» Naomi Fontaine (μτφρ. Πατρίσια Μπόνου, εκδόσεις Πλήθος)
Στη γλώσσα των Ιννού, kuessipan θα πει είναι η σειρά σου. Η Ναομί Φονταίν γεννήθηκε στο Uashat, προστατευόμενη οικιστική περιοχή των Ιννού στον Καναδά, το 1987. Αυτό είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Το Kuessipan ανήκει στη λογοτεχνία των Πρώτων Εθνών. Η ιδιαίτερη καταγωγή του βιβλίου αποτέλεσε ταυτόχρονα πόλο έλξης και προβληματισμού, γέννησε την περιέργεια αλλά ταυτόχρονα καλλιέργησε και τον σκεπτικισμό. Να εξηγήσω: ο λογοτεχνικός εξωτισμός δεν είναι ιδιαίτερα του γούστου μου, γεγονός που με κρατάει μακριά από ένα αρκετά μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής, στερώντας μου, πέραν πάσης αμφιβολίας, την επαφή με σημαντικά βιβλία. Το τίμημα της προκατάληψης είναι πάντοτε υψηλό· η ασφάλεια δεν προστατεύει μόνο. Ωστόσο, εδώ, δεν ήταν αρκετό για να με κρατήσει ολότελα σε απόσταση, η περιέργειά μου ενεργοποιήθηκε, ίσως το ένστικτο του αναγνώστη να απαίτησε τον χώρο του για να ακουστεί. Έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου και διάβασα τις πρώτες γραμμές:
Επινόησα ζωές. Ο άνδρας με το ταμπούρλο δεν μου μίλησε ποτέ για τον εαυτό του. Ύφανα την ιστορία παρατηρώντας τα ταλαιπωρημένα χέρια του και την κυρτή του πλάτη. Μουρμούριζε σε μια γλώσσα παλιά, μακρινή. Ισχυρίστηκα πως γνώριζα τα πάντα γι’ αυτόν. Τον άνδρα που επινόησα, τον αγαπούσα. Και τις ζωές, τις άλλες, τις έκανα όμορφες. Ήθελα να δω την ομορφιά, ήθελα να τη φτιάξω. Να αναμορφώσω τα πράγματα —δεν θέλω να τα ονομάσω— για να κρατήσω μόνο το κάρβουνο που καίει ακόμα στην καρδιά των πρώτων κατοίκων. Η περηφάνια είναι ένα σύμβολο, ο πόνος είναι το τίμημα που δεν θέλω να πληρώσω. Κι όμως επινόησα. Δημιούργησα έναν κόσμο ψεύτικο. Έναν καινούργιο καταυλισμό, όπου τα παιδιά παίζουν έξω, οι μάνες γεννούν παιδιά για να τ’ αγαπήσουν και κρατάμε ζωντανή τη γλώσσα. Θα προτιμούσα τα πράγματα να λέγονταν πιο εύκολα, να τα διηγούμουν, να τα κατέγραφα, χωρίς να ελπίζω σε τίποτα, παρά μόνο στην κατανόηση. Αλλά ποιος θέλει να διαβάζει λέξεις όπως ναρκωτικά, αιμομιξία, αλκοόλ, μοναξιά, αυτοκτονία, πέτσινες επιταγές, βιασμός; Πονάω κι ακόμα δεν έχω πει τίποτα. Δεν μίλησα για κανέναν. Δεν τολμάω.
Ένιωσα έλξη, την άκρατη επιθυμία να συνεχίσω παρακάτω. Το εναρκτήριο απόσπασμα έμοιαζε με μια δήλωση συγγραφικών προθέσεων. Η αγωνία της αφηγηματικής φωνής αναδυόταν ανεπιτήδευτη, καμία διάθεση για πώληση εξωτισμού δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα. Ο κοφτός, ποιητικός λόγος της Φονταίν υποστήριζε το αίτημα της αφηγήτριας, «ήθελα να δω την ομορφιά, ήθελα να τη φτιάξω», χωρίς να επιτρέπει ωστόσο στην ωραιοποίηση να εισβάλλει. Η ειλικρίνεια της πρόθεσης, η παραδοχή της αφηγηματικής κατασκευής, η ικανοποίηση της ανάγκης, όλα αυτά ήταν εξ αρχής παρόντα, δοσμένα με έναν ιδιαίτερα θελκτικό λογοτεχνικό τρόπο. Το Kuessipan θα μπορούσε να είναι μια πολυσέλιδη σάγκα, η συγγραφέας επέλεξε ωστόσο κάτι πιο αφαιρετικό, ένα ιδιότυπο κολάζ από στιγμιότυπα, επιλογή άκρως λειτουργική τόσο σε επίπεδο κατασκευής όσο και απόλαυσης. Η θραυσματική αφήγηση, χωρισμένη σε μικρά κεφάλαια, πολλά εκ των οποίων με έκταση μικρότερη της μιας σελίδας, υπηρετεί τις συγγραφικές προθέσεις. Το βιβλίο, από τις πρώτες γραμμές, στήνεται πάνω σε ζεύγη αντιθετικά. Το ατομικό και το συλλογικό, το πραγματικό και το μυθοπλαστικό, το ρεαλιστικό και το ευκτικό, το χτες και το σήμερα, μεταξύ άλλων. Τα ζεύγη αυτά ωστόσο δεν συγκρούονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται.
