Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Κρητικοκουβέντες: Σεργιανίζοντας στη χώρα

Ζαµάνια επέρασανε από την ύστερη βόλιτα πριχού η “δικτακτορία” του κορωνογιού προβάλλει στη ζήση, κάµωντας τσι ανθρώπους πειράµατα ωσάν τσι ποντικούς του γιατρικού αργαστηριού, όπως διαβάζουµε τούτεσας τσι µέρες για τα µπόλια απού εδά λένε πως είναι βλαβερά.

Με τούτονε το λογισµό κάµω την πρώτη στάση µου, οθέν το Κτελ, εκειά πέρα που µαζώνουνταν παραδοσιακά οι διαβάτες από τα χωργιά για να πιούνε ένα γκαϊβέ γή ένα κρασί  και να σµίξουνε µπαρήδες από τη χώρα. Επά οι απώλειες είναι µπόλικες. Οι καφενέδες  τα  Λευκά Όρη του Πεντάρη, ο Μέγας Αλέξανδρος της Τζοµπανοπούλας, το ξαθέρι µαγεριό της παραδοσιακής κρητικής κουζίνας, το Περβόλι του ΜαθιουδοΛευτέρη είναι µια µπατούλια από τις µαγατζές που αριφνώ πως σφάλιξαν τσι πόρτες ντος οριστικά, µαζί  µε τσι γερόντους που κλειδαµπαρώσαµε στα σπίθια. Στη θέση των παραδοσιακών µαγατζέδων φυτρώνουνε ωσαν τσι µανίτες καφετέριες και λογιώ λογιώ καταστήµατα γλήγορου φαητού. Παντού θορείς ξενικές πινακίδες , καταργήσανε τα κρεοπωλεία, αρτοποιεία,ιχθυοπωλεία, παντοπωλεία, ούλοι έχουνε αποκτήσει τίτλους  στα εγγλέζικα τάξε πως είναι ευγενείς, ειδικά για τους υπαλλήλους είναι ένα τερτίπι να τσι µασκαρεύουν απής και το καλιµέντο ντους έφταξε να συναγωνίζεται τσι πρώην σοβιετικές χώρες στον πάτο τση Ευρώπης.

Συνεχίζοντας το σεργιάνι µου, στα Νέα Καταστήµατα θορώ µουτζαλωµένες κάποιες από τσι προτοµές των κρητικών αγωνιστών του 1866. Ξάφνου, παντήχνω  ένα γνωστό,σώκαιρο µου  επιχειρηµατία του τουρισµού, και όντε η κουβέντα φέρνει όθεν την ιστορία και συγκεκριµένα για τη Μάχη της Κρήτης που σιµώνει η επέτειος της, µου αποκρίνεται «Τί νε νοιάζει τι έγινε πριν 80 χρόνια, το θέµα είναι να βγάζω λεφτά». Το λοιπός αντιγριτσώνω και του απαντώ τούτηνε είναι η εξήγηση για τα µουτζαλωµένα αγάλµατα, για το κοµµατιασµένο Άγαλµα της Ελευθερίας στο Ακρωτήρι,το Μνηµείο της Μάχης της Κρήτης στο Γαλατά που ρηµάζει, τους Ιταλικούς Στρατώνες που είναι κάουδο, τα Νεώρεια που πάνε να βουλίσουν. Τονε καληνορίζω και βαδίζω όθεν τον Κήπο, ενώ σύννεφα από πασπάλους σηκώνονται από τα έργα που γίνουνται σε πολλούς δρόµους που σκάφτουνε στο κέντρο.

