Τελέψανε τα γλέντια του θέρους και µολύβωσα τα παρατσάφαρα έτσα όπως τα πρεµάζωξα στο σεργιάνι µου στην ενδοχώρα των Χανιώ.
Αριφνώ κιαµµία εκατοσταρέ τα γλέντια εις το Νοµό, µονάχα από τσ’απαρχές του Συκολόγου έως τση Παναγίας για απολοήσιµα προϊόντα αλλά και για όνοµις τοπικών οµάδων. Αναθιβάλω τα µιτσάτα µου, που οι άνθρωποι λογιάζανε τούτηνε την περίοδο ιερή ωσάν την Μεγάλη Βδοµάδα, οι γυναίκες εφόρουναν µαύρα, ούλοι ενήστευαν και δεν χαροκοπούσαν. Οι καιροί αλλάξανε και εδά ξανοίγεις να γίνεται µαλιά µε τσι συλλόγους, ποιος διοργανώνει την ασίλια γιορτή π.χ. καλιτσουνιού , σφακιανόπιτας γή στα ρεθεµνιώτικα του οφτού –αντικριστού. Με τούτονε το αίτιο κουγιούλντισα που επόρισα εις σε ένα χωριό στη γιαλιά σε γειτονική επαρχία των Σφακιών και όντε γεις από την µπαρονιά εγύρεψε µια σφακιανή πίτα στην µαγατζέ, η ξενοµπάτισσα κοπελιά απού σέρβιρε και εµίλιε φαρσί ούλες τσι γλώσσες όξω τα ελληνικά, αποκρίθηκε πως έχοµε αµοναχά σφακιανή κρέπα. Του λόγου µας παραξενευτήκαµε και γυρέψαµε το αφεντικό ,µολογώντας πως δεν κατέχαµε πως οι Σφακιανοί καταγίνονται και µε τέτοια λογής εδέσµατα, σάικα λησµονήσανε να τα περιλάβουνε οι λαογράφοι .Η απόκριση ήντονε πως οι κοπελιές που µαγερεύουνε δεν είναι ντόπιες και δεν νοιώθουνε να σιάζουνε πίτες ,η τιµή των κατεψυγµένων επήρε τον ανήφορο, οπότε ευρήκαµε τούτονε το τερτίπι και µασκαρεύουµε τσι τουρίστες. Έτσα, ενώ στη µια µπάντα φαωνόµαστε ποιος αρχίνιξε τη τάδε γιορτή , στην άλλη ξεγιβεντίζοµε τα ίδια τα προϊόντα. Στα των γλεντιών ανέ τα ξεδιαλέξει κιανείς διακρίνει ελάχιστα ασίλια , κυρίως στα αορήτικα(Αποκόρωνα,Κεραµειά,Σφακιά, Κίσσαµο, κ.τ.λ.) µε τα παραδοσιακά εδέσµατα, κρασί και τσικουδιά, ενώ τα πλια πολλά αποδέλοιπα έχουνε µια αεριτζήδικη είσοδο, µέσα πουλούνε σουβλάκια, µπίρες, βότικες, ουίσκια και τα µαυροζούµια τση γνωστής πολυεθνικής .
Η ζυγιά των οργάνων δεν είναι µπλιο δυο νοµάτοι αλλά τέσσερις-πέντε απού τζιριτούνε στο παίξιµο και χαλαµπαλίζουνε για να βγει ο κόσµος εις την όρεξη µε την οχλαγωγία. Τα τελευταία χρόνια γροικούνται ούλο και πλια πολύ η ασκοµπαντούρα µε ήχο αλλαγµένο απού µπαντίδει σε γκάιντα αλλά και απολοήσιµα µπουγαριά-νταραµπούκες. Η εκλογή των οργάνων γίνεται µε βάσει ποιος ηµπορεί να µαζώξει τον πλια πολύ κόσµο και όχι να συντράµουνε τα νέα κοπέλια γή φτασµένους καλλιτέχνες τση περιοχήςς. Το λοιπός πχαίνεις εις το γλέντι και ηµπορεί να µη γροικήσεις στον Αποκόρωνα Πλακιανό γή Χαρίλαο ,στα Κεραµειά Γαλαθιανό, και εις τα Σφακιά ένα ριζίτικο . Κατά αυτό µπορούν να γενούν και νταβαντούρια, απής και οι ξενοχωρίτες δεν κατέχουν το τερτίπι του τόπου, όπως οφέτος σε χωριό τση σφακιανής ρίζας, όντε Καστρινός οργανοπαίχτης αβίζαρε τσι χαροκόπους πως γλέντι και µπαλοτές δεν πχαίνουν οµµάδι και τσίµα τσίµα ξεστράλιξε µην τονέ σκαγιάσουν. Ανέ κουσκουτεύεις επάλι ακόµης βρίστεις χαροκοπιές απού σου φέρνουν στη θύµηση παλαιινές εποχές, όπως επάντηξε και η απατή µου εις σε µικιές µαζώξεις του ∆υτικού Αποκορώνου και Ανατολικού Σελίνου και σε πανηγύρια τση Κισσάµου.
