων πάλιν μόλις εκ του πύργου τούτους έπεισαν απελθείν, αναφέρει ο Σφραντζής. Και στο χειρόγραφο της Μονής Βατοπεδίου σημειώνεται: Κι όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδεν και εκατάλαβεν ότι εμείς δεν είχαμε σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε “ότι επειδής – λέγει – ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφήνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας, με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας. Με σφιγμένη, βαριά καρδιά, 170 λαβωμένοι κι αλάβωτοι Κρητικοί, αγκάλιασαν με τη δακρυσμένη ματιά τους για τελευταία φορά την κουρσεμένη Πόλη, μπήκαν σ’ ένα δρόμωνα κι απέπλευσαν από τη θλιβερή πια πολιτεία, χωρίς τους αρχηγούς τους που είχαν αφήσει τη ζωή τους στο αιματοποτισμένο πεδίο της μάχης. Ο Καπετάν Γραμματικός, πληγωμένος κι ανήμπορος, ζήτησε από τον γενναίο Παναγή Χαλκούση από τον Χάνδακα να κυβερνήσει το καράβι. Καταλαβαίνοντας πως δεν θ’ άντεχε στο ταξίδι, ζήτησε απ’ τον Χαλκούση να βάλει πλώρη για το Άγιον Ορος, αποβιβάσθηκε και έφθασε στη Μονή Βατοπεδίου όπου υπήρχε πάντα γιατρός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Καπετάν Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, αλλά επειδή ήταν πριν Μοναχός στο Άγιο Όρος και είχε “μαθημένα καλά τα αρχαία Γράμματα” είχε πάρει το παρανόμι Γραμματικός. Το χειρόγραφο του Βατοπεδίου τελειώνει ως εξής: … Οταν εμείς εβγήκαμεν από τα Δαρδενέλλια και εγώ είδα, πως δεν ήταν δυνατόν ν’ ανθέξω ως που να φθάσωμεν εις Κρήτην, διότι ίσως θα εκάναμεν και οχτώ και δέκα μέρες ακόμη, διά να φθάσωμεν, επειδή ο Βορριάς είχεν αρχίσει ως τόσο να γυρίζει στο Λεβάντε, εζήτησα από τον καπετάν Χαλκούτση να βάλει πλώρη στο Αγιον Ορος και να με αφήσει στο Μοναστήρι του Βατοπεδίου, όπου ήξερα ότι υπήρχε πάντα γιατρός διά να περιποιηθεί τση πληγές μου. Έτσι κι έγινε. Ο Καπετάν Πέτρος Κάρχας έγινε καλά χάρις εις την βοήθεια του Θεού και του καλού γιατρού, παρέμεινε στη Μονή, πήρε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ιερώνυμος, και έζησε ακόμα οκτώ έτη, χωλός μεν από το ένα πόδι, χωρίς όμως αυτό να τον εμποδίζει στα καθήκοντά του ως ιερέα. Επειδή όμως είχε εξασθενήσει η όρασίς του και το δεξιόν του χέρι έτρεμεν από ένα τραύμα που είχε πάρει εκεί, ανέθεσεν εις εμέ, τον συμπατριώτην και Μοναχόν εις την ιδίαν Μονήν να γράψω εγώ την παρούσαν ιστορίαν, προς δόξαν και αιώνιον μνημόσυνον όλων των γενναίων ανδρών της Κρήτης, που αγωνίστηκαν και απέθαναν διά την πίστην του Χριστού και την πατρίδα και να την υπογράψω εγώ, αντίς αυτού. Καλλίνικος, Μοναχός της Μονής Βατοπεδίου Αγίου Ορους Εξ Ανωπόλεως Σφακίων.
Οσοι Κρητικοί επέζησαν της συμφοράς επέστρεψαν στην Κρήτη. Την είδηση για το πάρσιμο της Πόλης είχαν φέρει τρία Κρητικά εμπορικά καράβια. Κώδικας της Μονής Αγκαράθου αναφέρει: Εις τους αονγ΄, Ιουνίου θ΄ και ημέρα Σαββάτου, ήρθαν από την Κωνσταντινούπολιντης φοβεράς αυτού απειλής.
Η Βρυσομάνα Κωνσταντινούπολη, από την αποφράδα εκείνη Τρίτη, την 29η Μαϊου του 1453, βυθίστηκε σ’ ύπνο βαθύ μαζί με τον μαρμαρωμένο βασιλιά της – εκείνον που η Ρωμιοσύνη ονειρεύεται κρυμμένο στη Χρυσή Πύλη, να καρτερεί μέσ’ τους αιώνες τον Άγγελο Κυρίου να τον ξυπνήσει για να λευτερώσει την Πόλη του. Κι αφού σύμφωνα με τον θρύλο, … ουδέ το στέμμα ουδέ το σκήπτρον του ευρέθησαν εκεί οπού το άφησε, διότι το επήρεν η Κυρία Θεοτόκος, να το φυλάγει έως ου να γένεένει έλεος εις το ταλαίπωρον γένος των Χριστιανών…. Ήταν η θλιμμένη εκείνη Παναγιά, που ένοιωθε τους μιναρέδες που χτίζανε γύρω από την Αγιά Σοφιά να της τρυπάνε τα δακρυσμένα μάτια και…
στην πόρτα ακουμπισμένη, Χρυσό μαντήλιν εκρατεί, τα δάκρυα της σφουγγούσε,
Και τους μαστόρους έλεγε και τους μαστόρους λέγει: Πάψτε μαστόροι τη δουλειά, μη χάνετε καιρό σας,
Εδώ τζαμί δε γίνεται, για να λαλούν χοτζάδες, εδώ θα μένει η Αγια Σοφιά…
Δυστυχώς στις μέρες μας λαλούν οι χοτζάδες μα η Αγιά Σιά υπομένει και μένει για πάντα στην καρδιά μας και το Φανάρι, φανάρι ακοίμητο Χριστιανοσύνης, στέλνει το φως του στα πέρατα της Οικουμένης. Τί κι αν πέρασαν τόσοι αιώνες – Η εθνική μνήμη δεν σβήνει και “χαμένες” γίνονται οι πατρίδες μόνο αν λησμονηθούν…

Βιβλιογραφία:
-Ιστορικοί – Χρονικογράφοι της Αλώσεως: Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής, Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Μιχαήλ Δούκας, Νικολό Μπάρμπαρο, Nestor Iskander, Ahmad Yahya Salman Ashik-Πασά, κ. α.
-Χειρόγραφο Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγ. Όρους.
-Κώδικας Πολλάνι.
-Κώδικας Μονής Αγκαράθου.
-Ανακάλημα της Κονταντινόπολης.
-Θρήνοι περί Αλώσεως.
-Γεώργιος Βιζυηνός, «Ο τελευταίος Παλαιολόγος».

 

  • Η Ζ. Σημανδηράκη είναι Ειδ. Συνεργάτις των Γενικών Αρχείων του Κράτους

Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα