Αρκετοί αναγνώστες των ‘‘Χανιώτικων νέων’’, της εφηµερίδας µας, µε συναντούν στο δρόµο και µου λένε µε ένα πλατύ χαµόγελο στα χείλη. Σε διαβάζω, διαβάζω τις ιστορίες- γεγονότα του κ. Γ Καρεφυλάκη, όπως τα καταγράφεις και τα παρουσιάζεις στην εφηµερίδα. Χαίροµαι και τους ευχαριστώ, και να σας οµολογήσω µε χαρά και ικανοποίηση, ότι αρκετοί από τους αναγνώστες δεν είναι Περβολιανοί, είναι βεβαίως κάποιας ηλικίας και τους αρέσει να διαβάζουν αληθινές ιστορίες και γεγονότα από τα παλιά.
Για το θέµα που θα ασχοληθούµε σήµερα, ο κ. Γιώργος Καρεφυλάκης δεν έκανε ποτέ του κυνηγός και έτσι πήραµε πληροφορίες, πέραν από τις προσωπικές µαρτυρίες, από άλλους συγχωριανούς.
Το κυνήγι είναι µια πανάρχαια συνήθεια του ανθρώπου, µάλιστα η ίδια η λέξη φανερώνει πως το κυνήγι είναι άρρηκτα συνδεδεµένο µε το σκύλο (κύων+ άγω )= κυνηγός.
Ο κυνηγός, δηλαδή ο άνθρωπος που ηγείται και καθοδηγεί µα και καθοδηγείται από τον σκύλο, έχει ανάγκη από ένα εκπαιδευµένο κυνηγόσκυλο. Πιο παλιά «εµπειρικά» οι κυνηγοί εκπαίδευαν τα σκυλιά τους, ανάλογα µε το θήραµα και την περιοχή, τώρα και κάµποσα χρόνια υπάρχουν σχολές εκπαίδευσης σκύλων για κάθε περίπτωση.
Αναζητά, λοιπόν, ο κάθε κυνηγός ένα καλό κυνηγόσκυλο για να τον συνδράµει στο κυνήγι και πολλές φορές ξοδεύει υπέρογκα ποσά, υπάρχουν µαρτυρίες πως και εδώ στα Χανιά η αγορά ενός καλού εκπαιδευµένου κυνηγόσκυλου ξεπερνάει και τις δέκα χιλιάδες ευρώ!!!
Ο κυνηγός και το κυνηγόσκυλό του, για καλή απόδοση και των δύο, πρέπει να έχουν άριστη «επαφή» αναµεταξύ τους..
Πιο παλιά το κυνήγι, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, ήταν ένα συµπληρωµατικό µέσο βιοπορισµού. Σήµερα που στον τόπο µας, ειδικά στην Κρήτη, έχουν µειωθεί τα θηράµατα, για τους κυνηγούς κατοίκους των πόλεων το κυνήγι θεωρείται τρόπος ζωής, διέξοδος από την καθηµερινότητα, άθληµα ή και χόµπι ακόµα.
Πάντα για το κυνηγι χρειάζεται η άδεια κυνηγίου (θήρας) και ο σεβασµός των κανόνων και των απαγορεύσεων που επιβάλλει η Πολιτεία. Για τον έλεγχο των παραπάνω υπάρχει η Θηροφυλακή που µε τους θηροφύλακες διενεργεί τους απαραίτητους ελέγχους.
Μετά την ενηµερωτική εισαγωγή, ας δώσουµε το λόγο στον 71χρονο κ. Μιχάλη Στρογγυλάκη του Εµµανουήλ, δεινό κυνηγό και ανιψιό δυο εξαιρετικών κυνηγών του Βαγγέλη και του ∆ηµήτρη Μαριακάκη.
– ∆άσκαλε το κυνήγι του λαγού θέλει, τέχνη και υποµονή, συνήθως γίνεται µε καλό λαγουδόσκυλο και δυο τρεις έµπειρους κυνηγούς. Όταν το σκυλί βρει την «αποβολή» του λαγού οι κυνηγοί πρέπει να έχουν πιάσει τις κατάλληλες θέσεις για να χτυπήσουν το λαγό, όταν τον «σηκώσει» ο σκύλος,
Καµιά φορά γίνεται και από ένα, αλλά πολύ έµπειρο και κατεχάρη της περιοχής κυνηγό, γνωρίζει την περιοχή καλά και ανάλογα την εποχή υπολογίζει πού «κάθεται» ο λαγός και µε ένα µακρύ ξύλο ίσαµε δυο µέτρα, χτύπα πέρα δώθε σε επιλεγµένα σηµεία και «σηκώνει» τον λαγό και τον τουφεκίζει µε επιτυχία…
Το κυνήγι της πέρδικας θέλει, πουλόσκυλο, παρέα και πόδια, οι πέρδικες πολλά χρόνια τώρα έχουν τραβηχτεί ψηλά στην µαδάρα, πιο πριν τις ντουφεκούσαµε κι εδώ στην περιοχή του Κάστελου και των Αγίων Εφταπαίδων, στο νερό των δυο µικρών πηγών.
Τα µεταναστευτικά πουλιά, τρυγόνια συκοφάγοι, µελισσοφάγοι, ορτύκια, µπεκάτσες, τσίχλες, κουκλοπετεινοί
(τσαλαπετεινοί) µπεκαφίνοι κ.ά., έχουν µειωθεί πολύ, για διάφορους λόγους και επιπλέον, και καλώς, έχει απαγορευτεί το κυνήγι πολλών από αυτά.
«Τη δεκαετία του 1950 οι κυνηγοί ήταν πολύ παθιασµένοι, να σκεφτείτε το 1958-59 πάνω κάτω, ακούστηκε ότι τσίχλες είχαν πέσει χιλιάδες στην περιοχή του Πρασέ Κυδωνίας, Ι.Χ. δεν υπήρχαν, νοίκιασαν λοιπόν αρκετοί Περβολιανοί και Χανιώτες ένα ορεινό λεωφορείο, πήγαν στον Πρασέ και γύρισαν φορτωµένοι τσίχλες, τους έπαιζαν στα καθιστά για να µην χάνουν και φυσίγγια, ο αδερφός µου ο ∆ηµήτρης έπιασε πάνω από πενήντα» (Μαρτυρία Στέλιου Γκίκα ετών 79 αδελφού του ∆ηµήτρη).
Πιο παλιά, γύρω στο 1960, άκουγα από τον πατέρα µου και τους θείους µου, ότι τις δροσερές µέρες που είχε µελτέµια και ψιλόβρεχε κιόλας, τέλη Αυγούστου αρχές Σεπτεµβρίου, πληµµύριζε ο τόπος από τρυγόνια, συκοφάδες και ορτύκια. Στο Ανίµπαλη και στον Κουλέ γινόταν µάχη γιατί έρχονταν κατά κύµατα αυτά τα πουλιά και στριµώχνονταν οι κυνηγοί να πιάσουν θέση…
Τότε πρωτόβγαιναν και οι καραµπίνες και ο κυνηγός είχε το πλεονέκτηµα να πυροβολήσει περισσότερα πουλιά, υπόψη ότι στην περιοχή ήταν και πολλές συκιές και κάθιζαν οι συκοφάδες και µπορούσες να τους ντουφεκίσεις µε περισσότερη επιτυχία.
Εκεί, βέβαια, που γινόταν ο χαµός ήταν το Ακρωτήρι, ήταν βλέπεις η πρώτη στεριά που έπιαναν τα πουλιά ερχόµενα από το βοριά. Χιλιάδες, ίσως, Χανιώτες κυνηγοί πήγαιναν τις µέρες που υπολόγιζαν ότι θα έρθουν τα πουλιά και όλοι και κάτι θα έπιαναν.
Μάλιστα στο αεροδρόµιο, είχα ακούσει, ότι πολλοί εργαζόµενοι, τις µέρες που έκαναν ‘‘απόβαση’’ τα πουλιά, έβρισκαν σκοτωµένα πολλά ορτύκια που κτυπούσαν, καθώς έρχονταν νύχτα, πάνω στα κτήρια.
Τις µέρες εκείνες είχαν χρυσές δουλειές τα καταστήµατα κυνηγετικών ειδών που ήταν αρκετά τότε, όπως: του Βροντουλάκη, του Φριλίγγου. του Φαραντάκη, του Κοσµαδάκη, των Ρεθεµνιωτάκηδων, του Γαβριλάκη κ.ά., φυσικά και του Χοντράκη που σαν καλός οπλουργός επιδιόρθωνε και βελτίωνε το κάθε όπλο.
