Κρυφή αγάπη αμαρτωλή και παραγκωνισμένη
που όπου κι αν πας κι όπου σταθείς λόγια σου λεν βαριά,
για κείνους που σε γνώρισαν εσύ είσαι η λατρεμένη
η έγνοια τους κι ο γλυκύτερος πόνος μες στην καρδιά!
Χιλιάδες – για χατίρι σου – τους βρίσκει η ώρια αυγούλα
κοντά στο παραθύρι σου κάποια σκιά να δουν
και πάνω στ’ άγρια λούλουδα γράφουν με τη δροσούλα
ω, τ’ όνομά σου το γλυκό κι αν δε σε δουν πονούν!
Εκείνος που σ’ αγκάλιασε κι ένιωσε στο κορμί του
τον παθιασμένο σου έρωτα, ποτέ δεν τον ξεχνάει,
τον κρύβει μέσα στην ψυχή κι από την θύμησή του
στιγμή δεν φεύγει και θαρρεί στις φλέβες του κυλάει.
Κι όποιου με την ανάσα σου πυρώσεις την καρδιά του
σκλάβος σου γίνεται πιστός, αγάπη αμαρτωλή,
σε βλέπει σαν βασίλισσα μες στα γλυκά όνειρά του
και να διαβείς, στις στράτες σου, στρώνει χρυσό χαλί.
Χιλιάδες μένουν ξάγρυπνοι κι όλοι τη νύχτα κλαίνε
κάτω από τ’ άστρα τ’ ουρανού και το χλωμό φεγγάρι,
για σένα αγάπη αμαρτωλή και με δάκρυα που καίνε
έρμη στην έρμη κλίνη τους βρέχουν το μαξιλάρι.
Κι άλλοι, σαν τα φαντάσματα μες στο βαθύ σκοτάδι,
στην γειτονιά σου τριγυρνούν, ν’ ακούσουν τη φωνή σου
και με της νύχτας τ’ απαλό τυλίγονται μαγνάδι…
για ν’ αντικρίσουν τη σκιά οι δόλιοι απ’ το κορμί σου!
Μυριάδες μες στην παγωνιά, κρυμμένοι σε μιαν άκρη,
σε καρτερούν με υπομονή κι ας τρέμουν σαν σπουργίτι
για να σε δουν κάποια στιγμή να βγεις από το σπίτι
κι ας κρουσταλλιάζει, όταν φανεί, στα μάτια τους το δάκρυ!
Κι όταν με φόβο ανείπωτο πας για να συναντήσεις,
τη νύχτα, τ’ ώριο ταίρι σου, στην κρύφια σου φωλιά,
τρέμεις τα νύχτια πουλιά ποτέ μην τ’ αντικρίσεις
γιατί σημάδι είναι κακό, λέγαν απ’ τα παλιά.
Παρακαλάς τα δάκρυα σου ω, να γενούν βροχούλα
να σβήσουνε τα χνάρια σου, ξενύχτες μην τα δουν
και στ’ άστρα λες να μην σβηστούν, να μη φανεί η αυγούλα
και της δροσούλας οι σταλιές στη γη μην απλωθούν!
Φεύγοντας χαράματα πασχίζεις μην αφήσεις
σημάδια και προδώσουνε την κρύφια σου φωλιά
και σαν ζαρκάδι ογλήγορα, να μην καθυστερήσεις,
λαφροπατάς, δίχως να πουν τα χείλια σου μιλιά.
Μύριοι είναι αυτοί που σε μισούν και μύριοι σε ζηλεύουν
κι άμετροι είναι που νερό πίνουνε στ’ όνομά σου
κι όσοι μι αυγούλα σ’ έχασαν σ’ ένα θαύμα πιστεύουν
που θα τους φέρει μι άνοιξη πάλι στην αγκαλιά σου.
Ποτάμια, μύριοι ποιητές, ξοδέψανε μελάνι
γράφοντας στίχους πύρινους, αγάπη αμαρτωλή
και οι ζηλόφθονες μάγισσες ψάχνουν να βρουν βοτάνι
να σου πικράνουν το γλυκό, που εσύ έχεις, φιλί.
Ω, κρύφια αγάπη αμαρτωλή, όποιος δεν σ’ έχει ζήσει
δεν ξέρει πόση δύναμη κρύβεις μες στην ψυχή σου,
μ’ αν σε γνωρίζει, άλλη φορά δεν θα κακολογήσει
αυτούς που μένουν ξάγρυπνοι για το γλυκό φιλί σου.
Κι όταν μι αυγούλα ο αγλύκαντος* χωρίς ταίρι σ’ αφήσει
«έζησα ένα όνειρο αληθινό» θα πεις,
θα ζεις με την ανάμνηση κι ο κύκλος σου θα κλείσει
με τ’ όνειρο πως θα το βρεις στον άδη όταν βρεθείς.
*αγλύκαντος: ο χάρος