Επά στην Κρήτη μένουμε και είμαστε για πάντα
απόγονοι του Μίνωα, λεβέντες του ’40.
Τον ήλιο και τσι θάλασσες έρχουνται για να δούνε
ξένοι που εμείς νομίσαμε ότι μας αγαπούνε.
Ζηλεύγουνε τη λεβεντιά και την ασβελτοσύνη
που η φύση μας εχάρισε και ο ύψιστος μας δίνει.
Ζηλεύγουνε τη φύση μας και τη φιλοξενία,
τα ήθη μας, τα έθιμα κι ούλη την ευλογία.
Η Κρήτη πλούσια γεννά κι ό,τι καλό μας δίνει
το στέλνουμ’ αφειδάλευτα σ’ ούλη την οικουμένη.
Πολλοί από μας πιστέψατε στα λόγια των σειρήνων
και γίναμε υπήκοοι αυτών των δήθεν φίλων.
Ομως πατρίδα όπως παλιά θα ξαναγίνει πάλι
όταν θα ’ν’ έρθει το μυαλό στο άδειο μας κεφάλι.
Στην Κρήτη δεν εστέρεψε, το λάδι τζη θα καίει
για να φωτίζει τσοι λαούς και πάντοτε θα λέει:
πως στη ζωή δεν έρχουνται πλούσια τα ελέη
αν κάθα γ’ εις δεν κουραστεί, δε δρώσει κι υποφέρει.
Τίποτε δε χαρίζεται, πράμα καλό δε θα ’ρθει
αν κυβερνιέτ’ ο άθρωπος μονάχ’ από τα πάθη.
Το πρόσωπο ο γ’ εις τ’ άλλου αν δε δει με ειλικρίνεια
κι αν δε κοπάσουν πόλεμοι και η πολλή η γκρίνια.
Τότες μονάχα εις τη γη θα βασιλέψ’ η ειρήνη
και θα χαιρόμαστε αυτά που ο Θεός μας δίνει.
Μαδαρίτης