Όσον αφορά τα όπλα της εποχής τα πιο πολλά ήταν πολεµικά, «γυρισµένα»- µετασκευασµένα σε κυνηγετικά, έπρεπε οπωσδήποτε η κάννη από «ραβδωτή» εσωτερικά να γίνει λεία. Εγγλέζικα, Καναδέζικα, Γερµανικά πολεµικά όπλα ο Χοντράκης στο µαγαζί του τα µετέτρεπε σε κυνηγετικά. Υπήρχαν βέβαια και λίγα δίκαννα µε εξωτερικούς «κοκκόρους» και αργότερα εµφανίστηκαν οι καραµπίνες.
Εκτός από τα πυροβόλα όπλα, υπήρχαν και άλλα όπλα «πονηρά» όπως: οι «πλάκες» για τις «ζουρίδες» είδος κουναβιού που το κυνηγούσαν και λίγο µετά την Κατοχή για την γούνα του, µια λίρα πληρώνονταν το κάθε δέρµα.
Οι συρµάτινες θηλιές για τους λαγούς, που κι αυτές είχαν «πέραση» στον πόλεµο και στην Κατοχή. Οι πιο χοντρές θηλιές από συρµατόσχοινο ή οι «δαγκάνες», ειδικές σιδερένιες παγίδες για τις ζουρίδες και προπάντων για τους «άρκάλους»- ασβούς ,που έναν καιρό είχαν επικηρυχτεί ως επιβλαβή ζώα και έπαιρναν οι κυνηγοί κάποια αποζηµίωση, το βρόχι θηλιά από σπάγκο για τσίχλες και µπεκάτσες. Άλλα µικρότερα πονηρά όπλα, ειδικά για πουλάκια που τα θέλαµε στο κλουβί για το κελάηδισµά τους- ωδικά πτηνά- ήταν τα δίχτυα που τα απλώναµε όπου είχε λίγο νερό, οι «καπατζέδες» µικρά κλουβάκια που καπακώναµε όποιο πουλάκι έµπαινε και οι «ξόβεργες», ξυλάκια που τα αλείφαµε µε ειδική κόλλα και κολλούσαν όσα µικρά πουλάκια κάθονταν.
Για τους µικρότερους σε ηλικία «κυνηγούς», υπήρχαν οι «χαρχάλες» ή «σφεντόνες» που έπιαναν αρκετά µικρά νόστιµα πουλάκια όπως : τα πιπιονάκια ή λαδιτάκια, οι ξεραδίτες, οι µπεκαφίνοι οι βατσινάδες, οι σταρήθρες κ.ά. που τα ψήναµε στα κάρβουνα ή αν ήταν πιο πολλά τα κάνανε οι µανάδες µας ατζέµ πιλάφι.
Καµιά φορά στις χαρχάλες, πέραν από την στρογγυλή πετρούλα που βάζαµε στο πετσάκι, βάζαµε σκάγια που τα φτιάχναµε µόνοι µας, λιώναµε µολύβι, που το βρίσκαµε στη παλιά γραµµή του νερού στα Μπουτσουνάρια, πάνω σε χιλιοτρύπητη λαµαρινούλα και που από κάτω είχαµε βάλει ένα ντενεκάκι µε νερό και λίγο λάδι πάνω πάνω, και έπεφτε µέσα το λιωµένο µολύβι και γινόταν τα σκάγια.
Το κυνήγι µε τις χαρχάλες ήταν απαγορευµένο και εδώ στα Περβόλια και µετά την Κατοχή υπηρετούσαν στο Σταθµό Χωροφυλακής αρκετοί χωροφύλακες και αν σε έπιαναν να κυνηγάς µε χαρχάλα, σε ρωτούσαν τίνος είσαι, αν δεν απαντούσες, πλήρωνες την παράβαση µε δυο ξεγυρισµένα χαστούκια.
Ας απολαύσουµε, τώρα δυο τρεις χαρακτηριστικές ιστορίες που τις έζησε ο Μιχάλης µικρός και αποτυπώθηκαν έντονα στο µυαλό του.