Εις το χοροστάσι θορείς µπλιο την πλια πολύ επιρροή από την µπατούλια των σχολών απού ντακάρανε τη δεκαετία του εβδοµήντα και βγαρτίζουνε σε ούλο το νοµό. ∆ιασώσανε µαθές πολλά στοιχεία του πολιτισµού µας, αλλά εχάθηκε η ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου. Θαρρώ οι επαρχίες Κισσάµου-Σελίνου βαστούνε ακόµης ένα διακριτό τρόπο χορού µπάρες µου στο σερτό, για τσι αποδέλοιπες επαρχίες η καµοσιά είναι τα χάµπετε µου µε τσι Ρεθεµνιώτες, Καστρινούς και Λασιθιώτες . Το αντέτι εδά δεν είναι να είναι µπροστάρηδες οι γεροντότεροι όπως µασε ορµηνεύανε στα χαλίσικα αλλά τα κοπελούρια απού ντακάρουνε τα τσαλίµια, ο δεύτερος απού καλούνε αστάρι τονέ βαστά και ούλοι οι υπόλοιποι σταµατούνε επί τόπου και παίζουνε κούρταλα. Το σχέδιο ετούτο δεν αλλάζει σε σερτό,πεντοζάλι γή καστρινό. Μιας κοπιανιάς προβάλλουνε και οι ντελίνες σε ζεύγη απού κάµουνε φιγούρες τάξε πως είναι µπαλαρίνες. Ο χορός εγίνηκε από µέσο έκφρασης τση κρητικής υπερηφάνιας και αδούλωτης ψυχής σε µέσο αυτοπροβολής, εγωισµού και υποτέλειας σε κάποιες περιπτώσεις. Αναστορούµαι µια βολά σε ένα µαγερειό απού το είχανε αγκαζάρει για τσουρίστες, είχανε καλεσµένο και ένα χορευτικό µε µικιά ντελικανιδάκια, ένα πάνω στο ζόρε ντου για τσαλιµάκι, παίζει µια λακτέ στην τράπεζα και σφεντούριξε τα σκουτέλια και ότι κοίτουνταν επάνω µε αποτέλεσµα να ξιπαστούνε οι ξενοµπάτες απού γευµατίζανε αµέριµνοι. Τα χάµπετε µου γίνονται και στα µέγαρα-ξενοδοχεία απού οι χορευτές παίζουνε κουλουµούντρια ωσάν τα αρκούδια για τα µπαξίσια. Εδά τελευταία προβάλλουνε κάποια συγκροτήµατα απού ξεντώνουνε σαν ντριζοίνοι και φορούνε µιτανογίλεκα µε χρυσά χάρτζα, θαρρείς πως είναι στρατιώτες και µε µια χουβέ εκτελούνε τα παραγγέλµατα και απόης ποµένουνε ακούνητοι. Ετούτηνε την φορεσιά των ακολούθων του Ύπατου αρµοστή, των καβάσηδων, καθιερώθηκε ανιστόρητα γαµπριάτικη µε ξαµάρι µία στολή απού δωρίσανε στο Μουσείο Μπενάκη, ηνάντια στην εµορφιά τσ’απλότητας απού εχαρακτήριζε τσι προγόνους µας.