Μιλώντας για αντιθετικά ζεύγη, αξίζει να σταθεί κανείς στη γλώσσα. Η αφηγήτρια, αναγκαστικά, καταφεύγει στα γαλλικά για να αφηγηθεί την ιστορία αυτή, η γλώσσα των Ιννού είναι μια γλώσσα προφορική άλλωστε. Αυτή η επιλογή αποτελεί μια αντίφαση στα θεμέλια του βιβλίου, μια αντίφαση που ωστόσο λειτουργεί και δεν υπονομεύει. Η γλώσσα είναι καθοριστική στην πρόσληψη και την αποτύπωση του συναισθήματος, του μέσα και του έξω κόσμου, του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα, που επικοινωνεί και ονειρεύεται. Ο μηχανισμός λειτουργίας της γλώσσας αποτελεί ένα πολιτισμικό στοιχείο στο οποίο αναγράφεται μεγάλο μέρος των κοινωνικοπολιτικών ιδιαιτεροτήτων. Η εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας από τους Ιννού είναι η βασικότερη επιδίωξη της καναδικής κυβέρνησης, η περιβόητη ενσωμάτωση, μια έννοια έμπλεη αντιφάσεων, όπως καθετί που κατασκευάζεται με όρους μονόδρομου, ή προσαρμόζεσαι ή χάνεσαι. Μια γέφυρα που ταυτόχρονα απομακρύνει και συνδέει. Η ίδια η συγγραφέας διδάσκει γαλλικά στην προστατευόμενη οικιστική περιοχή όπου γεννήθηκε και ζει. Αυτές οι προστατευόμενες οικιστικές περιοχές, η σταθερή βάση ενός λαού νομαδικού, διέπονται επίσης από αντιφάσεις, χώρος προστασίας και ταυτόχρονης ασφυξίας. Υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών και χρήσης αλκοόλ και ναρκωτικών, αλλά και καθημερινοί αγώνες διεκδικήσεων για τη γη και την ελευθερία.
Επανέρχομαι στην αγωνία που η αφηγηματική φωνή διαθέτει και που πάνω της στήνεται ολόκληρη η κατασκευή, που πυροδοτεί αβίαστα το συναίσθημα και δικαιολογεί μια σειρά από συγγραφικές αποφάσεις και επιλογές. Μια κρυψώνα του προσωπικού που ωστόσο βρίσκει τις χαραμάδες για να αναδυθεί στην επιφάνεια, χωρίς να φωνάζει και να ωρύεται για να τραβήξει την προσοχή, χωρίς να μιλάει εξ ονόματος όλων των Ιννού, χωρίς να ισχυρίζεται πως κατέχει την απόλυτη αλήθεια, αλλά απλώς νιώθει την ανάγκη να αναμορφώσει τα πράγματα, να κρατήσει μόνο το κάρβουνο που ακόμα καίει στην καρδιά των πρώτων κατοίκων, στην καρδιά της αφηγήτριας. Η Φονταίν, χωρίς να παρασυρθεί ή να επενδύσει υπερβολικά στον εξωτισμό και το στυλιζάρισμα, στήνει μια γοητευτική και ισχυρής έλξης αφήγηση. Το Kuessipan παρά το μικρό του μέγεθος και τον αφαιρετικό του χαρακτήρα καταφέρνει να αφήσει αποτύπωμα που, συνήθως, σφιχτοδεμένες πολυσέλιδες αφηγήσεις πετυχαίνουν, και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να δείξει την αξία του βιβλίου αυτού, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις νεοσύστατες εκδόσεις Πλήθος, σε μετάφραση Πατρίσιας Μπόνου.