Ο ΛΑΓΟΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΚΙΝΗΤΟΣ
Θα ήταν Οκτώβρης του 1965, γυρνούσαν ο πατέρας µου και ο θείος µου ο Βαγγέλης από το κυνήγι, µαζί τους κι εγώ 12χρονος µπορεί και ξυπόλητος, στην κάτω πόρτα της Αγίας Παρασκευής, µας συναντά ο Μήτσος ο Μανιάς ( ο πατέρας µου) και µας λέει το και το, ότι είδε δηλαδή προ ολίγου έναν λαγό στην ‘‘καθιά’’, απέναντι από το Γαρίπα στο γύρω του αµπελιού του και δεν τον πείραξε.
Γυρνάµε όλοι µαζί παρέα, αν και κουρασµένοι, φτάνουµε στο σηµείο, µας δείχνει πού καθότανε και παρακαλεί τον πατέρα µου να του δώσει το όπλο να του παίξει αυτός, µια και δεν φαινότανε καλά ο λαγός µέσα στην καθιά του.
Σηµαδεύει ο Μήτσος στο κεφάλι, για να µην ‘‘ασκαγιάσει’’ όλο τον λαγό, ήταν βλέπεις πολύ κοντινή η απόσταση, καθ’ όσον ήταν πεζούλα και δεν βόλευε να πάει πιο πίσω. Ο θείος µου ο Βαγγέλης, σαν πιο έµπειρος, είχε ανέβει στην πάνω πεζούλα για κάθε ενδεχόµενο µε το δάχτυλο στην σκανδάλη.
Πυροβολεί ο πατέρας µου και µου λένε εµένα, Μιχάλη πήγαινε να πάρεις τον λαγό, πάω εγώ βάζω τη χέρα µου και πετιέται ο λαγός και τα στρώνει ίσια πάνω, όµως για κακή του τύχη ήταν έτοιµος ο θείος µου, τον τουφέκισε και τον σκότωσε.
Τι είχε γίνει, λοιπόν, ο λαγός δεν φαινότανε καλά, στο πλάι ήταν µια χοντρούτσικη πέτρα, ίδιο χρώµα και ίδιο µέγεθος µε το κεφάλι του και εκεί την έπαιξε ο πατέρας σου, περνώντας µετά από τον Γαρίπα αφήσαµε το µισό λαγό. στο σπίτι σας.
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΜΕ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ
Μια δυο χρονιές νωρίτερα 1963-64 οι θείοι µου, Βαγγέλης και ∆ηµήτρης είχαν ανέβει στην Σφακιανή µαδάρα, µέσω Θερίσου, µέσα Οκτωβρίου, και είχαν σκοπό ή να γυρίσουν µονηµερίς ή το πολύ νωρίς την δεύτερη µέρα. Περνάει η πρώτη µέρα, περνάει η δεύτερη. Τίποτα , κανένα σηµάδι τους. Την τρίτη µέρα που ο καιρός είχε αρχίσει να χαλάει και στον κάµπο, πάει ο παππούς µου ο Μάρκος εδώ στον Σταθµό και δηλώνει την εξαφάνισή τους, από το Σταθµό πήραν τηλέφωνο στον Σταθµό Χωροφυλακής στην Ανώπολη να βγουν να τους ψάξουν, µάλιστα ο παππούς ήταν τόσο απογοητευµένος και ετοιµαζόταν να πάει να αγοράσει τα σάββανά τους..
Περνάει και η τέταρτη µέρα, τίποτα, ούτε νέο από την Ανώπολη, ούτε από πουθενά αλλού. Το µεσηµεράκι της πέµπτης µέρας, νάσου τα δυο αδέλφια και παρουσιάζονται στην Ανώπολη.
Τι είχε συµβεί λοιπόν; Μπορεί εδώ στον κάµπο να έγινε λίγο βροχερός ο καιρός, µα στην µαδάρα γινόταν χαµός από το νερό, την οµίχλη και τον αέρα… Τα δυο αδέλφια είχαν βρει καταφύγιο σε ένα µιτάτο και έµειναν όσο διάστηµα ο καιρός δεν τους επέτρεπε να ξεµυτίσουν.
Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΣΚΥΛΟΣ
Η γιαγιά µου το γένος Φυντικάκη, καταγόταν από την Ανώπολη και οι θείοι µου είχαν φιλίες και µε Ανωπολίτες κυνηγούς, έτσι γύρω στο 1962-63, τέλη Σεπτεµβρίου έδωσε ραντεβού ο θείος µου ο Βαγγέλης µε τον Κριαρά τον Σταύρο στη Σφακιανή µαδάρα για να κυνηγήσουν. Συναντήθηκαν, κυνήγησαν µια ολόκληρη µέρα, το βράδυ κοιµήθηκαν σε ένα κούµο και το πρωί χώρισαν για να γυρίσει ο καθένας στο χωριό του.