Όντε  φτάνω εις το Κήπο νογώ ότι δεν είναι µπλιο, Κήπος αλλά µια ανακαινισµένη σύγχρονη παιδική χαρά. Έχουνε καταλύσει ούλα τα οζά. Αναθιβάλω όντε στα µιτσάτα µου, θόριες µαϊµούδες, µπεγίρια (κανονικά και βενέτικα), παγώνια, φραγκόκοτες, διάνους, παπαγάλους, πάπιες και τα αγρίµια µαθές. Εδά έµαθα για τα τελευταία, πως τα µπέψανε στην πρωτεύουσα σε ένα φρατζέζο που έει έει κήπο µε απολοήσιµα οζά και πλερώνεις µια εικοσαρά φράγκα για να τα δεις. Εκειά πέρα δεν είναι σκλαβωµένα, σαν τα έει ο ιδιώτης, αλλά έτσα απαξιώνουµε κάθετι δηµόσιο και εκτιµάµε µόνο ανέ πλερώνουµε. Ίντα πως σε άλλες πολιτείες όπως π.χ. ο Βόλος αναβαθµίζουνε τσι αντίστοιχους κήπους, για να εξοικειώνονται µικιοί και µεγάλοι µε τον πλούτο τση πανίδας, η απατή µας κρεµά φωτογραφίες από τη φύση για να καλύψουµε τσι αβανιές. Τα σηµερνά κοπελάκια κλουθούνε και αυτού, αδιατάραχτα το δρόµο τση εικονικής πραγµατικότητας των κινητών και των υπολογιστών, φοβούµενα κάθε έχνος, πλην σκυλών και γατών που έχουν στα πλια πολλά σπιτικά. Συνεχίζοντας, ντηρώ πολλά δεντρά να έχουν κατακοπεί και τσιµεντωθεί, η φύση έχει γενεί οχτρός του ανθρώπου,βαταλαλώ. Ξανοίξω ότι έχουν ξεχαµπετώσει έως και τα παραδοσιακά βρυσάλια µε τις αγγελικές µορφές, απού µασέ δροσέρευανε από µωροκόπελα όντε τζιρητούσαµε τόσο στο Κήπο και όξω από την Μητρόπολη και εδά έχουν βάλει κάποια κοινά ντρέτα, απού παντήχνεις σε ούλους τσι παιδοτόπους.

Απορπισµένος από το θοριά του Κήπου, γλακώ εις της Αγορά. Ντηρώ το κτίριο ξέσκεπο σαν χάλαρο και ανενογούµαι πως περίπου δυο χρόνια και δυό µήνες επήρε για να χτιστεί τσ’απαρχές του προηγούµενου αιώνα και εδά βαστά παραπάνω για να σιαξουνε µόνο τη σκεπή. Τούτονε ήντονε το σηµείο συνάντησης για ντόπιους και επισκέπτες, όπου εγροίκας µυρουδιές που σε ταξίδευαν στην κρητικοί ύπαιθρο, γευόσουνα γεύσεις τση κρητικής γαστρονοµίας και εµπόριες να βρεις κάθε τι χρειαζούµενο. Εδά, δεκάδες µαγαζάτορες και οι οικογένειες ποµείναν άστεγοι στον αέρα  να ανιµένουν την αποκατάσταση του κτιρίου οροσήµου των Χανιώ. «Χανιά που σου ζηλεύουνε τση Σούδας το Λιµάνι και των Χανιών της Αγορά στον κόσµο δεν είναι άλλη», ήλεγε η παλιά µαντινάδα. Το πρώτο σε µεγάλο βαθµό ευρίσκεται στο γνωστό καθεστώς εδά και δεκαετίες, θεωρούµενο έδαφος ξένης χώρας και η δεύτερη µοιάζει ωσάν το Γιοφύρι της Άρτας. Στα θετικά, λογιάζεται ο δρόµος για τα ποδήλατα που ξεδείλιανε µετά από χρόνια που το γυρεύανε οι Χανιώτες.

Εις τον Κάτωλα, πληροφορούµαι πως θένε να κάµουνε το παραθύρι των Χανιών, το ιστορικό κτίριο τση Μεραρχίας στο Λόφο του Καστελλιού, ξενοδοχείο πολυτελείας. Θένε να ζυγώξουνε τα κοπέλια τση µαύρης ροδαράς, γιάντα γροικώ  πως φιλοξενούνε ανήµπορους-κατατρεγµένους ανθρώπους, κάνοντας απολοήσιµες πολιτιστικές δράσεις, µαθαίνοντας όργανα, χορούς, τέχνες χωρίς να γυρεύουν παράδες και ανταλλάγµατα και τούτονε δεν είναι αποδεκτό, απής και το Πολυτεχνείο δεν θα ηµπορέσει να βγαρτίσει τη σερµαγιά ντου. Οι Χανιώτες αντισκαρώνουν µαθές, µπεστίσανε µε τα ξενοδοχεία και αντιπροτείνουν να στεγαστεί εκειά το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.