Η τάβλα του γλεντιού ήντονε από την άλλη όι µόνο χώρος µάζωξης απού εθόριες τη δικολογιά και τσι µπαρήδες, έκαµες γνώρες αλλά εγροίκας και νάκλια για την Τουρκοκρατία,την Κατοχή, τον Εµφύλιο αλλά και τη δικτακτορία. Τούτηνε την εποχή, πάλι φουρκάσαι ούλοι πως πρεκατσάρονται να βγαρτίσουν τη σερµαγιά ντους µε απολοήσιµα τερτίπια. Το λοιπόν γούζιονταν οι τερεζήδες και οι ταλιαδόροι πως δεν τονε συντράµουνε οι ντόπιοι, παρά µονάχα οι οµογενείς, που µε τη λαχτάρα τση µάνας πατρίδας, δεν δειλιούνε να δώκουνε χίλια πεντακόσια φράγκα για ένα όργανο γή δυο χιλιάδες για τα σαλβάρια, µαθές οι ντόπιοι και να θένε δεν ηµπορούν µε τα µεροκάµατα απού επιάσανε τον πάτο τση Ευρώπης. Γεις ήλεγε πως ήθελε να σιάξει ένα καµαράκι πάνω στη γιαλιά να το νοικιάσει, άλλος πεθυµούσε να τσιτώσει καµπόσες οµπρέλες γή να στελιώσει µια παράγκα που να πουλεί φαητά και πιοτά σε παραθεριστές. Μιας κοπανιάς εµπέστισα και αντισκάρωσα όντε γεις από την µπαρονιά καµωνότανε τον µαριόλακα πως θα επούλιε τα µούρκια ντου για να στέξουνε τσι ανεµογεννήτριες «Καλλιά έλεγε να «αναπτυχθούνε» στο αόρη, παρά να µου τα τρώνε οι βοσκοί για ένα τυρί» Εκειά πέρα τονε χερίκωσα πως µε την κεφαλή που κουβαλεί όπως και οι άλλοι στο παρελθόν είναι οι υπαίτιοι πως οι ξένοι διαγουµίσανε τα πάντα και θα αναγκαστεί να αλλαξοτοπίσει µε τη φαµίλια ντου απής και επά θα είναι καµίνι και δεν θα φυτρώνει πράµα από την λάβρα. Έτσα, εγίνηκε µε το χτικιό και το θυροειδή απού θερίζει στον νοµό µε τις απολοήσιµες στρατιωτικές δραστηριότητες , απού τσι προβάλλανε τότεζας εις τους ντόπιους ιθαγενείς ως ευκαιρία πλουτισµού.
Από ούλα τα παραπάνω διακρίνει κιανείς πως ο πολιτισµός κλουθά τη στράτα της κοινωνίας, σήµερο ούλα τα µπαντέρνουµε µε τσι παράδες και το νιτερέσο. Σάικα αλλαξοσυρίσαµε, το πρώτο πράµα που θορείς σαν φτάξεις εις το αεροδρόµιο των Χανιών είναι µια πινακίδα στα εγγλέζικα και κινέζικα απού καλεί τσι ξενοµπάτες «επενδυτές» να αγοράσουνε παλτιά στην Κρήτη για να αποκτήσουνε ελευθέρας σε ούλη την Ευρώπη, την ίδια ώρα οι κυβερνήτες του τόπου κάµουνε ντουάδες εις τους διοικητές ξένων στρατιωτικών µονάδων. Στα θετικά είναι οι παραδοσιακές στράτες, που δίχως να έχουνε καµµία σχέση µε το αντέτι του Νοµού Χανίων, αλλά µε τσι ανατολικές µπάντες του νησιού, όζει µια ουλιά παράδοσης στο τσουριστικό γίβεντο του Λιµανιού. Επάλι,οι νιοί πως γλεντίζονε µε σκιας ξεβερουλιασµένη παραδοσιακή µουσική παρά να πχαίνουν στα ξενόφερτα ξενυχτάδικα λογιάζεται σαφί καλό. Το θέµα είναι να βαστούµε κάποιες αξίες , να αγαπούµε και να σεβόµαστε τον τόπο µας, ώστε να ηµπορέσουµε να παραδώσουµε έναν πλια καλό κόσµο στο νοµπέτι µας. Ευτυχώς, βρίστει ακόµης κιανείς στον τόπο µας ανθρώπες στυλοβάτες τση παράδοσης αλλά και εκδηλώσεις, όµως πρέπει να τσι γυρέψεις και να κοπιάσεις. Η εκλογή και η ευθύνη είναι του καθενιούς…
Στο µετερίζι τα’ανθρωπιάς και τση τιµής το χρέος,
εκειά θα στέκω αµοναχός και ας είµαι τελευταίος.
*Ο Στεφανής Λυραντωνάκης είναι νοµικός-απόφοιτος Μεταπτυχιακού Ιστορίας και Ανθρωπολογίας Παν. Αιγαίου