Ο Κριαράς, λίγο µετά που χωρίσανε, σήκωσε ένα λαγό που πρόλαβε και τρύπωσε σε µια τρύπα, αφήνει το ντουφέκι του κάτω και σκύβει να βάλει τη χέρα του να πιάσει το λαγό, πατάει ο σκύλος το ντουφέκι, εκπυρσοκροτεί και τα σκάγια τού «έφαγαν» στην κυριολεξία την κνήµη του ενός ποδιού.
Βγάζει και κόβει από το πακέτο των τσιγάρων το καπάκι, το αλείφει µε αίµα, το βάζει στο λαιµοδέτη του σκύλου του και τον διώχνει. Πήγε ο σκύλος στο σπίτι του, κατάλαβαν ότι κάτι κακό συµβαίνει στον Σταύρο, ακολούθησαν το σκύλο, βρήκαν τον τραυµατία και τον µετέφεραν στο Νοσοκοµείο και σώθηκε.
Μου τα διηγήθηκε ο ίδιος ο Κριαράς, στο παλιό Νοσοκοµείο που και εγώ ήµουνα στον ίδιο θάλαµο γιατί είχα πέσει και είχα σπάσει το πόδι µου.
Να κλείσουµε τώρα αναφέροντας ονοµαστικά µερικούς Περβολιανούς, αξιόλογους κυνηγούς,όπως: τον Βαγγέλη Μαριακάκη η κορυφή όλων, τον αδελφό του ∆ηµήτρη, τον Τζαµπαζάκη Μάρκο, ειδικό στους λαγούς δίχως σκύλο, τον Μανιαδάκη Στρατή, τον Στρογγυλάκη Μανώλη, τον Καρλάκη Αντρέα, τον Λαγουδάκη Μιχάλη πολυτεχνίτη, δούλευε στον Ναύσταθµο και είχε φτιάσει ένα τρίκαννο όπλο, τον Μπικάκη Νικόλαο, τον Κουρνιδάκη Γιάννη, τον Κάρολο επιστάτη στο µετόχι του Βολάνη, τον Μοσχοβάκη Μανώλη, το Σταµατάκη Γιάννη, τα αδέλφια Χρήστο και Θεοφάνη Καραµιχάλη, τον Θανάση Μπεντή και την µοναδική γυναίκα Κοντουδάκη Τσίτσα, γυναίκα του γιατρού Μαργαρίτη Σπύρο, τους θυµόµαστε µε συγκίνηση και αγάπη γιατί έχουν φύγει από τη ζωή.
Τα αδέλφια ∆ηµήτρη και Στέλιο Γκίκα, τον Φουράκη Γιώργο, τον Χουδαλάκη Κώστα, τον Στρογγυλάκη Μιχάλη, τον Μπεντή Βασίλη και τα τέσσερα αγόρια του Αντώνη Κοκολάκη. κ.ά. είναι εν ζωή και τους ευχόµαστε υγεία και καλά κυνήγια.
Όσον αφορά τα καταστήµατα κυνηγετικών ειδών, σήµερα είναι λιγότερα αναφέρουµε όσα εντοπίσαµε: Μιχελάκης Αντώνης, Ξανθάκης, Τζανάκης, Μπούχλης, ίσως να υπάρχουν και άλλα.
Κυνηγοί πριν αρκετά χρόνια στον Νοµό Χανίων ήταν περίπου 7.000 ενώ τώρα είναι περίπου 2.000, κατά δήλωση του Αντώνη Μιχελάκη.
Προσωπική διαπίστωση, η µείωση του αριθµού των κυνηγών ίσως να έχει σχέση και µε τη µείωση των θηραµάτων, αλλά υποψιάζοµαι, ένα ουσιαστικότερο λόγο, ότι η νεολαία µας σήµερα βρίσκει άλλες διεξόδους για να ‘‘καταναλώσει’’ την ενέργεια και τον δυναµισµό της, ας ευχηθούµε οι συγκεκριµένες διέξοδοι να είναι το ίδιο χαρούµενες και κοντά στη φύση όπως το κυνήγι.
* Ο Γεώργιος Μανιαδάκης είναι συν/χος δάσκαλος