Ορεινό Σχολείο, μονοθέσιο, εγώ και ο ουρανός! 1989! Εκεί ψηλά, έβλεπες την θέα του κάμπου του Αποκόρωνα, αγνάντευες στο βάθος τη θάλασσα του κρητικού πελάγους, οι αετοί σου έκαναν παρέα! Δεκατέσσερις ψυχούλες, σε κοίταζαν στα μάτια και από σένα κρεμόταν ο κόσμος όλος!
Στο μικρό χωριό, ο Δάσκαλος ήταν σεβαστό πρόσωπο, μορφωμένος άνθρωπος και δεν μπορούσες να μην τον φιλοξενήσεις, να μην τον καλέσεις στην παρέα σου! Τόσο κόπο κάνει καθημερινά να έρθει από Χανιά με γκρουπάκι, μέχρι τον Στύλο κι από εκεί και πάνω, ο Θεός βοηθός, αν υπήρχε ταξί, διαφορετικά, με τα πόδια ή με auto stop! Αλλά δεν γινόταν, ήταν ασέβεια να αρνηθείς κάθε είδους πρόσκληση για τραπέζι, κυρίως! Δεν γινόταν να μην σέβεσαι κι εσύ τους ανθρώπους, να μην τους εκτιμούσες, να μην γινόσουν ένα με την παρέα, που συνήθως ήταν στρωμένη!
– Δάσκαλε, ε Δάσκαλε, την ώρα του μαθήματος άκουγα σχεδόν καθημερινά την φωνή του κ. Παναγιώτη, του αείμνηστου, έλα στο διάλειμμα να πιούμε καφέ, στο σπίτι..! Εκεί πιο πέρα από το μικρό Σχολείο, ζούσε η οικογένεια του κ. Παναγιώτη, ενός καλοσυνάτου και ωραίου ανθρώπου, πάντα με το χαμόγελο και την καλή διάθεση, προμετωπίδα! Η γυναίκα του, ήταν η κ. Κατίνα, αλλά και παραδίπλα το σπίτι της κ. Ασπασίας με τον Μανόλη , τον άντρα της! Δυο οικογένειες αξιαγάπητες, που δεν θα ξεχάσω ποτέ!
– Θα έρθω κ. Παναγιώτη, αλλά μόνο για ένα καφέ στα γρήγορα, ε; του απαντούσα από το παράθυρο του Σχολείου. Ευτυχώς είχα… οπτική επαφή με τα παιδιά, αφού το σπίτι ήταν δίπλα ακριβώς στην αυλή και τα παιδιά το θεωρούσαν αυτονόητο ότι έπρεπε να πάω. Αν ήθελαν τίποτα, ήξεραν ότι ήμουν κοντά τους! Ένα τραπέζι, πλουσιοπάροχο, γεμάτο ντόπια εδέσματα, φτιαγμένα με ζήλο και με μεράκι από τα άγια χέρια της κ. Κατίνας και της κ. Ασπασίας! Τα συναισθήματα πολλά και ποικίλα! Τα μάτια μου δεν χόρταιναν, αλλά και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, αφού με έκαναν να νιώθω όπως το σπίτι μου!
Εικόνες, φυσιολογικές τότε, που σήμερα μοιάζουν με παραμύθι, που μπορούσε να έχει τίτλο: «Αγάπη, δίχως όρια..!»,
Το μεσημέρι, μετά από μια εξαντλητική διδασκαλία σε όλες τις τάξεις, γύρω στα είκοσι μαθήματα, κατηφόριζα, συνήθως, με τα πόδια, αφού δεν είχα αυτοκίνητο τότε, για να φτάσω στον Στύλο. Μετά τα πράγματα ήταν πιο εύκολα! Στην ωραία αυτή διαδρομή, με τον φιδίσιο δρόμο, μήκος περίπου επτά χιλιομέτρων, μου έκαναν εντύπωση τα εντυπωσιακά, άγρια κυκλάμινα στις ρίζες των βράχων δεξιά και αριστερά του δρόμου, πολλά από τα οποία, αργότερα φύτεψα σε γλάστρες! Τι ομορφιά, Θεέ μου! Σπάνια, περνούσε κανένα όχημα για να με πάρει πιο κάτω. Κάποτε, όπως περπατούσα, άκουσα πίσω μου πέταλα αλόγου να πλησιάζουν. Ο αναβάτης, ένας γενειοφόρος, με μαύρα ρούχα, άνδρας, σταμάτησε και με ρώτησε αν θέλω να ανέβω να με πάρει στο άλογό του! Απίστευτο! Εγώ αρνήθηκα, όχι για τίποτα άλλο, αλλά φοβήθηκα!
Πριν το Στύλο ήταν χτισμένο το χωριό, Πρόβαρμα, στο έμπα του οποίου, υπήρχε ένα σπίτι, που συνήθως με περίμενε μια καλοσυνάτη γιαγιά, η οποία με φιλοξένησε, αρκετές φορές! Με ένιωθε σαν παιδί της, αφού το δικό της έλειπε στο εξωτερικό! Απίστευτο!
Στιγμές, που ήμουν τυχερός που έζησα, σε αυτά τα αγνά χρόνια, ως δάσκαλος, συνέλεξα πολλές εμπειρίες που με ατσάλωσαν στην μετέπειτα πορεία μου! Κυρίως γνώρισα αμάλαγους ανθρώπους που σέβονταν απεριόριστα τον δάσκαλο και το έδειχναν με κάθε τρόπο, κάθε στιγμή! Πάντα στην καρδιά μου!
*Ο Δημήτρης Καρτσάκης είναι δάσκαλος