Η στράτα µου µε οδηγεί εις την Κόκκινη γειτονιά απού λέγασι οι παλιοί τα νεοχωρίτικα, που εδά εγίνηκε σταχτί. Γκρεµίσανε πριν χρόνια το Ξενία απού θα εµπόριε να γίνει  φοιτητικές εστίες, χώρος διαµονής για αστέγους γή πολιτιστικό κέντρο, τάχας για να αναδείξουν τα τείχη, ενώ έχουν αδειοδοτήσει παντού άχαρα τσιµεντένια πολυώροφα  µέγαρα τσης νέας εποχής χωρίς κιανένα τοπικό χρώµα για να εξυπηρετήσουν τσι σκοπούς του µαζικού τουρισµού. Από τη γιαλιά, παντόνιαραν µέχρι και τσι εµπόρους της λαϊκής κάθε Πέµπτη για να µην ενοχλούνε τσι τουρίστες, σε δυο νέα πεντάστερα εις την ΑΒΕΑ, ενώ γυρεύουν να κάµουν και άλλο ξενοδοχείο στο κολυµπητήριο, αλλα και µαρίνα για τα πλεούµενα.  Αλµυρίκια έχουνε κατακοπεί όπως κατηφορίζει κιανείς για τη θάλασσα, και στη θέση τους υπάρχουνε φοίνικες στην πλια καλή περίπτωση και τραπέζια και καθέκλες στη χειρότερη. (Όπως αφουγκρούµαι τα χάµπετε µου, γίνουνται και µε τσ’ ευκαλύπτους που συγκλαδίζονται και ποµένουν κουτσάκια, σε άλλες περιοχές όπως τη Λεωφόρο Σούδας και στη Λεωφόρο Καζαντζάκη στο Μπαµπακόπουλο). Οι µαριόλακες πρεκατσάρονται να εξαναγκάσουν τον κόσµο να πλερώνει µέχρι και για να κάµει µπάνιο, απής δίχως σκιανιό από τ’αλµυρίκια, θα πρέπει να µισθώσει ξαπλώστρες και οµπρέλες. Στραλίκωσανε µε καζίκια µέχρι και την αµµούτσα κάποιοι τάξε πως είναι κτήµα ντους. Μιάς κοπανιάς, ξανοίγω σε µια κούρσα δυό µεσόκοπους κυρίους µε τακίµια να κοντοστέκουνε στη θέα ενός παλαιινού σώπατου σπιθιού που το έζωνε ένα µεγάλο µπαξεδάκι. Γιουρουντήξανε τάξε πως ήντονε λούπηδες, καταχτυπούσανε τα κουδούνια να ευρούν τον ιδιοκτήτη και στο τέλος κολλήσανε µια ειδοποίηση να επικοινωνήσει για «αξιοποίηση». Έτσα, αποκαλούνε το ξεπούληµα της αιµατοβαµµένης κρητικής γης στσι µέρες µας. Πάνω απο εφτακόσιες χιλιάδες ακίνητα είναι σε ξενικά χέρια στην Ελλάδα όπως διαβάζω, απόης ζυγώνονται οι φοιτητές, οι δάσκαλοι, οι στρατιωτικοί στσι πολιτείες ακόµη και οι γερόντοι κλειούνται σε ιδρύµατα, για να νοικιάσουνε τα σπίθια σε πλατφόρµες βραχυχρόνιας µίσθωσης. Σχοράροντας, λογιάζω τη λέξη «τσουρισµός» απού λέγασι στα χωριά και αντικατοπτρίζει ότι αλλαξοσυρίσαµε, οµµάδι µε τα οικονοµικά τσουρίσαµε και ηθικά. Εάν τούτηνε είναι η ανάπτυξη, µε το συµπάθειο, αλλά δεν µου µπαντίδει.

* Ο  Στεφανής Λυραντωνάκης είναι Νοµικός-Απόφοιτος Μεταπτυχιακού Ιστορίας και Ανθρωπολογίας Παν. Αιγαίου


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα